in

Να κάνουμε πραγματικότητα το όραμα της Ανθρώπινης Κοινωνίας. Του Γιώργου Τσιάκαλου

Να κάνουμε πραγματικότητα το όραμα της Ανθρώπινης Κοινωνίας. Του Γιώργου Τσιάκαλου

Οι ευχές μου για το 2016

Έδωσα στον εαυτό μου λίγο χρόνο να σκεφτώ γι αυτά που ζήσαμε τον τελευταίο καιρό.

Στις 18 Δεκεμβρίου έκανα την τελευταία από τις δεκάδες  ομιλίες μου για τους/τις πρόσφυγες και την αντιμετώπισή τους στη χώρα μας (και, φυσικά, στην Ευρώπη). Ξεριζωμένοι/ες από τις χώρες τους αναζητούν –όπως προβλέπεται από τις διεθνείς συμβάσεις- προστασία σε μέρη ασφαλή, όπου δεν επικρατούν πόλεμοι, παραστρατιωτικές συμμορίες, το φάντασμα του θανάτου από την πείνα μέσα σε στρατόπεδα κράτησης.

Η χώρα μας έτυχε σε γεωγραφική θέση που την κάνει είσοδο και πέρασμα προς τις χώρες της σωτηρίας. Γι’ αυτό 800.000 περίπου βρέθηκαν να διασχίζουν το Αιγαίο στην προσπάθεια να φτάσουν στην Ευρώπη. Τουλάχιστον χίλιοι άνθρωποι δεν έφτασαν ποτέ, άφησαν την τελευταία τους πνοή στη θάλασσά μας. Μισοί από αυτούς βρέφη και πολύ μικρά παιδιά. Και από τους ενήλικες οι περισσότερες ήταν γυναίκες. Μητέρες για την ακρίβεια. Οι μητέρες των βρεφών και των μικρών παιδιών. Στις περισσότερες περιπτώσεις όχι γιατί οι μητέρες αυτές δεν μπόρεσαν να επιπλεύσουν έως να έρθει η βοήθεια του Λιμενικού, αλλά επειδή δεν άντεξαν να επιζήσουν βλέποντας άψυχο στην αγκαλιά τους το μωρό τους. Διότι αυτό συμβαίνει στο Αιγαίο. Όταν ανατρέπεται μια βάρκα, το πλήρωμα του πλοίου της  frontex, που βρίσκεται δίπλα, δεν σώζει τους ανθρώπους (δεν ανήκει στις αρμοδιότητές τους, και η υπέρβαση των αρμοδιοτήτων τους θεωρείται από τη χώρα μας και από την Ευρώπη παραβίαση της εθνικής μας κυριαρχίας) αλλά ειδοποιεί την πλησιέστερη λιμενική αρχή. Μέχρι να φτάσουν τα σκάφη του Λιμενικού τα βρέφη έχουν πεθάνει στην αγκαλιά της μητέρας τους –παγωμένα από το κρύο, γιατί ο δικός τους οργανισμός δεν αντέχει στα παγωμένα νερά τόσες ώρες  όσες ο οργανισμός ενός ενήλικα. Τα βρέφη δεν πνίγονται, παγώνουν. Και ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν έχει υπάρξει μάνα, που, βλέποντας το μωρό της νεκρό στην αγκαλιά της, αποφασίζει να το αποχωριστεί για να σώσει τη δική της ζωή.

Αναζήτησαν προστασία, και είχαν δικαίωμα να την πάρουν και στη δική μας χώρα, καθώς αυτό προβλέπουν οι διεθνείς συμβάσεις που υπογράψαμε κι εμείς. Και οι άνθρωποι από τη Συρία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ που κατάφεραν να φτάσουν ζωντανοί στις ακτές των νησιών μας πήραν αυτήν την προστασία και συνέχισαν το ταξίδι τους προς τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης. Ταλαιπωρήθηκαν, βέβαια, εβδομάδες ολόκληρες στη χώρα μας, αλλά χάρη σ’ ένα πρωτόγνωρο αυθόρμητο κίνημα συμπαράστασης δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων και Ελληνίδων επιβίωσαν και συνέχισαν το δύσκολο ταξίδι τους. Στις συζητήσεις όμως δεν ξεχνούσαν ποτέ ν’ αναφερθούν σε εκείνους που ξεκίνησαν μαζί το ταξίδι αλλά χάθηκαν στο Αιγαίο. Ανέφεραν ονόματα πολλά, γιατί και οι νεκροί στο Αιγαίο είχαν –όταν ζούσαν- όνομα, κι αυτό το όνομα ζει στη μνήμη όσων συμπορεύτηκαν μαζί τους, και δεν τους αφήνει να ησυχάσουν βαραίνοντας –άδικα, βέβαια, αλλά έτσι είναι- στη συνείδηση το ερώτημα «πώς χάθηκαν αυτοί, κι εγώ  ζω;».  «Ήταν η μοίρα τους» θα απαντήσουν παρηγορητικά οι πιο καλόβουλοι, ενώ «κακώς επέλεξαν την προσφυγιά  και οδήγησαν τα παιδιά τους στο θάνατο, αφού ο δρόμος της προσφυγιάς συνοδεύεται πάντα με τον κίνδυνο του θανάτου» απαντούν πολλοί άλλοι, δήθεν αντικειμενικοί σχολιαστές.

Όμως ούτε μοίρα ούτε αντικειμενικές συνθήκες οδήγησαν τα εκατοντάδες μωρά και τους γονείς τους στο θάνατο. Τα θυσίασαν στο βωμό εγκληματικών εθνικιστικών ιδεολογημάτων οι άνθρωποι που κυβερνούν τη χώρα μας –οι προηγούμενοι και οι σημερινοί. Και το έκαναν εν ψυχρώ. Και το έκαναν ακόμη και όταν γνώριζαν ότι αυτό συνεπάγεται και τεράστιες απώλειες για την ίδια μας τη χώρα στους τομείς της οικονομίας, της δημοκρατικής λειτουργίας, της πολιτικής ηθικής.

Θυσίασαν εν ψυχρώ τα προσφυγόπουλα και τους γονείς τους όταν, με διαμεσολαβητή την frontex στις 25 Μαΐου 2012, συμφώνησαν με την Τουρκία και ανέθεσαν στη γείτονα χώρα να συλλαμβάνει και να μην επιτρέπει σε κανέναν Σύριο, Αφγανό και Ιρακινό (και κανέναν άλλο πρόσφυγα ή μετανάστη) τη νόμιμη πρόσβαση στις δύο εισόδους της χώρας μας που βρίσκονται στο Έβρο. Δηλαδή, η Ελλάδα, παραβιάζοντας κατάφωρα τη Σύμβαση της Γενεύης, συμφώνησε με την Τουρκία να κάνουν οι γείτονές μας την ίδια δουλειά απέναντι σε ΟΛΟΥΣ τους «πρόσφυγες και τους μετανάστες» που κάνει τώρα η δική μας αστυνομία στη Ειδομένη σε σχέση με τους «μετανάστες» που δεν θέλει η ΠΓΔΜ. Έτσι, με αυτή τη γενική απαγόρευση  σε συνδυασμό με την εγκαθίδρυση του συστήματος «φράχτης του Έβρου» όλοι οι πρόσφυγες εξαναγκάστηκαν να επιλέξουν το Αιγαίο ως μόνη δυνατή πρόσβαση στην Ευρώπη. Και πολλοί από αυτούς έχασαν τη ζωή τους –όπως ήταν αναμενόμενο.

Αν επιτρέπαμε να ισχύει η κανονικότητα στα σύνορά μας του Έβρου ΚΑΙ για τους Σύριους, Αφγανούς και Ιρακινούς τότε ούτε ένα παιδί, ούτε ένας ενήλικας άνθρωπος δεν θα είχε πεθάνει στο Αιγαίο. Αυτή είναι η αλήθεια.
Και κάτι άλλο: Από το γεγονός ότι η διαδρομή από τα σύνορα του Έβρου έως την Ειδομένη διαρκεί λιγότερο  από τέσσερις ώρες, ποτέ δεν θα βρίσκονταν ταυτόχρονα στην Ελλάδα περισσότεροι από 10.000 άνθρωποι, ενώ το πέρασμα από το Αιγαίο και τον Πειραιά κάνει τη διαδρομή μέχρι την Ειδομένη να διαρκεί κατά μέσο όρο 15 ημέρες και συνεπώς να πολλαπλασιάζει σε αφάνταστο βαθμό τον αριθμό των προσφύγων που βρίσκονται ταυτόχρονα στη χώρα – Δημιουργώντας προβλήματα επαρκούς σίτισης και αξιοπρεπούς διαμονής, και κυρίως την αίσθηση ενός δήθεν τεράστιου και δυσεπίλυτου προβλήματος.

Παρεμπιπτόντως: Από τις 804.465 άτομα που πέρασαν και καταγράφηκαν στο Αιγαίο αυτή τη χρονιά 729.451 ήταν από τη Συρία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ, δηλαδή άνθρωποι που, σύμφωνα με την κυβέρνησή μας και την Ευρώπη, γίνονται δεκτοί ως πρόσφυγες. Θα μπορούσαν να περάσουν νόμιμα από τα σύνορά μας του Έβρου, και τότε ούτε ένα άτομο –βρέφος, παιδί ή ενήλικας- δεν θα είχε πεθάνει.

Γιατί όμως οι κυβερνήσεις μας επέλεξαν αυτή την πολιτική; Η απάντησή τους είναι: «Για λόγους εθνικής ασφαλείας» (που κρατούνται μυστικοί από τους πολίτες). Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για λόγους εθνικής ασφαλείας αλλά για το εθνικιστικό ιδεολόγημα ότι η διέλευση από τη Θράκη μεγάλου αριθμού μουσουλμάνων «εγκυμονεί» εθνικούς κινδύνους. Στο βωμό αυτού του παραληρηματικού εθνικιστικού ιδεολογήματος θυσιάστηκαν οι μικροί Αϋλάν.

Δεν αντέχω αυτή την πραγματικότητα, όποια και αν είναι η κυβέρνηση που τη διαχειρίζεται, την δικαιολογεί  και την υπερασπίζεται. Και γνωρίζω ότι αυτή την πραγματικότητα δεν την αντέχουν χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες. Γι’ αυτό και η πρωτοχρονιάτική μου ευχετήρια κάρτα είναι για πρώτη φορά μονοθεματική: «Εύχομαι και προσδοκώ το 2016 τις γέφυρες του Έβρου σαν τις καρδιές μας: ανοιχτές και φιλόξενες για όλους τους ανθρώπους -και στο βυθό της θάλασσας τη βαρβαρότητα της εξουσίας».

Πολλές φορές στην Ιστορία οι άνθρωποι έγιναν μάρτυρες μαζικών εγκλημάτων και είτε δεν το κατάλαβαν εκείνη τη στιγμή είτε δείλιασαν μπροστά στη βαρβαρότητα.

Μάρτυρες ενός τέτοιου μαζικού εγκλήματος είμαστε κι εμείς, κι αυτή είναι στη δική μας μικρή ζωή η δική μας στιγμή που καλούμαστε να καταλάβουμε, να μη δειλιάσουμε και να υπερασπιστούμε την Ανθρωπιά απέναντι στη Βαρβαρότητα. 

Θα το κάνουμε, και γνωρίζω ότι το 2016 θα είμαστε χιλιάδες.

Σε αυτές τις χιλιάδες εύχομαι το 2016 «Υγεία, Αντοχή, Γνώση, Συντροφικότητα, Αποφασιστικότητα και Επιμονή για να κάνουμε πραγματικότητα το όραμα της Ανθρώπινης Κοινωνίας».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Οι νέες ταινίες της εβδομάδας

“Ο Φόβος” του Στέφαν Τσβάιχ στο θέατρο Αυλαία