in

Ή εμείς ή αυτοί; Του Χρήστου Λάσκου

Ή εμείς ή αυτοί; Του Χρήστου Λάσκου

Στα «Νέα» του περασμένου Σαββάτου, ο γνωστός και μη εξαιρετέος Παύλος Τσίμας υποστηρίζει την άποψη  πως η ήδη εκτυλισσόμενη εκλογική στρατηγική των κυβερνητικών κομμάτων, στη βάση του «τέλους του Μνημονίου», είναι αποτυχημένη στο μέτρο που περιέχει ένα χοντρό «κατασκευαστικό» λάθος. Με τα λόγια του, «[ε]ίναι λάθος στρατηγική, γιατί ερμηνεύει λάθος τη δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ, τις αιτίες, τις πηγές και τα όριά της. Νομίζουν ότι η πηγή της όποιας εκλογικής δυναμικής του ΣΥΡΙΖΑ είναι το Μνημόνιο, η τρόικα, ο θυμός, η “αντιμνημονιακή αγανάκτηση”. Αλλά, στην πραγματικότητα, ο άνεμος  που φουσκώνει τα πανιά του είναι η απόρριψη του παλιού πολιτικού συστήματος […] Το πιο πετυχημένο σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν κάποιο από τα αντιμνημονιακά του εμβατήρια, αλλά εκείνο το προεκλογικό “ή εμείς ή αυτοί”, που έδειχνε με το δάχτυλο τους εχθρούς […]».

Η παραπάνω ανάλυση, νομίζω, πιάνει κάτι πολύ ουσιώδες. Το γεγονός, δηλαδή, πως η δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ στηρίχθηκε κατεξοχήν στο άλλο που κόμισε, στην πεποίθηση πως είναι όχι μόνο εκτός συστήματος, αλλά και ριζικά αντισυστημικός.

Και, κυρίως, στις διαχωριστικές που έθεσε: γιατί το «εμείς» της διάζευξης ήταν «εμείς, οι απλοί άνθρωποι», «εμείς, οι εκμεταλλευόμενοι», «εμείς, που σημαίνει εσείς» και το «αυτοί» σήμαινε τους εκμεταλλευτές και τους πολιτικούς τους τζουτζέδες, όλους όσους, χθες μόλις, συνέδραμαν πολύ ιδιοτελώς τον «εκσυγχρονισμό», την «επανίδρυση» και την «σωτηρία». 

Αυτό που κατανοεί, όπως κι αν το χειρίζεται, λοιπόν, ο Τσίμας είναι πως αυτό που έκανε το ΣΥΡΙΖΑ αληθοφανή εναλλακτική είναι το ό,τι, σε μια στιγμή πρωτοφανούς ιστορικά όξυνσης της ταξικής επίθεσης στις κατώτερες τάξεις και στους απλούς ανθρώπους έθεσε τις σωστές διαχωριστικές γραμμές.

Που πάει να πει πως ήταν η ταξική πάλη και οι ανάγκες των εκμεταλλευόμενων που «επέλεξαν» τη ριζοσπαστική Αριστερά, για να ηγηθεί στην κοινωνική άμυνα και στην προσπάθεια για αντεπίθεση απέναντι στα αφεντικά.

Αυτό συνεχίζει να είναι το κύριο και αυτό θα κρίνει την μελλοντική έκβαση της σύγκρουσης. Οι καθαρές διαχωριστικές απέναντι σε κοινωνικές ομάδες, πολιτικούς οργανισμούς, πρόσωπα και πρακτικές, που σημαίνει βίους και πολιτείες, συνιστούν την απόλυτη προϋπόθεση όχι μόνο για την επιτυχία της κυβέρνησης της Αριστεράς, αλλά, ήδη πριν, τη δυνατότητα να υπάρξει μια τέτοια κυβέρνηση.

***

Γι’ αυτό, νομίζω, η προτροπή «να μην είμαστε σκαντζόχοιροι», μπορεί να αποδειχτεί εντελώς παραπειστική.

Πρώτον, γιατί, ως γνωστόν, ο σκαντζόχοιρος είναι πλάσμα καλοκάγαθο, οπλισμένο από την εξέλιξη με αγκάθια, ώστε να αμύνεται από βάσιμες απειλές. Δεν είναι παρανοϊκό νευρόσπαστο, που νιώθει όλα να το απειλούν.

Και έτσι, δεύτερον, είναι προσβλητικό στο μέτρο που απευθύνεται σε αριστερούς, που η πρώτη τους έγνοια είναι πώς θα τα καταφέρουν στη μαζική δουλειά, με πολλούς ανθρώπους, που καθόλου δεν χρειάζεται να είναι ίδιοι μ’ αυτούς. Το αντίθετο: η κατανόηση από τα ενεργά μέλη του ΣΥΡΙΖΑ της οξύτητας και της έντασης της σύγκρουσης που έχουμε μπροστά μας, τους πείθει με το σαφέστερο τρόπο για την ανάγκη πολύ μεγάλοι αριθμοί ανθρώπων να συμμετάσχουν στην τεράστια προσπάθεια.

Από αυτήν την άποψη, μάλιστα, είναι ασυγχώρητο να υπονοείται πως οι άνθρωποι «δεν έρχονται» γιατί, κυρίως, κάτι κάνει λάθος ο κόσμος της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί, όπως είναι γνωστό, οι άνθρωποι «δεν έρχονται» στο μέτρο που, στη «μεταδημοκρατική» και αντιπολιτική μας εποχή, δυσπιστούν, έως μισούν, τα κόμματα γενικώς. Έτσι, στην προσέλευσή τους  παίζει πολύ μεγαλύτερο ρόλο η κεντρική εικόνα και ρητορική.

Οι άνθρωποι, μεταξύ άλλων, δεν έρχονται γιατί φοβούνται πως θα ξαναβρούν μπροστά τους αυτούς που έχουν ήδη μετά βδελυγμίας και δικαίως απορρίψει. Και εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να δείξει τη μέγιστη προσοχή. Η υπόνοια για κάτι τέτοιο μπορεί να αποδειχτεί καταστροφική και να σημάνει όχι μόνο ανάσχεση της δυναμικής του, αλλά και την προϊούσα συρρίκνωση.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος συρρίκνωσης προέρχεται από την πιθανότητα να χάσει την επαφή του με τους νέους, τους φτωχούς και τα λαϊκά στρώματα χάνοντας με εσφαλμένες εκλογικίστικες κινήσεις την αξιοπιστία του και το πρόσωπό του. Αυτό που διαμορφώθηκε ακριβώς στη βάση του συνθήματος «ή εμείς ή αυτοί».

Γιατί, ως γνωστόν (;), ο εκλογικισμός είναι ο καλύτερος τρόπος για να χαθούν οι εκλογές.

Οι οποίες, άλλωστε, ποτέ δεν κερδίζονται κατά την περίοδο που διενεργούνται, αλλά πριν και σε άλλα πεδία.

Ο ΔΟΛ το ξέρει πολύ καλά. Γι’ αυτό και συνεπικουρεί υποτιθέμενες –ή και πραγματικές- προσπάθειες «ομαλοποίησης» του έξαλλου κόμματός μας, στις οποίες, κατεξοχήν, θα συμβάλλουν οι σωστές «διευρύνσεις».  

Το πραγματικό ζήτημα είναι πως, μεταξύ άλλων, εδώ και κάποιο διάστημα, έχουμε και τρεις πραγματικά επικίνδυνες κατηγορίες προσερχομένων. Πρώην και νυν παράγοντες βουτηγμένοι στον πελατειασμό και στη διαπλοκή, συνδικαλιστικά απολιθώματα οριστικά προγραμμένα στη συνείδηση του κόσμου και τοπικά «στελέχη» με προσωπικά δίκτυα και περίεργες άκρες προσεγγίζουν, δημιουργώντας αίσθημα αποφοράς στη μεγάλη πλειοψηφία των έντιμων ανθρώπων –και όχι μόνο σε ριζοσπάστες σκαντζόχοιρους. 

Οι οποίοι, εξάλλου, για να χρησιμοποιήσω τοπικό ιδίωμα, δεν είναι ντουρντουβάκια. Που σημαίνει πως κατανοούν εύκολα τη διαφορά της «ριζοσπαστικοποίησης» από την προπετή ιδιοτέλεια.

Το βασικό, ωστόσο, είναι πως ακόμη λιγότερο ντουρντουβάκια είναι ο κόσμος, που προσβλέπει στο ΣΥΡΙΖΑ, για να αλλάξει μαζί του τη ζωή. Και ο πολύς αυτός κόσμος μπορεί να μην ξέρει διάφορα, ξέρει, όμως, καλά πρόσωπα και πράγματα.

Αυτό που διακυβεύεται εδώ είναι πολύ μεγάλης σημασίας. Οποιαδήποτε φθορά της ηθικοπολιτικής αξιοπιστίας της ριζοσπαστικής Αριστεράς θα αποβεί μοιραία.

Κινούμαστε προς μια μεγάλη πολιτική και κοινωνική σύγκρουση.

Ο προσδιορισμός των διαχωριστικών του «ή εμείς ή αυτοί» είναι πρώτιστο θέμα.

Ο Τσίμας έχει δίκιο. Εδώ παίζονται όλα. Αν το κάνουμε καλά είναι τόσο πολύ και τόσο καλό το δυνητικό «εμείς», που κάθε προσδοκία είναι βάσιμη. Αντίθετα, μικρά σφάλματα σε αυτό μπορεί να αποδειχτούν καταδικαστικά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Οι νέες ταινίες της εβδομάδας

“Συνέβη και του χρόνου” από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος