Του Βίνσεντ Ναβάρο
Υπάρχει μια αντίληψη αρκετά διαδεδομένη στην Ισπανία, σύμφωνα με την οποία η «τράπεζα είμαστε όλοι». Τα λεφτά της τράπεζας είναι τα λεφτά όλων. Τα χρήματα αυτά είναι οι καταθέσεις της πλειοψηφίας των πολιτών που έχουν την περιουσία τους φυλαγμένη στην τράπεζα. Με άλλα λόγια, υποτίθεται ότι τα χρήματα που υπάρχουν ή που χρησιμοποιούνται από αυτήν είναι οι καταθέσεις καθενός από τους πολίτες, άθροισμα των οικονομιών τους, των μισθών τους ή των συντάξεων τους και είναι δημόσια ή ιδιωτικά.
Αυτή η αντίληψη προάγεται από τις ίδιες τις τράπεζες που θέλουν να μεταφέρουν το μήνυμα ότι επιτελούν μια κοινωνική λειτουργία, δηλαδή αυτή της φύλαξης των χρημάτων του συνόλου των πολιτών, υπερασπιζόμενες τα συμφέροντα των πολιτών, προσφέροντας πίστωση στους ανθρώπους και στις επιχειρήσεις όταν τη χρειάζονται. Η ύπαρξη ενός τέτοιου πιστωτικού συστήματος επιβεβαιώνει τον κοινωνικό του ρόλο και δικαιολογεί τη λειτουργία του. Από αυτή την αντίληψη προκύπτει το μήνυμα ότι οι τράπεζες, και ειδικότερα η τράπεζα της Ισπανίας, προσφέρουν τα αναγκαία μέσα και προστατεύουν τον πληθυσμό: παρεμβαίνοντας και τιμωρώντας την τράπεζα είναι σα να τιμωρούμε τους εαυτούς μας.
Αυτή η αντίληψη, ωστόσο, είναι βαθύτατα ειρωνική. Στην πραγματικότητα, η πλειοψηφία των πολιτών δεν έχουν πολλά χρήματα στην τράπεζα, ούτε άμεσα, ούτε έμμεσα (όπως για παράδειγμα με τις συντάξεις). Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να μπορούσαμε να διασταυρώσουμε τα πεπραγμένα με τα στοιχεία, αλλά αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε στην Ισπανία, όπου επικρατεί αδιαφάνεια σχετικά με τα στατιστικά στοιχεία, αναφορικά με θέματα κατανομής ιδιοκτησίας ή εισοδήματος. Επίσης, αυτά που δηλώνονται δεν είναι πιστευτά. Ενημερώνουμε τον αναγνώστη ότι, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ (που εκδίδει τα επίσημα στοιχεία και του ισπανικού κράτους), το επίπεδο του κατά κεφαλήν υψηλού εισοδήματος στην Ισπανία φτάνει τα 32.000 ευρώ. Κάθε άνθρωπος που έχει περάσει μια βόλτα από τις προνομιούχες περιοχές των μεγάλων πόλεων έχει δει ότι οι πολύ πλούσιοι έχουν πολλά περισσότερα έσοδα από αυτά που δηλώνουν ετησίως ως εισόδημά τους. Αυτή η αδιαφάνεια έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος του οικονομικού συστήματος, γεγονός που πανηγυρικά απέδειξε η κατάρρευση της Bankia.
Ωστόσο, στις ΗΠΑ, τα στοιχεία που δημοσιεύονται είναι πιο αξιόπιστα. Και είναι περισσότερο από πιθανό ότι η κατανομή του εισοδήματος και της ιδιοκτησίας στην Ισπανία να είναι παρόμοια με την υπόλοιπη Ευρώπη (η Ισπανία είναι μία από τις πιο αδύναμες χώρες του ΟΟΣΑ, της ένωσης των πιο πλούσιων χωρών του κόσμου). Η μεγάλη, λοιπόν, πλειοψηφία των πολιτών στις ΗΠΑ έχουν επίσης πολύ μικρή περιουσία. Ο πλούτος είναι συγκεντρωμένος στα χέρια λίγων. Το 1/10 των πλουσίων στο σύνολο του πληθυσμού στις ΗΠΑ κατέχει το 90% όλων των οικονομικών αγαθών. Στην πραγματικότητα, οι υπερβολικά πλούσιοι, το 1% του πληθυσμού, κατέχουν το 38% αυτών των οικονομικών αγαθών. Στην πλειοψηφία τους οι πολίτες μπορούν να κατέχουν μόνο το σπίτι όπου μένουν, αν και το ότι το κατέχουν είναι μάλλον τρόπος του λέγειν: Η τράπεζα κατέχει το σπίτι, και σ΄ αυτήν πληρώνει την υποθήκη αυτός που κατοικεί σ αυτό.
Όταν μιλάμε για τις τράπεζες, περισσότερο αναφερόμαστε στα χρήματα μίας μειοψηφίας: των πλούσιων και των υπερβολικά πλούσιων. Κατά συνέπεια, θα ήταν λογικό να έχουμε υπόψη ότι, όταν αναφερόμαστε στις τράπεζες, δεν αναφερόμαστε στο σύνολο του πληθυσμού, αλλά ότι μιλάμε για τους πιο εύρωστους οικονομικά τομείς και για τους διαχειριστές των χρημάτων τους (τους τραπεζίτες). Kατά συνέπεια ενδείκνυται –και το προτείνει κάποιος που ήταν Υπουργός Εργασίας κατά τη διάρκεια της προεδρίας Κλίντον, και σήμερα είναι καθηγητής Δημόσιας Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια– να μετακυλίεται το βάρος στους τραπεζίτες, στους επιχειρηματίες και σε εκείνους που κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος των καταθέσεων. Κι αυτό, κάνοντας τους ανθρώπους αυτούς να πληρώσουν ένα 2% επί των οικονομικών τους αγαθών, δικαιολογώντας αυτό το μέτρο ως αντιστάθμισμα για τα τεράστια προνόμια που η τράπεζα τους έχει εξασφαλίσει όλα αυτά τα χρόνια της ευημερίας τους. Τα προνόμια αυτά έχουν προκύψει ως αποτέλεσμα της κερδοσκοπίας, συμπεριλαμβανομένης της κερδοσκοπίας των τραπεζών. Αυτή η πολιτική των ΗΠΑ συγκέντρωσε 70.000 δολάρια περισσότερα ετησίως για το κράτος (κάνοντας αυτούς που κατείχαν περισσότερα από 7,2 εκατομμύρια οικονομικά αγαθά να πληρώσουν το 2% επί του συνόλου των όσων κατείχαν).
Δε θα ήταν παράλογο να εφαρμοστεί αυτή η πολιτική εδώ στην Ισπανία, όπου η συγκέντρωση του πλούτου και της ιδιοκτησίας έχει παρόμοια χαρακτηριστικά. Σήμερα, η δημόσια στήριξη του ισπανικού τραπεζικού τομέα έχει αγγίξει το επίπεδο του 10% του ΑΕΠ. Εάν σε αυτό προσθέσουν τα 100.000 της διάσωσης της τράπεζας, αποδεικνύεται ότι έχει διπλασιαστεί το ποσοστό, αγγίζοντας πια το 20% του ΑΕΠ, χωρίς αυτό να έχει διευκολύνει (ή να φαίνεται να διευκολύνει μελλοντικά) την καλή πορεία του πιστωτικού συστήματος. Οπωσδήποτε, είναι πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς γίνεται, αυτά τα 100.000 εκατομμύρια τα οποία επενδύθηκαν ειδικά για την ανασυγκρότηση του οικονομικού συστήματος, να πετύχουν αυτό που δεν κατάφεραν να πετύχουν τα περίπου 500.000 εκατομμύρια ευρώ που πήραν οι ισπανικές και οι ιταλικές τράπεζες από τον περασμένο Δεκέμβριο. Αυτή η διάσωση δεν θα λύσει το πρόβλημα της ισπανικής τράπεζας, καθώς δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα κλειδί που δημιούργησε την κρίση: τη φούσκα με τα ακίνητα.
Σήμερα υπάρχουν περισσότερα από τρία εκατομμύρια άδεια διαμερίσματα (3.417.064 κατοικίες σύμφωνα με το υπουργείο Εσωτερικών). Κατά τη διάρκεια της έκρηξης της ανοικοδόμησης, κατασκευάζονταν 800.000 κατοικίες το χρόνο, περισσότερες απ΄ όσες κατασκευάζονταν στη Γερμανία, στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία μαζί. Οι τιμές αυξηθήκαν κατά 155% κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας, τεχνητή ανάπτυξη η οποία δεν αντιστοιχιζόταν με την ανάπτυξη του επιπέδου ζωής της χώρας, και η οποία προέκυψε ως αποτέλεσμα των κερδοσκοπικών πρακτικών της τράπεζας. Όταν η φούσκα έσκασε (εξαιτίας της αναστάτωσης που προέκυψε στις μεταφορές χρήματος από τη γερμανική τράπεζα, που ήταν μολυσμένη από τα «τοξικά προϊόντα» της αμερικάνικης τράπεζας), η ισπανική τράπεζα έμεινε με τα δικά της «τοξικά» προϊόντα, τις υποθήκες, οι οποίες δε μπορούσαν να αποπληρωθούν, ή μέχρι και σήμερα δεν έχουν αποπληρωθεί. Τέτοια περιουσιακά στοιχεία αντιπροσωπεύουν 150.000 ευρώ (ισοδύναμα με το 15% του ΑΕΠ).
Εκεί είναι το πρόβλημα, η επίλυση του οποίου προϋποθέτει μια δημόσια παρέμβαση, την οποία το ισπανικό κράτος αδυνατεί να αναλάβει, εξαιτίας της τεράστιας δύναμης της τράπεζας. Αυτό που πρέπει να κάνει είναι να γεμίσει αυτά τα άδεια σπίτια με οικογένειες που πληρώνουν ενοίκια ή υποθήκες ασύλληπτες και να τιμωρήσει τις τράπεζες που αντιστέκονται σε τέτοια μέσα: στη Δανία επιβάλλεται πρόστιμο για τις κατοικίες που μένουν άδειες περισσότερο από 6 εβδομάδες. Πολλές τράπεζες θα έπρεπε να είχαν εθνικοποιηθεί, με κατάργηση του ιδιωτικού χρέους σε μια σειρά περιπτώσεων. Αντί γι΄ αυτό, το ισπανικό κράτος βοηθά τις τράπεζες σε βάρος των συμφερόντων του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού. Και αυτό είναι κάτι για το οποίο δε μιλά κανείς. Τις ρίζες της οικονομικής κρίσης – η υπερβολική δύναμη των πλουσίων και των πολύ πλουσίων στην Ισπανία, καθώς και των τραπεζών τους – δεν τις έχει αγγίξει ακόμη τίποτα. Και ακόμη σ΄ αυτό το σημείο παραμένουμε.
Ο Βίνσεντ Ναβάρο είναι καθηγητής Δημόσιας Πολιτικής στο Πανεπιστημιο Pompeu Fabra και το Johns Hopkins University
Πηγή: Publico/Rednotebook
Μετάφραση: Αλίκη Κοσυφολόγου