in

Το Μαύρο και το Κόκκινο: 2017-1917. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Το Μαύρο και το Κόκκινο: 2017-1917. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

 

 «Η φρουρά είναι κουρασμένη. Καλύτερα να κλείσετε την συνεδρίαση και να τους αφήσετε να πάνε σπίτι». Είναι 5 Γενάρη του 1918, γύρω στις 4 το βράδυ, και μιλά ο αναρχικός ναύτης Ανατόλι Ζελεζνιάκοφ, φρουρός του ανακτόρου της Ταυρίδας. Η συνεδρίαση της Συντακτικής Συνέλευσης, που έχουν εγκαταλείψει Μπολσεβίκοι και Αριστεροί Εσέροι –η συνεδρίαση όπου καταφανώς επικρατούν οι Δεξιοί Εσέροι του Τσερνόφ–, λήγει με την παρέμβαση αυτή κατά τις πέντε παρά είκοσι. Την επομένη οι βουλευτές βρίσκουν το μέγαρο κλειστό: η κυβέρνηση Μπολσεβίκων και Αριστερών Εσέρων κηρύσσει τη Συνέλευση «διαλυθείσα». Στη θέση της καλεί το Τρίτο Συνέδριο των Σοβιέτ. Αυτό που καταγγέλλεται ως «πραξικόπημα» δεν είναι παρά εφαρμογή του «όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Aποχαιρετισμός στον παλιό ξεφτισμένο κόσμο, νεύει η Λούξεμπουργκ από το Βερολίνο: τον κόσμο που οδήγησε τον κόσμο στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τους Ρώσους στην πείνα και τη Ρόζα σε απόπειρα αυτοκτονίας, το 1914. Η σύμπραξη μπολσεβίκων και αναρχικών τον κόσμο αυτό στέλνει στο διάβολο.

«Η φρουρά είναι κουρασμένη». Τέχνασμα, προφανώς· σε μέρες, ωστόσο, που ένα τέχνασμα δεν αρκεί μόνο του. Παράδειγμα; Αρχές Ιουλίου του 1917, η φρουρά και τα λαϊκά προάστια οργανώνουν στην Πετρούπολη ένοπλη διαμαρτυρία ζητώντας «όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Οι μπολσεβίκοι την αποδοκιμάζουν, γιατί φοβούνται ότι η υπόλοιπη χώρα δεν θα ακολουθήσει: την αποδοκιμάζουν – κι ο κόσμος τους λέει πράκτορες των Γερμανών.

«Οι άνθρωποι της απολυταρχίας», θυμάται ο αναρχικός Βικτόρ Σερζ το 1947, «έβλεπαν πολύ καλά ότι έρχεται η επανάσταση· δεν ήξεραν όμως πώς να την αναχαιτίσουν. Οι επαναστατικές ομάδες, από την άλλη, την ανέμεναν· δεν ήξεραν όμως και δεν μπορούσαν να την προκαλέσουν».

Οι μπολσεβίκοι δεν αποτελούν παρά ένα μέρος του λιγότερο από ένα τοις εκατό του πληθυσμού της αυτοκρατορίας: τόσοι μόνο ανήκουν σε επαναστατικές οργανώσεις. Αν είναι όμως έτσι, αν δηλαδή η επανάσταση είναι υπόθεση της κινητοποίησης πολλών, κι όχι του ενός στους εκατό, τι βάση έχει η κριτική κάποιων αναρχικών περί «επανάστασης από τα πάνω»;

Γενάρη του 1918, η κυβέρνηση έχει ανατραπεί από έναν ανοργάνωτο πληθυσμό με επικεφαλής το λιγότερο κι από ένα τοις εκατό: ό,τι κρίνεται στη Συντακτική είναι αν η επανάσταση προχωρά ή πισωπατάει. Το τέχνασμα του αναρχικού Ζελεζνιάκοφ αποτρέπει το πισωπάτημα· ουσιαστικά δε και συμβολικά, είναι αυτό που κλείνει και μια τάφρο 45 χρόνων, που άνοιξε η διάσπαση της Α’ Διεθνούς.

***

Στη Ρωσία δεν είναι, προφανώς, μόνο ο Ζελεζνιάκοφ. Αναρχικοί και μπολσεβίκοι δρουν παράλληλα –«αδελφικά» λέει ο Σερζ– απ’ το Φλεβάρη ως τον Οκτώβρη του ‘17, και μέχρι τη νίκη της επανάστασης επί των Λευκοφρουρών. Αναρχικοί μπαίνουν στο κόμμα των μπολσεβίκων, όταν άλλοι αναρχικοί βάζουν βόμβες στα κομματικά τους γραφεία, όπως το 1919 οι «Μυστικοί» στη Μόσχα, στην οδό Λεόντιεφ. Αναρχικοί φτάνουν αλληλέγγυοι συνεχώς στη Ρωσία. Άλλοι έχουν απελαθεί, όπως συμβαίνει με τους «πιο επικίνδυνους αναρχικούς στις ΗΠΑ», τον Μπέρκμαν και την Έμμα Γκόλντμαν. Άλλοι είναι επισκέπτες. Ο Βικτόρ Κίμπαλσιτς, με το ψευδώνυμο Σερζ, φτάνει τον Γενάρη του ‘19. Γενάρη του ’22, από τη Στοκχόλμη (και απέναντι πια στους μπολσεβίκους…), οι Μπέρκμαν και Γκόλντμαν απευθύνουν απεγνωσμένη έκκληση: «Βιαστείτε: στη Ρωσία χύνεται το αίμα των συντρόφων μας». Αλλά στις 6 Δεκεμβρίου του 1927 είναι σειρά ενός ακόμα αναρχικού να βρεθεί δίπλα στους μπολσεβίκους: το όνομά του είναι Βάλτερ Μπένγιαμιν.

Ο αναρχικός Βικτόρ Σερζ

Με το να μη θέτουν το ζήτημα της εξουσίας, γράφει στις Αναμνήσεις ο Σερζ, και αγνοώντας επιπλέον την πολιτική οικονομία, οι αναρχικοί γίνονταν ένα ρομαντικό κίνημα που έβλεπε την παγκόσμια επανάσταση με συναισθηματικούς όρους. Αντίθετα, «για να δώσεις χειροπιαστή απάντηση στην πείνα», λέει ο ίδιος στο Έτος Ένα, «ήταν απαραίτητο να πάρεις τον πλήρη έλεγχο της παραγωγής». Το 1901 ο Σερζ έχει χάσει από την πείνα τον εννιάχρονο αδελφό του· όταν λοιπόν γράφει για το στρατηγικό ζήτημα που θέτει η πείνα στη Ρωσία, μέρες που το δελτίο του ψωμιού πέφτει στα 100 γραμμάρια ανά άτομο, δεν κάνει θεωρία. Ξέρει από πρώτο χέρι για ποιο πράγμα μιλά:

«Απεχθανόμουν την καθημερινή πείνα των φτωχών παιδιών. Μέσα στα μάτια τους πίστευα ότι αναγνώριζα τις εκφράσεις του Ραούλ: μου προξενούσε έκπληξη το ότι η θλίψη μπορούσε να περάσει και κατόπιν να εξακολουθήσει κανείς να ζει».

Ο Σερζ γράφει από τη σκοπιά των αναρχικών· διαφωνεί όμως συνεχώς με τους συντρόφους του, όπως ο αναρχικός Βολίν. Κι ενώ κρατά επαφές με κύκλους διανοουμένων πέρα από τον μπολσεβικισμό, όπως ο κύκλος του συγγραφέα της Πετρούπολης Αντρέι Μπιέλυ, η επανάσταση, λέει το 1920, είναι έργο κυρίως των μπολσεβίκων. Πολύ αργότερα, όταν γράφει πως, έξω από τη Ρωσία, ο μπολσεβικισμός «έχει αποτύχει εντελώς» (1947), τονίζει πως, στο μεταξύ, «το κόμμα των Λένιν και Τρότσκι έχει εκτελεστεί».

Τι κάνει όμως τόσο σπουδαίο το κόμμα των μπολσεβίκων στα μάτια ενός αναρχικού; Ο συγγραφέας της Υπόθεσης Τουλάγεφ απαριθμεί:

«α) η μαρξιστική πεποίθηση, β) το δόγμα της ηγεμονίας του προλεταριάτου μέσα στην επανάσταση, γ) ο αδιάλλακτος διεθνισμός και δ) η ενότητα της σκέψης και της πράξης».

Υπό το φως αυτών μπορεί, λέει

«να γεννηθεί ένας καινούριος αναρχισμός που, στους προσεχείς αγώνες, αντί να κάνει πιο περίπλοκες τις καταστάσεις και να οξύνει τους εσωτερικούς κλυδωνισμούς της επανάστασης, θα συμβάλει στην ανύψωση και τον εξευγενισμό του αυριανού κομμουνισμού».

Το πρώτο δίδαγμα του ’17, λοιπόν, είναι η δικτατορία του προλεταριάτου: «Όποιος λέει επανάσταση, λέει βία», γράφει· «και κάθε βία είναι δικτατορική». Δεν είναι γιορτή η επανάσταση: είναι –γράφει ο Σερζ–  μια καταιγίδα αμείλικτη, απέναντι σε δυο λογιών ηττημένους: τους υπερασπιστές του παλαιού καθεστώτος· αλλά και τους δικούς της αμφιταλαντευόμενους, συναισθηματικούς υποστηρικτές.

Όχι, επανάσταση δεν σημαίνει μόνο βία: ο Σερζ υπογραμμίζει τη σημασία των εργατικών συμβουλίων στην υπόθεση της καθοδήγησης της παραγωγής. Όμως, «χωρίς την τρομοκρατία, δεν υπάρχει επανάσταση»: αυτό έδειξε πρώτη στον κόσμο η Γαλλική. Υπάρχει, εξάλλου το ζήτημα του πολέμου, που αναγκάζει την επανάσταση να αμυνθεί: καθώς το επαναστατικό ξέσπασμα δύσκολα θα συμβεί ταυτόχρονα σε άλλες χώρες, οι ξένες επεμβάσεις, επισημαίνει ο Σερζ, δεν μπορούν να αποκλειστούν.

Περί εξουσιομανίας των μπολσεβίκων

Πώς αντιμετωπίζει κανείς όλες αυτές τις αντιξοότητες; Αυτό είναι το πέμπτο και τελευταίο «δίδαγμα» των μπολσεβίκων στους αναρχικούς: το αναντικατάστατο των ισχυρών επαναστατικών οργανώσεων. Ο πληθυντικός δεν επιλέγεται εν τη ρύμη του λόγου: ακόμα και όταν διαπιστώνει τα όρια του μπολσεβικισμού, στην αποτίμηση των τριάντα χρόνων από το 1917, ο Σερζ δεν αφήνει τα χλωρά να καούν με τα ξερά:

«Λέγεται ότι οι μπολσεβίκοι ήθελαν αμέσως το μονοπώλιο της εξουσίας. Άλλος θρύλος! Φοβούνταν την απομόνωση στην εξουσία […] Από τον Νοέμβριο του 1917 μέχρι τις 6 Ιουλίου του 1918, οι σοσιαλεπαναστάτες της αριστεράς συμμετείχαν στην κυβέρνηση. Αρνήθηκαν, όπως και τουλάχιστον το ένα τρίτο των γνωστών μπολσεβίκων, να αναγνωρίσουν τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, και στις 6 Ιουλιου 1918 [ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους] να ‘ξαναρχίσουν τον πόλεμο ενάντια στον γερμανικό ιμπεριαλισμό’»

Τα περί δήθεν εξουσιομανίας των μπολσεβίκων, που καταγγέλλουν πολλοί αναρχικοί, παραγνωρίζουν ότι

«όλα τα επαναστατικά ρωσικά κόμματα, από τα χρόνια 1870-1880 υπήρξαν στην πραγματικότητα απολυταρχικά […] όλα διαμόρφωναν ‘επαγγελματίες επαναστάτες’, δηλαδή ανθρώπους που δεν ζούσαν παρά για τον αγώνα […] Ας θυμηθούμε την αυταρχική ιδιοσυγκρασία του αναρχικού Μπακούνιν […] Οι ίδιοι οι αναρχικοί, στις περιοχές που βρίσκονταν στην κατοχή του Μαύρου Στρατού του Νέστορα Μάχνο, ασκούσαν μια αυθεντική δικτατορία που συνοδευόταν από κατασχέσεις, επιτάξεις, συλλήψεις και εκτελέσεις. Και ο Μάχνο ήταν ένας ‘μπάτκο’, πατερούλης, αρχηγός…».

Ο αφοπλισμός των αναρχικών, γράφει αλλού ο Σερζ, ήταν επιβεβλημένος σε μια περίοδο εμφυλίου και μάχης με ξένους στρατούς (1920). Κι αν «οι ναύτες [της Κροστάνδης] δεν επαναστατούν παρά μόνο διότι ο Καλίνιν αρνήθηκε βάναυσα να τους ακούσει», η κατοπινή κατάργηση της αντιπολίτευσης από τους μπολσεβίκους δεν εξηγείται με όρους ψυχολογικής ροπής στον αυταρχισμό:

«Οι μπολσεβίκοι δεν είχαν εμπιστοσύνη παρά μόνο στον εαυτό τους. [Ενόψει των προσδοκώμενων επαναστάσεων στην Ευρώπη] μια κυβέρνηση σοσιαλιστικού και δημοκρατικού συνασπισμού [στη Ρωσία] θα είχε αποδυναμώσει την Κομμουνιστική Διεθνή που είχε κληθεί να κατευθύνει τις προσεχείς επαναστάσεις».

***

Το ζήτημα δεν είναι μόνο τι γράφει ο Σερζ – αν δηλαδή, με βάση τα δικά μας, σημερινά ερωτήματα, αυτά που μας γράφει από τότε είναι εκείνα που θέλουμε να ακούσουμε εμείς σήμερα. Το θέμα είναι, επίσης, ποιος γράφει. Όχι λοιπόν απλά ένας αναρχικός που διαφωνεί με τους αναρχικούς. Αλλά και ένας έγκλειστος στο ρωσικό στρατόπεδο, στα χρόνια μεταξύ 1933 και 1936, που εξακολουθεί να υπερασπίζεται την επανάσταση: εξακολουθεί, ενώ άλλοι κάνουν αργότερα καριέρα «αντιολοκληρωτικού» στη Δύση. Κι εξακολουθεί, μολονότι, ακόμα και στην εξορία όπου βρίσκεται, υποφέρει τη σταλινική παράνοια: δαιμονοποιημένος από τον κομμουνιστικό τύπο, ύποπτος κατά καιρούς ακόμα και για τους συντρόφους του, στο πλευρό της άρρωστης γυναίκας του, και προσπαθώντας να αποκρούσει τις εξωφρενικές κατηγορίες των Δικών της Μόσχας. Γράφοντας και μεταφράζοντας ασταμάτητα· περνώντας μηνύματα κάτω από τις γραμμές των μυθιστορημάτων του· και πάντα, μα πάντα, χωρίς χρήματα. Έχει λοιπόν αξία τίνος είναι η απίστευτη ευθυκρισία, παράδειγμα της οποίας είναι η στάση στο ζήτημα του ολοκληρωτισμού:

Το 1934, ο αναρχικός Βολίν γράφει για τον «κόκκινο φασισμό» στην ΕΣΣΔ. Εξηγεί την επικράτησή του ως αποτέλεσμα της κρίσης του ιδιωτικού καπιταλισμού. Κυρίως, όμως, την εξηγεί με βάση τον «ψυχολογικό/ιδεολογικό» παράγοντα: τον «πιο πολύπλοκο και λιγότερο καταληπτό». Πρόκειται, γράφει ο Βολίν, για την ιδέα ότι, «προκειμένου να νικήσουν στον αγώνα τους και να επιτύχουν τη χειραφέτησή τους, οι μάζες των εργαζομένων πρέπει να οδηγηθούν και να κατευθυνθούν από μια ‘ελίτ’ [που βρίσκεται] ένα σκαλοπάτι πάνω από αυτές». Ο Σερζ μιλά κι αυτός για ολοκληρωτισμό όταν μιλά για την ΕΣΣΔ· αλλά το θέμα δεν είναι, όπως για τον Βολίν (και για τους φιλελεύθερους) η «ιδέα»: «Το ολοκληρωτικό κράτος», λέει το 1947, «χειριζόταν τους μεν ενάντια στους δε [καθώς] πολύ αποτελεσματικά είχε ήδη χειριστεί τις ψυχές». Όμως ούτε οι ιδέες γενικώς, ούτε η προσωπικότητα του Στάλιν ειδικότερα, είναι δυνατό να εξηγήσουν τη ρίζα του προβλήματος. Κι εδώ ο αναρχικός σκέφτεται, ευτυχώς, μαρξιστικά:

«Η προσωπική περίπτωση του Στάλιν […] αποτελεί απολύτως δευτερεύον θέμα στην κλίμακα του κοινωνιολογικού προβληματισμού. Το ότι ο αυταρχισμός, η αδιαλλαξία και ορισμένα σφάλματα του μπολσεβικισμού προμήθευσαν στον σταλινισμό ένα ευνοϊκό πεδίο, ποιος είναι αυτός που θα το αμφισβητήσει; […] Θα πρέπει όμως και οι ιστορικές συνθήκες να διευκολύνουν την εκκόλαψη […] Ο Στάλιν συνέχισε τον Λένιν όσο ο πατροκτόνος συνεχίζει βιολογικά τον πατέρα του».

Οι ιστορικές συνθήκες και οι κοινωνικές σχέσεις πάνω από την ψυχολογία και τα πρόσωπα, λοιπόν: το γεγονός, δηλαδή, πως, σε αντίθεση με τον καπιταλισμό, ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τους θεσμούς της παλιάς εξουσίας για να επιβιώσει – πως πρέπει να ξεκινήσει από το μηδέν. Οι ιστορικές συνθήκες πρώτα: η λευκή τρομοκρατία από τον Νοέμβρη του 1917 και η φινλανδική των πρώτων μηνών του 1918· η εξάντληση του «λιγότερου από 1% των επαναστατών» στη Ρωσία· η ήττα των εργατικών τάξεων, από τη Γερμανία μέχρι την Ισπανία.

Όχι, όλα αυτά δεν γίνονται ερήμην του κόμματος και της ηγεσίας του. Όταν ο Μπένγιαμιν φτάνει στη Μόσχα, είναι η στιγμή που, για τον Σερζ, «με μια πραξικοπηματική ενέργεια μέσα στο κόμμα, το επαναστατικό κράτος-κόμμα έγινε ένα κράτος-αστυνομικό-γραφειοκρατικό».

Ο αναρχικός Βάλτερ Μπένγιαμιν

Πώς φτάνει στη Ρωσία ο Μπένγιαμιν; Ο φίλος του, Γκέρσομ Σόλεμ, λέει  πως τον φέρνει ο έρωτας για μια μπολσεβίκα ηθοποιό και θεατρική σκηνοθέτρια: όταν γράφει τον Μονόδρομο, ο Μπένγιαμιν δίνει σε αυτόν τον μοναδικό δρόμο το όνομά της: Άσια Λάτσις.

Αυτή, ωστόσο, είναι μία πλευρά. Ο Μπένγιαμιν δηλώνει από χρόνια ρητά αναρχικός: στην αρχή αυτοπροσδιορίζεται μηδενιστής, εξαίρει το πνεύμα του Τολστόι και τη χριστιανική βοήθεια στους φτωχούς, εμπνέεται από τον αναρχοσυνδικαλισμό του Σορέλ και, στην Κριτική της βίας, τονίζει τη σημασία της στην εδραίωση της νέας κοινωνίας. Το 1924 διαβάζει ενθουσιασμένος το Ιστορία και ταξική συνείδηση του Λούκατς και, χωρίς να αποκηρύξει τις προηγούμενες ιδέες του, λίγο μετά ενημερώνει τον Σόλεμ πως σκέφτεται να μπει στο γερμανικό ΚΚ. Το ταξίδι στη Μόσχα, λοιπόν, είναι ο τρόπος να σκεφτεί (και) τον πολιτικό δεσμό, βλέποντας με τα δικά του μάτια τι γίνεται στη Ρωσία.

Ό,τι γράφει στο ημερολόγιο εκείνων των δύο μηνών, λέει ο Σόλεμ, είναι ίσως τα μόνα κείμενά του που δεν λογοκρίνει η τάση του στρατευμένου να αυτολογοκρίνεται. Οι σχέσεις με την Άσια, που καταγράφονται στο Μοσχοβίτικο ημερολόγιο, δοκιμάζονται μέρα με τη μέρα: τη μια χωρίζουν, κι αυτή είναι πεισμένη πως δεν θα τον ξαναδεί ποτέ ή για καιρό· την άλλη ανακαλύπτει ότι της είναι αδύνατο να ζει χωρίς εκείνον. Στις τελευταίες σελίδες του Ημερολογίου, ο Μπένγιαμιν περιγράφει στιγμή τη στιγμή έναν σπαρακτικό αποχαιρετισμό. Όμως ο Μπένγιαμιν δεν είναι στη Ρωσία μόνο για την Άσια. Σ’ ό,τι αφορά λοιπόν τον δεύτερο στόχο του ταξιδιού, ο ίδιος μάλλον απογοητεύεται· πιθανότατα τότε αποφασίζει και να μην μπει, τελικά, στο γερμανικό κομμουνιστικό κόμμα.

Οι σημειώσεις και τα γράμματα εκείνων των ημερών μαρτυρούν ότι αμφιταλαντεύεται, μη ξέροντας τι «συνολικό» να γράψει για την εμπειρία του. Προφανώς, λέει, η επιστροφή ενός Ευρωπαίου από τη Μόσχα του αλλάζει τη ματιά. Όμως «η Ρωσία μπορεί να γίνει μια σοσιαλιστική κοινότητα –μπορεί να γίνει και το εντελώς αντίθετο». Κι αυτή τη δεύτερη τάση αποτυπώνει το γράμμα του σοβιετικού Επιτρόπου Παιδείας Ανατόλι Λουνατσάρσκι, που διαβάζουμε σαν παράρτημα στο Ημερολόγιο. Το λήμμα που γράφει ο Μπένγιαμιν για τον Γκαίτε, λέει ο Λουνατσάρσκι στη Συντακτική Επιτροπή, είναι ακατάλληλο για εγκυκλοπαίδεια – και, κυρίως, για μαρξιστική εγκυκλοπαίδεια. Το λήμμα δεν πρέπει να τυπωθεί. Πώς τολμά να γράφει στη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια πως «οι Γερμανοί επαναστάτες δεν ήταν Διαφωτιστές και ότι οι Γερμανοί Διαφωτιστές δεν ήταν επαναστάτες»;

Απογοήτευση, ναι· όχι όμως και εγκατάλειψη. Η συμπάθεια του Μπένγιαμιν προς τον κομμουνισμό δεν θα πάψει· με τους όρους της εποχής, ο ίδιος μετατοπίζεται σε θέσεις πιο κοντά στον τροτσκισμό, όπως βεβαιώνει ο Σόλεμ. Αυτό λοιπόν το «παρά ταύτα» –η επίγνωση της διάψευσης, που ωστόσο δεν γίνεται κυνισμός– είναι ένα από τα πολλά σημεία «συνάντησης» του Μπένγιαμιν με τον Σερζ, χάρη στα οποία διαβάζονται και οι δύο σήμερα σαν σύγχρονοί μας.

«Το προφανές λάθος μας», γράφει ο Σερζ, «ήταν ότι δεν ήμασταν ούτε ύπουλοι ούτε σκεπτικιστές. Τα λάθη μας ήταν έντιμα […] Νιώθω ταπεινωμένος μόνο για τους ανθρώπους που απελπίζονται επειδή χάσαμε. Τι είναι όμως πιο φυσικό και αναπόφευκτο από το να χάνεις – να αποτυγχάνεις εκατό, χίλιες φορές, προτού πετύχεις; Πόσες φορές πέφτει ένα παιδί πριν μάθει να περπατάει; Το βασικό είναι να έχεις γερά νεύρα: όλα εξαρτώνται από αυτό. Και διορατικότητα. Το ανθρώπινο πεπρωμένο θα λάμψει.

Θυμάσαι, διαβάζοντας, ότι μαζί πέφτουμε[1] – μόνο μαζί, λοιπόν, μπορούμε ίσως να σηκωθούμε.

________________________

Αναφορές

Victor Serge, «Les anarchistes et l’expérience de la révolution russe» (Juillet-Août 1920), Marxists.org [https://www.marxists.org/francais/serge/works/1920/08/exprevrusse.htm].

Victor Serge, «Voline» (Οctobre 1945), Marxists.org [https://www.marxists.org/archive/serge/1945/10/voline.htm].

Walter Benjamin, Moscow Diary (preface by Gerschom Scholem, translated by Richard Sieburth, edited by Gary Smith), Published by the MIT Press, Winter 1985.

Μichael Löwy, «Ο αναρχικός μαρξισμός του Βάλτερ Μπένγιαμιν», Πανοπτικόν 21, Σεπτέμβριος 2016.

Susan Weissman, Victor Serge. A political biography, Verso 2001.

Αλεξάντερ Μπέρκμαν-Έμμα Γκόλντμαν, «Οι μπολσεβίκοι πυροβολούν αναρχικούς», Στοκχόλμη, 7.1.1922 [https://athens.indymedia.org/post/1352097/]

Βικτόρ Σερζ, Αναμνήσεις ενός επαναστάτη (μτφρ.: Ρεβέκκα Πέσσαχ), Ακυβέρνητες Πολιτείες 2017.

Βικτόρ Σερζ, Έτος Ένα της Ρωσικής Επανάστασης (μτφρ.: Παρασκευάς Ψάνης), Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2017· Βικτόρ Σερζ, Έτος Ένα της Ρωσικής Επανάστασης (μτφρ.: Φοίβος Αρβανίτης), Red Marks 2017.

Βολίν, «Κόκκινος φασισμός», στο: Συλλογικό, Αναρχικοί και μπολσεβίκοι στη Ρωσική Επανάσταση, Αλεξάνδρεια 2017.

 


[1] Αξίζει να δει κανείς σχετικά την πρόσφατη έρευνα του Γιάννη Μαυρή «Κόκκινο και Μαύρο. Η ιδεολογική απήχηση του Κομμουνισμού και του Αναρχισμού σήμερα στην Ελλάδα», 12.10.2017, mavris.gr. Αυτό είναι και ένα από τα θέματα της συζήτησης που οργανώνει μαζί του το καφέ-μπαρ manifesto, τη Δευτέρα 20 Νοεμβρίου, στις 7:00 μ.μ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σουηδία: Σχεδόν 2.000 γυναίκες μουσικοί καταγγέλλουν τα περιστατικά σεξουαλικών κακοποιήσεων που βίωσαν

«Όταν ο Μαρξ συνάντησε τον Έγκελς» και «Οι γάτες της Κωνσταντινούπολης» στο σινε «Φαργκάνη Art»