Σαν σήμερα το 1936, το Λαϊκό Μέτωπο, η συμμαχία σοσιαλιστών και κομμουνιστών, σχηματίζει την πρώτη κυβέρνηση στη Γαλλία, με πρωθυπουργό τον Λεόν Μπλουμ.
Με αφορμή αυτή την επέτειο επαναδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από μια συνέντευξη του Νίκου Πουλαντζά που περιέχεται στο βιβλίο «Για τον Γκράμσι» (εκδόσεις Πολύτυπο) και αναφέρεται στον λαϊκομετωπισμό και την εναλλακτική προσέγγιση τω κοινωνικών συμμαχιών από την πλευρά του αριστερού ευρωκομμουνισμού. Οι επεξεργασίες αυτές αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη χρησιμότητα και επικαιρότητα σήμερα που το ζήτημα της εξουσίας για την Αριστερά τίθεται εκ των πραγμάτων με τα ερωτήματα να αφορούν την σχέση των κινημάτων με μια αριστερή κυβέρνηση και την αποτελεσματικότητα που μπορεί να έχει η δεύτερη.
«…Πιστεύω ότι το βασικότερο πρόβλημα δεν είναι οι συμμαχίες ανάμεσα σε πολιτικές οργανώσεις αλλά, όπως ξέρουμε, οι συμμαχίες ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και τα στρώματα που εκπροσωπούν αυτές οι οργανώσεις. Ένα απ’ τα διδάγματα της αποτυχίας της Ένωσης της Αριστεράς στη Γαλλία είναι ότι εννοήθηκε και συγκροτήθηκε σαν μία συμμαχία κορυφής. Ξεκινώντας, όμως, απ’ αυτή τη διαπίστωση δε μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ήταν μια καθαρά εκλογική συμμαχία, γιατί το Κοινό Πρόγραμμα της Αριστεράς αποτελεί ένα σημαντικότατο ιστορικό γεγονός για την ευρωπαϊκή αριστερά. Δεν ήταν μια στενά συγκυριακή και εκλογικίστικη συμμαχία. Ωστόσο, είναι ενδεικτικό ότι κανένα απ’ τα δύο κόμματα δεν προσπάθησε να οικοδομήσει αυτή τη συμμαχία στη βάση, μέσα στις μάζες, δημιουργώντας κοινές οργανώσεις. Ορισμένες οργανώσεις, βέβαια, ανάπτυξαν κάποια κοινή δράση — ξέχωρα απ’ αυτήν που οργάνωσαν τα συνδικάτα και τα κόμματα — ποτέ όμως δεν δημιουργήσαμε έναν ιδιαίτερο τύπο οργάνωσης στη βάση, που θα μπορούσε ν’ αποκρυσταλλώσει τη συμμαχία.
Είναι η κλασική πια αποτυχία μιας συμμαχίας «λαϊκομετωπικού» τύπου. Ο Δημητρώφ, όταν αναφερόταν στη στρατηγική της Τρίτης Διεθνούς, υποστήριζε πάντα ότι χρειάζονταν ιδιαίτερου τύπου οργανώσεις στη βάση, για ν’ αποκρυσταλλωθεί η συμμαχία — πράγμα που δεν έγινε ούτε τότε, ούτε τώρα, με το Κοινό Πρόγραμμα.
Η ερώτησή σας όμως θίγει ουσιαστικότερα ζητήματα. Πιστεύω ότι αυτός ο τύπος συμμαχίας μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον αν υπάρξει μια αλλαγή στα ίδια τα Κ.Κ. Είναι ξεκάθαρο ότι, όσο θα έχουμε σαν βάση τη «δικτατορία του προλεταριάτου», δεν είναι δυνατό να δημιουργήσουμε μια διαρκή συμμαχία μ’ ένα σύμμαχο που ξέρει ότι θα εξοβελιστεί στη φάση της μετάβασης στο σοσιαλισμό, όταν θα έχει εγκαθιδρυθεί αυτή η δικτατορία. Πιστεύω, λοιπόν, ότι μια επαναστατική στρατηγική για ένα δημοκρατικό σοσιαλισμό απαιτεί κάποιες αλλαγές — που όντως έχουν πραγματοποιηθεί σε ορισμένα Κ.Κ. της Δυτικής Ευρώπης — κι ότι αυτό είναι μια απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξουν νέες μορφές πολιτικής συμμαχία…
…Στη στρατηγική της Τρίτης Διεθνούς — στρατηγική της δυαδικής εξουσίας και της κατάλυσης του Κράτους μέσω μιας μετωπικής σύγκρουσης — το πρόβλημα του ρεφορμισμού ήταν, ώς ένα ορισμένο βαθμό, σαφές και απλό. «Ρεφορμιστικό» ήταν κάθε τι που δεν οδηγούσε στη δυαδική εξουσία και δε δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για τη μετωπική σύγκρουση με το Κράτος. Όταν, όμως, μιλάμε για ένα δημοκρατικό δρόμο προς το δημοκρατικό σοσιαλισμό, τότε η στρατηγική μας πρέπει να αλλάξει σε βάθος διατηρώντας τες — τις μορφές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και ελευθεριών (που για πολλά χρόνια τις αποκαλούσαμε «τυπικές», αλλά που δεν είναι απλώς τυπικές). Αυτή η αντιπροσωπευτική δημοκρατία πρέπει να συμβαδίζει, ταυτόχρονα, με τη δημιουργία μιας άμεσης δημοκρατίας στη βάση.
Το πρώτο σημείο όμως είναι σημαντικό: αν δε μπορούμε πια να μιλάμε για βίαιη σύγκρουση με το Κράτος, κι αν, αντίθετα, αυτό που ενδιαφέρει είναι να διατηρήσουμε και να εμβαθύνουμε τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στο σοσιαλισμό, τότε γίνεται πιο δύσκολο να διακρίνουμε ανάμεσα στο ρεφορμισμό και τον επαναστατικό δρόμο, όταν βέβαια η διάκριση θα εξακολουθούσε να υπάρχει.
Είναι φανερό ότι μπορούμε να βρούμε μια ρεφορμιστική τάση στον Ευρωκομουνισμό, και μ’ αυτή την έννοια πιστεύω ότι μπορούμε να μιλάμε για αριστερό και δεξιό ευρωκομουνισμό. ‘Οταν ο Ελενστάιν, για παράδειγμα, μιλάει για προοδευτική, ειρηνική, νόμιμη και σταδιακή επανάσταση, δε θέτει διαφορετικά το πρόβλημα απ’ τον Κάουτσκι. Ποιο μπορεί, όμως, να είναι το σωστό κριτήριο για τη διάκριση ανάμεσα σ* έναν αριστερό κι ένα δεξιό ευρωκομουνισμό; Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλά κριτήρια.
Πρώτα απ’ όλα, η σημασία που δίνεται στην άμεση δημοκρατία και τα εργατικά συμβούλια, ένα ζήτημα που έπαιζε πάντα καθοριστικό ρόλο στη διαμάχη ανάμεσα σε ρεφορμιστές κι επαναστάτες. Ο αριστερός ευρωκομουνισμός δίνει πολύ μεγαλύτερη σημασία στη δημοκρατία στη βάση.
Ένα άλλο κριτήριο διάκρισης είναι το ζήτημα των ρήξεων και των μετασχηματισμών μέσα στο Κράτος: έστω κι αν δεν μιλάμε για «καταστροφή του Κράτους», ωστόσο ο αριστερός ευρωκομ- μουνισμός θεωρεί απαραίτητο ένα ριζικό μετασχηματισμό, όχι μόνο των ιδεολογικών, αλλά και των κατασταλτικών μηχανισμών του Κράτους. Ενώ ο δεξιός ευρωκομουνισμός θεωρεί λίγο πολύ αυτούς τους μηχανισμούς σαν ουδέτερους και, επομένως, δε δίνει τη ίδια σημασία στο μετασχηματισμό τους. Ο αριστερός ευρωκομουνισμός τονίζει τη στιγμή της ρήξης μέσα στο Κράτος: δε μιλάει για ένα σταδιακό και προοδευτικό μετασχηματισμό. Οι αριστεροί ευρωκομουνιστές έχουν συνειδητοποιήσει ότι θα υπάρξει ένα κρίσιμο, καθοριστικό σημείο, που δε θα είναι ένας εμφύλιος πόλεμος, αλλά, παρ’ όλα αυτά, θα πρόκειται για μια στιγμή βαθιάς κρίσης του Κράτους κι αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στο ίδιο το Κράτος. Ο δεξιός ευρωκομουνισμός δεν αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά αυτή την εναλλακτική δυνατότητα. Για να μιλήσω με συγκεκριμένα παραδείγματα, διακρίνω περισσότερο δεξιές ευρωκομουνιστές θέσεις στον Καρίγιο και περισσότερο αριστερές στον Ιγκράο.
Νομίζω ότι ο ευρωκομουνισμός είναι ολοένα και περισσότερο ένα φαινόμενο που προσιδιάζει στις προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες. Όλη η προβληματική του δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό, του επαναστατικού δρόμου για το δημοκρατικό σοσιαλισμό είναι στενά συνδεδεμένη με το ιδιαίτερο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού.»