in

Για να διαβάσεις τον Μαρξ, δεν χρειάζεται να είσαι μαρξιστής. Του Σέρτζιο Μπολόνια

Για να διαβάσεις τον Μαρξ, δεν χρειάζεται να είσαι μαρξιστής. Του Σέρτζιο Μπολόνια

Oταν ο Μαρξ άρ­χι­σε τη συ­νερ­γα­σία του με τη “New York Daily Tribune”, εί­χε κα­τα­πια­στεί με την πρώ­τη γρα­φή ε­κεί­νου του πυ­ρή­να ι­δεών που θα α­να­πτύ­ξει στα τρία βι­βλία του «Κε­φα­λαίου». Εί­ναι έ­να πυ­ρα­κτω­μέ­νο μάγ­μα, που α­πο­κτά μορ­φή σι­γά-σι­γά, τρο­φο­δο­τη­μέ­νο α­πό γνώ­σεις και α­πό σκέ­ψεις που έ­χουν κα­τα­στα­λά­ξει στα προ­η­γού­με­να χρό­νια, α­πό την κα­θη­με­ρι­νή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της κα­πι­τα­λι­στι­κής και­νο­το­μίας. Δεν ξέ­ρου­με πώς να ο­ρί­σου­με αυ­τή τη σύ­μπτω­ση. Εί­ναι τυ­χαίο ή στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν πρό­κει­ται για σύ­μπτω­ση αλ­λά για γέ­νε­ση; Ο Μαρξ κα­τα­σκεύα­σε δι­κά του σχή­μα­τα α­νά­γνω­σης, αλ­λά η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ξε­περ­νού­σε τη φα­ντα­σία του και τον βο­η­θού­σε να τε­λειο­ποιή­σει τα σχή­μα­τά του, να τα κα­τα­στή­σει πιο ε­κλε­πτυ­σμέ­να, πιο ται­ρια­στά. Μου φά­νη­κε χρή­σι­μο, ό­ταν έ­γρα­ψα αυ­τό το δο­κί­μιο που ε­πα­νε­ξέ­δω­σα ε­δώ, να κα­τα­νοή­σω κα­λύ­τε­ρα τι συ­νέ­βαι­νε κεί­νη τη στιγ­μή στον κό­σμο, στα μέ­σα του 19ου αιώ­να, α­ντί να σκά­ψω μέ­σα στα βά­θη της ε­ξέ­λι­ξης της σκέ­ψης του Μαρξ. Εί­χε αρ­χί­σει η δεύ­τε­ρη βιο­μη­χα­νι­κή ε­πα­νά­στα­ση, δεν ή­ταν έ­να α­σή­μα­ντο γε­γο­νός, γι­νό­ταν το α­πο­φα­σι­στι­κό βή­μα προς τη δη­μιουρ­γία της πα­γκό­σμιας α­γο­ράς. Η δρά­ση λάμ­βα­νε χώ­ρα σε δύο ε­πί­πε­δα: στο άυ­λο ε­πί­πε­δο, με το νό­μι­σμα, με την οι­κο­νο­μία, και στο φυ­σι­κό ε­πί­πε­δο, με τις υ­πο­δο­μές, με τα μέ­σα με­τα­φο­ράς.

Η ε­πα­λή­θευ­ση του μαρ­ξι­κού ερ­μη­νευ­τι­κού σχή­μα­τος

Η μορ­φή «α­νώ­νυ­μη ε­ται­ρία», οι ε­πι­χει­ρη­μα­τι­κές τρά­πε­ζες, γεν­νιού­νται για να υ­λο­ποιή­σουν αυ­τές τις φυ­σι­κές υ­πο­δο­μές, τη Διώ­ρυ­γα του Σουέ­ζ, τα σι­δη­ρο­δρο­μι­κά δί­κτυα, τα λι­μά­νια. Ένας α­πό τους κυ­ριό­τε­ρους οι­κο­νο­μι­κούς ε­ταί­ρους των α­δελ­φών Πε­ρέι­ρε, με­γά­λων πρω­τα­γω­νι­στών των άρ­θρων του Μαρξ για την ”Tribune”, εί­ναι ο Ντε Φε­ρά­ρι, στον ο­ποίο ο­φεί­λε­ται η κλη­ρο­δο­σία που ε­πέ­τρε­ψε την κα­τα­σκευή του σύγ­χρο­νου λι­μα­νιού της Γέ­νο­βας. Ένας α­πό τους κυ­ριό­τε­ρους οι­κο­νο­μι­κούς ε­ταί­ρους του Λε­σέ­ψ, που δεν διο­ρί­στη­κε τυ­χαία α­πό ε­κεί­νον α­ντι­πρό­ε­δρος της Εται­ρίας της Διώ­ρυ­γας του Σουέ­ζ, εί­ναι ο βα­ρό­νος Ρε­βολ­τέ­λα, στον ο­ποίο ο­φεί­λε­ται η πρώ­τη ορ­γα­νω­τι­κή μορ­φο­ποίη­ση του λι­μα­νιού της Τερ­γέ­στης. Χά­ρη σ’ αυ­τόν το πρώ­το πλοίο που δια­σχί­ζει τη διώ­ρυ­γα εί­ναι έ­να πλοίο που ξε­κι­νά­ει α­πό το λι­μά­νι της Τερ­γέ­στης το ο­ποίο έ­χει βα­πτι­στεί «Πρώ­το».

Στην α­να­σύν­θε­ση της οι­κο­νο­μι­κής ι­στο­ρίας ε­κεί­νων των χρό­νων κα­θο­δη­γή­θη­κα α­πό έ­ναν γί­γα­ντα της ι­στο­ριο­γρα­φίας, τον Ντέι­βι­ντ Λά­ντες, συγ­γρα­φέα ε­νός α­πό τα ω­ραιό­τε­ρα βι­βλία ι­στο­ρίας που γρά­φτη­καν πο­τέ, ε­κεί­νο το Bankers and Pashas, που α­να­κτά σή­με­ρα με­γά­λη ε­πι­και­ρό­τη­τα με τον χρη­μα­τοοι­κο­νο­μι­κό πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο των ε­μί­ρη­δων του Περ­σι­κού Κόλ­που. Όμως δεν μου αρ­κού­σε να γνω­ρί­ζω κα­λύ­τε­ρα την ι­στο­ρία που ο Μαρξ εί­χε μπρο­στά στα μά­τια του και ε­πο­μέ­νως, εκ των υ­στέ­ρων, να α­να­κα­λύ­ψω άλ­λες πλευ­ρές που για ε­κεί­νον εί­χαν μεί­νει σκο­τει­νές και ά­γνω­στες. Ένιω­θα την α­νά­γκη να κα­τα­λά­βω κα­λύ­τε­ρα αυ­τό που βρι­σκό­ταν μπρο­στά στα δι­κά μου μά­τια. Ήταν α­δια­νό­η­το, και ε­ξα­κο­λου­θεί να εί­ναι για μέ­να α­κό­μη και σή­με­ρα, το να πά­ρω στα χέ­ρια μου έ­να κεί­με­νο του Μαρ­ξ, χω­ρίς να με ελ­κύ­σει α­μέ­σως η πε­ριέρ­γεια να κα­τα­λά­βω τι συμ­βαί­νει σή­με­ρα γύ­ρω μας, έ­τσι ώ­στε να ε­πα­λη­θεύ­σω μέ­χρι ποιο ση­μείο λει­τουρ­γεί το ερ­μη­νευ­τι­κό σχή­μα που ο Μαρξ μας προ­σφέ­ρει. Για­τί λει­τουρ­γεί πά­ντα, λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο.

Η πα­γκο­σμιο­ποίη­ση της ε­πα­να­στα­τι­κής σκέ­ψης

Το άρ­θρο για το πε­τρέ­λαιο και την πα­γκό­σμια α­γο­ρά για τα “Quaderni Piacentini” εί­ναι α­να­πό­σπα­στο τμή­μα της α­νά­γνω­σης του Μαρξ. Εί­χαν προ­η­γη­θεί άλ­λα δύο άρ­θρα, πά­ντα στα “Quaderni Piacentini”, που α­φο­ρού­σαν το Χη­μι­κό Σχέ­διο, έ­να ε­πει­σό­διο κα­θό­λου δευ­τε­ρεύον στην ι­τα­λι­κή βιο­μη­χα­νι­κή πο­λι­τι­κή, τό­τε που α­κό­μη υ­πήρ­χε βιο­μη­χα­νι­κή πο­λι­τι­κή. Μου φαι­νό­ταν έ­να ται­ρια­στό πα­ρά­δειγ­μα ε­φαρ­μο­γής ε­κεί­νης της έν­νοιας της «ε­πα­νά­στα­σης α­πό τα πά­νω», που ο Μαρξ εί­χε προ­σπα­θή­σει να ο­ρί­σει στα γρα­πτά ε­κεί­νων των χρό­νων, στα Grundrisse και στα άρ­θρα για την “Tribune”. Συ­μπτω­μα­τι­κά, το ’73 ξέ­σπα­σε η πε­τρε­λαϊκή κρί­ση και τό­τε φά­νη­κε μπρο­στά στα μά­τια μου ό­λη η ση­μα­σία ε­κεί­νων των άρ­θρων. Κά­θε άλ­λο πα­ρά μι­κρο­δου­λειές για να βγά­λει κα­νείς λί­γα λε­φτά! Εί­ναι ο­δη­γοί α­νά­γνω­σης της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, που σου ε­πι­τρέ­πουν να την κα­τα­νοή­σεις, να κα­τα­λά­βεις τι υ­πάρ­χει α­πό κά­τω, λί­γο πο­λύ ό­πως και «Οι τα­ξι­κοί α­γώ­νες στη Γαλ­λία». Εί­ναι ερ­γα­λεία με τέ­τοια ερ­μη­νευ­τι­κή δύ­να­μη, ώ­στε να ι­σχύουν μια χα­ρά α­κό­μη και σή­με­ρα, και αυ­τό ε­πι­κυ­ρώ­θη­κε α­πό την ι­στο­ρι­κή έ­ρευ­να που α­κο­λού­θη­σε.

Η γο­η­τεία ε­κεί­νων των άρ­θρων βρί­σκε­ται στο α­πλό γε­γο­νός ό­τι γρά­φτη­καν α­πό έ­ναν γερ­μα­νό, που τό­τε δεν ή­ταν ι­διαί­τε­ρα γνω­στός, αλ­λά α­ντί­θε­τα ή­ταν α­να­γκα­σμέ­νος να ζει ε­ξό­ρι­στος, για μια α­με­ρι­κα­νι­κή ε­φη­με­ρί­δα, λες και η ε­πα­να­στα­τι­κή σκέ­ψη ή­ταν ή­δη σε θέ­ση να έ­χει μια ε­ξά­πλω­ση α­νά­λο­γη με την πα­γκό­σμια α­γο­ρά και οι συν­δέ­σεις με­τα­ξύ των ο­μά­δων και των κι­νη­μά­των εί­χαν ή­δη έ­να διη­πει­ρω­τι­κό πε­δίο δρά­σης. Οι βιο­γρα­φίες ε­κεί­νων που υ­πήρ­ξαν οι πρώ­τοι «ε­παγ­γελ­μα­τίες ε­πα­να­στά­τες», προ­λε­τά­ριοι ό­πως ο Βάιτ­λιν­γκ, που το ε­πάγ­γελ­μά του ή­ταν ρά­φτης, ή άλ­λων σαν κι αυ­τόν, μας μι­λά­νε για αν­θρώ­πους που κι­νού­νταν, α­πό α­γά­πη ή α­πό α­νά­γκη, α­πό τη μια χώ­ρα στην άλ­λη. Κι αυ­τόν τον διε­θνή ο­ρί­ζο­ντα πρέ­πει να τον έ­χου­με πά­ντα στο νου μας ό­ταν δια­βά­ζου­με τον Μαρξ.

Δεν ξέ­ρω τι α­ξία έ­χουν σή­με­ρα αυ­τά τα γρα­πτά μου του ‘73/’74, ί­σως να πρέ­πει να πε­τα­χτούν στο κα­λά­θι των α­χρή­στων. Αυ­τό ό­μως που α­ναμ­φί­βο­λα ι­σχύει α­κό­μη, εί­ναι η μέ­θο­δος που α­κο­λού­θη­σα προ­σεγ­γί­ζο­ντας αυ­τά τα θέ­μα­τα: για να δια­βά­σεις τον Μαρξ πρέ­πει να έ­χεις με­γά­λη πο­λι­τι­κή συμ­με­το­χή στους α­γώ­νες του πα­ρό­ντος, ο Μαρξ δεν εί­ναι για στο­χα­στι­κούς, μυ­στι­κο­πα­θείς ή άλ­λες πα­ρό­μοιες κα­τη­γο­ρίες. Ή για η­λι­θίους (έ­να κα­θό­λου α­σή­μα­ντο πο­σο­στό «μαρ­ξι­στών» α­νή­κει δυ­στυ­χώς σ’ αυ­τήν την κα­τη­γο­ρία). Για να δια­βά­σεις τον Μαρ­ξ, δεν χρειά­ζε­ται να εί­σαι μαρ­ξι­στής, ή μάλ­λον κα­λύ­τε­ρα να μην εί­σαι, χρειά­ζε­ται να έ­χεις ε­λευ­θε­ρία σκέ­ψης, πολ­λή ε­λευ­θε­ρία σκέ­ψης. Να μην έ­χεις προ­κα­τα­λή­ψεις, να μην έ­χεις προ­δια­γε­γραμ­μέ­να σχή­μα­τα σκέ­ψης, να μην έ­χεις ι­δε­ο­λο­γίες. Εκεί­νος σου ε­ξη­γεί την αό­ρα­τη «ratio» που βρί­σκε­ται πί­σω α­πό τα πράγ­μα­τα, δεν έ­χει την α­παί­τη­ση να σου ε­ξη­γή­σει τα ί­δια τα πράγ­μα­τα. Σε παίρ­νει α­πλά α­πό το χέ­ρι και σου λέει: «Έλα δω. Κά­θι­σε ε­δώ και σή­κω­σε το βλέμ­μα σου, κοί­τα­ξε απ’ αυ­τή την ο­πτι­κή γω­νία». Σε βά­ζει α­πλά στο σω­στό ση­μείο πα­ρα­τή­ρη­σης και σου λέει: « Από δω βλέ­πω αυ­τό. Εσύ;» Δεν δί­νει ο­δη­γίες, εκ­μαιεύει.

Από τον Μάη του ΄68 στη χρη­μα­τι­στι­κή κυ­ριαρ­χία

Εγώ προ­ερ­χό­μουν α­πό τη δε­κα­ε­τία του 60, α­πό το γαλ­λι­κό Μάη, α­πό τους α­γώ­νες των τε­χνι­κών, α­πό τις ά­γριες α­περ­γίες της Fiat και δεν εί­χα πρό­θε­ση να α­πο­στρα­τευ­τώ, ή­θε­λα να δη­μιουρ­γή­σω έ­να ερ­γα­λείο έ­ρευ­νας που να πε­ριέ­χει, ως πρό­γραμ­μα, τις α­ξίες που εκ­φρά­στη­καν α­πό ε­κεί­να τα μα­ζι­κά κι­νή­μα­τα. Δεν ή­θε­λα να εί­μαι έ­νας «ορ­γα­νι­κός» δια­νοού­με­νος, αλ­λά ή­θε­λα να α­πο­δεί­ξω ό­τι ξέ­ρω να χρη­σι­μο­ποιώ τα ερ­γα­λεία της δου­λειάς των δια­νοου­μέ­νων, ι­διαί­τε­ρα τα ερ­γα­λεία ε­νός α­πό τα ω­ραιό­τε­ρα και γο­η­τευ­τι­κό­τε­ρα γνω­στι­κά ε­παγ­γέλ­μα­τα, το ε­πάγ­γελ­μα του ι­στο­ρι­κού, για να μπο­ρώ να τα χρη­σι­μο­ποιή­σω με δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο. «Στρα­τευ­μέ­νο» τον λέ­γα­με τό­τε, προ­κα­λώ­ντας το χα­μό­γε­λο οί­κτου των δια­πι­στευ­μέ­νων ι­στο­ρι­κών και α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο των ε­πί­δο­ξων ι­στο­ρι­κών. Έτσι γεν­νή­θη­κε το πε­ριο­δι­κό “Primo Maggio”, και το δο­κί­μιο για τον Μαρξ εμ­φα­νί­στη­κε, σε πε­ρι­λη­πτι­κή μορ­φή, στο πρώ­το τεύ­χος, και ξε­κί­νη­σε έ­να ρεύ­μα έ­ρευ­νας, που θα προ­χω­ρού­σε του νο­μί­σμα­τος. Ήμα­σταν τριά­ντα χρό­νων, πού να ξέ­ρα­με ό­τι με­τά α­πό 35 με 40 χρό­νια η χρη­μα­τι­στι­κο­ποίη­ση θα έ­φθα­νε στο ση­με­ρι­νό τε­ρα­τώ­δες ση­μείο! Για άλ­λη μια φο­ρά η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ξε­πέ­ρα­σε τη φα­ντα­σία. Εμείς να ε­πα­νερ­μη­νεύου­με με ε­πι­φυ­λα­κτι­κό­τη­τα το Bretton Woods κι αυ­τοί να προ­ε­τοι­μά­ζουν μια φού­σκα έ­ντε­κα φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη α­πό το πα­γκό­σμιο Α­Ε­Π; Στα­θή­κα­με α­φε­λείς; Ναι, αλ­λά ας ση­κώ­σει το χέ­ρι ό­ποιος εί­ναι τό­σο «μπα­σμέ­νος», ώ­στε να κα­τα­λα­βαί­νει τα πά­ντα προ­κα­τα­βο­λι­κά.

Να πού­με λοι­πόν ό­τι αυ­τή η ε­πα­νέκ­δο­ση πα­λιών κει­μέ­νων χρη­σι­μεύει μό­νο για να μας κά­νει να κα­τα­λά­βου­με πό­σο α­φε­λείς ή­μα­σταν τό­τε; Γι’ αυ­τό το κα­πρί­τσιο ά­ξι­ζε τον κό­πο να σπα­τα­λη­θούν λε­φτά για την ε­κτύ­πω­ση; Ε ναι, για­τί δεν εί­μαι κα­θό­λου πε­πει­σμέ­νος ό­τι ή­μα­σταν τό­σο α­φε­λείς και α­δα­είς και για να το α­πο­δεί­ξω θέ­λη­σα να ε­ντά­ξω δύο κεί­με­να που γρά­φτη­καν σή­με­ρα. Μι­λά­νε για το πα­ρόν, για πράγ­μα­τα που ό­λοι έ­χουν μπρο­στά στα μά­τια τους και ό­λοι μπο­ρούν να κρί­νουν αν ο τρό­πος με τον ο­ποίο τα ερ­μη­νεύω εί­ναι τό­σο ε­πι­πό­λαιος και α­φε­λής ή «ι­δε­ο­λο­γι­κός». Δεν έ­χω υιο­θε­τή­σει έ­να δια­φο­ρε­τι­κό σχή­μα α­νά­γνω­σης απ’ αυ­τό που μου χρη­σί­με­ψε για το πε­τρε­λαϊκό σο­κ, δεν το­πο­θε­τή­θη­κα α­πό μια δια­φο­ρε­τι­κή ο­πτι­κή γω­νία. Βέ­βαια, δεν έ­χω πί­σω μου χρό­νια α­γώ­νων αλ­λά έ­ξι πε­ντα­ε­τίες δου­λειάς στον συ­γκε­κρι­μέ­νο το­μέα και του­λά­χι­στον μπο­ρώ να πω ό­τι μι­λάω με μια προ­σω­πι­κή ε­μπει­ρία στην κα­μπού­ρα μου, ε­νώ για το πε­τρέ­λαιο ή­ξε­ρα ε­λά­χι­στα ή αυ­τά τα λί­γα που τύ­χαι­νε να α­κού­σω στην Επι­τρο­πή α­γώ­να της ENI (Εθνι­κός Φο­ρέ­ας Υδρο­γο­ναν­θρά­κων) ή της Κο­λε­κτί­βας της Snam Progetti. Επέ­λε­ξα να συ­μπε­ρι­λά­βω αυ­τά τα δύο δο­κί­μια, που γρά­φτη­καν τό­τε, για το shipping και για τα λι­μά­νια, ε­πει­δή μι­λά­νε κι αυ­τά για την πα­γκό­σμια α­γο­ρά (που σή­με­ρα ο­νο­μά­ζε­ται ‘πα­γκο­σμιο­ποίη­ση’), για μέ­σα με­τα­φο­ράς, για υ­πο­δο­μές και για τρά­πε­ζες, και που μι­λά­νε για το τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο ε­κεί­νης της ι­στο­ρίας που άρ­χι­σε με τους α­δελ­φούς Πε­ρέι­ρε και α­να­λύ­θη­κε με τό­ση σα­φή­νεια α­πό τον Μαρξ. Τό­τε έ­πρε­πε να κο­πεί ο ι­σθμός του Σουέ­ζ, σή­με­ρα διευ­ρύ­νε­ται η διώ­ρυ­γα του Πα­να­μά, τό­τε το έρ­γο τού της σά­ρω­σης κε­φα­λαίων α­πό τις αυ­λές και τις κα­γκε­λα­ρίες της Ευ­ρώ­πης διεκ­πε­ραιω­νό­ταν α­πό τρα­πε­ζί­τες ε­πεν­δύ­σεων χω­ρίς εν­δοια­σμούς, σή­με­ρα το έρ­γο της συ­γκέ­ντρω­σης χρη­μά­των α­πό τους μι­κρούς α­πο­τα­μιευ­τές και το γδάρ­σι­μό τους με λαν­θα­σμέ­νες ε­πεν­δύ­σεις έ­χει δια­νε­μη­θεί σε μια μυ­ριά­δα χρη­μα­τι­στι­κές ε­ται­ρίες προ­στα­τευ­μέ­νες α­πό το κρά­τος. Γι’ αυ­τά τα θέ­μα­τα ζή­τη­σα α­πό τον Τζιάν Έντσο Ντού­τσι, νέο πρό­ε­δρο των ναυ­λο­με­σι­τών της Γέ­νο­βας και κα­θη­γη­τή στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Γέ­νο­βας, να γρά­ψει κά­τι α­κό­μη και ως α­ντί­λο­γο με τις α­πό­ψεις μου. Τον ευ­χα­ρι­στώ που δέ­χτη­κε.

Η ση­μα­σία των διε­θνών με­τα­φο­ρώ­ν

Θα μπο­ρού­σε κά­ποιος να ι­σχυ­ρι­στεί ό­τι πί­σω α­πό τα γρα­πτά μου ε­κεί­νης της ε­πο­χής υ­πήρ­χε η ερ­γα­τι­κή ε­πί­θε­ση, κι ό­τι αυ­τή ή­ταν που μου έ­δι­νε α­ξιο­πι­στία. Μπο­ρεί να μου πει κά­ποιος: «Η α­ξία των α­να­λύ­σεών σου δεν ο­φει­λό­ταν στη μαρ­ξι­στι­κή μέ­θο­δο και έ­μπνευ­ση, αλ­λά σε μια συ­γκυ­ρία ι­διαί­τε­ρης αμ­φι­σβή­τη­σης του κα­πι­τα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος. Σή­με­ρα ποιος το αμ­φι­σβη­τεί; Σή­με­ρα πού εί­ναι οι ερ­γα­τι­κοί α­γώ­νες; Εσύ ο ί­διος με τα γρα­πτά σου για τον με­τα-φορ­ντι­σμό μας ζά­λι­σες το κε­φά­λι με την πα­ρακ­μή της ερ­γα­τι­κής τά­ξης!»

Μια στιγ­μή. Μπο­ρεί να τε­λείω­σε η ερ­γα­τι­κή τά­ξη ως ση­μα­ντι­κό πο­λι­τι­κό υ­πο­κεί­με­νο, μα ό­χι η ερ­γα­τι­κή δύ­να­μη α­πό την ο­ποία α­πο­σπά­ται κά­τι που εί­χα­με ο­νο­μά­σει υ­πε­ρα­ξία. Και ποιος σας λέει ό­τι η ερ­γα­τι­κή πά­λη στις πα­ρα­δο­σια­κές της μορ­φές ε­ξα­φα­νί­στη­κε; Η α­περ­γία των λι­με­νερ­γα­τών του Λος Άντζε­λες τον Δε­κέμ­βριο 2012, για την ο­ποία μι­λάω στο δεύ­τε­ρο α­πό τα γρα­πτά μου, θα έ­πρε­πε να μας κά­νει να σκε­φτού­με, κυ­ρίως λό­γω κά­ποιων δια­δι­κα­σιών ό­χι ε­ντε­λώς «α­μυ­ντι­κών». Από την Κα­λι­φόρ­νια η α­να­τα­ρα­χή στα α­με­ρι­κά­νι­κα λι­μά­νια ε­ξα­πλώ­θη­κε στην α­να­το­λι­κή α­κτή και συ­νε­χί­στη­κε για μή­νες. Στις 28 Μαρ­τίου της φε­τι­νής χρο­νιάς κή­ρυ­ξαν α­περ­γία οι λι­με­νερ­γά­τες του Χον­γκ Κον­γκ και ά­ντε­ξαν έ­να μή­να, κα­τα­σκη­νώ­νο­ντας μπρο­στά α­πό τα τέρ­μι­να­λ, έ­τσι, χω­ρίς μια συν­δι­κα­λι­στι­κή η­γε­σία, χω­ρίς μια ε­πι­τρο­πή α­γώ­να που να έ­χει συ­στα­θεί τυ­πι­κά. Και αν κά­ποιος έ­χει την υ­πο­μο­νή να πα­ρα­κο­λου­θή­σει τα πε­ριο­δι­κά του κλά­δου των με­τα­φο­ρών, που ε­νη­με­ρώ­νουν ε­βδο­μα­διαία ή κα­θη­με­ρι­νά για ό­σα συμ­βαί­νουν στον κό­σμο, θα α­ντι­λη­φθεί ό­τι η συ­γκρου­σια­κή κα­τά­στα­ση στα λι­μά­νια, στα α­ε­ρο­δρό­μια, στους αυ­το­κι­νη­το­δρό­μους, στα φε­ρι­μπό­τ, στα κέ­ντρα δια­χεί­ρι­σης ε­μπο­ρευ­μα­τι­κών με­τα­φο­ρών, εί­ναι πο­λύ υ­ψη­λή, χω­ρίς σύ­γκρι­ση με τους άλ­λους βιο­μη­χα­νι­κούς ή ε­μπο­ρι­κούς κλά­δους.

Σ’ αυ­τό το ρεύ­μα ε­ντάσ­σο­νται και οι δύο πο­λύ ε­πι­τυ­χη­μέ­νες γε­νι­κές α­περ­γίες, που κή­ρυ­ξαν οι Cobas στις α­πο­θή­κες και στα κέ­ντρα δια­χεί­ρι­σης ε­μπο­ρευ­μα­τι­κών με­τα­φο­ρών στην Ιτα­λία κα­τά τους πρώ­τους μή­νες του 2013. Δεν πρό­κει­ται μό­νο για «ση­μά­δια», αλ­λά για μια δο­μι­κή κα­τά­στα­ση χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ε­νός κλά­δου, ό­που η α­περ­γία, α­κό­μη, για λό­γους τε­χνι­κούς-ορ­γα­νω­τι­κούς μπο­ρεί να «πο­νέ­σει» και ό­που η ερ­γα­τι­κή δύ­να­μη έ­χει α­κό­μη μια σχε­δόν α­νέγ­γι­χτη α­πα­γο­ρευ­τι­κή ε­ξου­σία. Δεν εί­ναι ε­πι­στη­μο­νι­κή φα­ντα­σία το να πει κα­νείς ό­τι μια κα­λά σχε­δια­σμέ­νη α­περ­γία στις με­τα­φο­ρές και στη δια­χεί­ρι­ση ε­μπο­ρευ­μά­των, α­κό­μη και με λί­γες δυ­νά­μεις, μπο­ρεί να γο­να­τί­σει μια χώ­ρα μέ­σα σε δύο μέ­ρες.

Τις με­τα­φο­ρές και τα κέ­ντρα δια­χεί­ρι­σης ε­μπο­ρευ­μά­των δεν τα α­να­κά­λυ­ψα τώ­ρα ή τό­τε που άρ­χι­σα να κά­νω τον σύμ­βου­λο, με­τά α­πό την α­πο­βο­λή μου α­πό το Πα­νε­πι­στή­μιο. Ήταν ή­δη έ­να θέ­μα στην η­με­ρή­σια διά­τα­ξη του πε­ριο­δι­κού «Primo Maggio», που το 1978 δη­μο­σίευ­σε έ­να άρ­θρο για την ι­στο­ρία των κο­ντέι­νερ και την ί­δια χρο­νιά έ­ναν ο­λό­κλη­ρο φά­κε­λο για τους α­γώ­νες στον κλά­δο των με­τα­φο­ρών ε­μπο­ρευ­μά­των. Ένας δεύ­τε­ρος φά­κε­λος του πε­ριο­δι­κού ή­ταν α­φιε­ρω­μέ­νο στο νό­μι­σμα. Τα χρη­μα­το­πι­στω­τι­κά ζη­τή­μα­τα και οι με­τα­φο­ρές, οι δύο κα­τευ­θύν­σεις του λό­γου του Μαρξ στα άρ­θρα για την ‘Tribune’, μας υ­πα­γό­ρευ­σαν την ατ­ζέ­ντα.
Δεν υ­πάρ­χουν πολ­λά να πού­με. Ελπί­ζω μ’ αυ­τές τις γραμ­μές να α­πέ­δει­ξα ό­τι τα δο­κί­μια που δη­μο­σιεύο­νται ε­δώ, πα­ρό­λο που οι τίτ­λοι τους θα μπο­ρού­σαν να μας κά­νουν να σκε­φτού­με το α­ντί­θε­το, δεν εί­ναι α­σύν­δε­τα με­τα­ξύ τους, αλ­λά, α­ντί­θε­τα, κα­τά κά­ποιον τρό­πο εί­ναι αλ­λη­λο­ε­ξαρ­τη­μέ­να. Πράγ­μα που δεν τα κά­νει κα­λύ­τε­ρα αλ­λά του­λά­χι­στον κά­νει τον α­να­γνώ­στη να κα­τα­λά­βει πο­λύ κα­λά με ποια­νού το μέ­ρος εί­ναι ο συγ­γρα­φέ­ας. «Με το μέ­ρος του ά­δι­κου», θα έ­λε­γε ο Πιερτ­ζόρτ­ζιο Μπε­λό­κιο, που μα­ζί με τη Γκρά­τσια Τσέρ­κι εί­χε ι­δρύ­σει και διευ­θύ­νει τα “Quaderni Piacentini”, έ­να υ­πέ­ρο­χο πε­ριο­δι­κό, ό­που η ι­τα­λι­κή δια­νό­η­ση, για μια ει­κο­σα­ε­τία, εί­χε βρει τον τρό­πο να ε­ξι­λεω­θεί.

Σύ­ντο­μο βιο­γρα­φι­κό

Ο Σέρτ­ζιο Μπο­λό­νια γεν­νή­θη­κε το 1937 στην Τερ­γέ­στη. Δί­δα­ξε ι­στο­ρία του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και της βιο­μη­χα­νι­κής κοι­νω­νίας σε διά­φο­ρα πα­νε­πι­στή­μια. Η ει­δι­κό­τη­τά του ή­ταν η ι­στο­ρία του γερ­μα­νι­κού ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος. Από το 1985 εί­ναι σύμ­βου­λος ε­πι­χει­ρή­σεων. Εί­ναι πρό­ε­δρος του Ελεύ­θε­ρου Πα­νε­πι­στη­μίου του Μι­λά­νου «Φράν­κο Φορ­τί­νι». Στην πο­λυ­τά­ρα­χη ζωή του στα νε­α­νι­κά του χρό­νια πέ­ρα­σε α­πό το «Κοι­νό­βιο νού­με­ρο 2», που δη­μιουρ­γή­θη­κε το Γε­νά­ρη του ’61, στο Μι­λά­νο, ό­που φι­λο­ξε­νού­νταν νό­μι­μοι και πα­ρά­νο­μοι, ά­γνω­στοι και διά­ση­μοι, ό­πως ο Κα­στο­ριά­δης. Το ’61 άρ­χι­σε να συμ­με­τέ­χει στην ο­μά­δα «Κόκ­κι­να Τε­τρά­δια». Ο ί­διος χα­ρα­κτη­ρί­ζει ση­μα­ντι­κή και θε­με­λιώ­δη ε­μπει­ρία τη συμ­με­το­χή του στη σύ­ντα­ξη του πε­ριο­δι­κού «Quaderni Piacentini». Το ’63 ε­ντά­χθη­κε στην ο­μά­δα που ί­δρυ­σε το έ­ντυ­πο «Εργα­τι­κή Τά­ξη» μα­ζί με τον Νέ­γκρι, τον Τρό­ντι, τον Άζορ Ρό­ζα κ.α. Από το ’69 έως το ’73, α­νή­κει στην ο­μά­δα “Potere Operaio” (Εργα­τι­κή Εξου­σία), που εκ­προ­σω­πεί τους ερ­γα­τι­στές, που πι­στεύουν σ’ έ­ναν ερ­γα­τι­κό α­γώ­να δο­μη­μέ­νο στη σύ­γκρου­ση του κό­σμου του ερ­γο­στα­σίου του «ερ­γά­τη-μά­ζα», τυ­πι­κό πα­ρά­δειγ­μα του φορ­ντι­σμού της δε­κα­ε­τίας της οι­κο­νο­μι­κής α­νά­πτυ­ξης στην Ιτα­λία.

Η κε­ντρι­κή θέ­ση που κα­τέ­χει για τη δρά­ση του “Potere Operaio” ο κό­σμος του ερ­γο­στα­σίου στις με­γά­λες πό­λεις, εί­ναι το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό στοι­χείο της ο­μά­δας, που τη δια­φο­ρο­ποιεί α­πό τις άλ­λες ο­μά­δες της ε­ξω­κοι­νο­βου­λευ­τι­κής α­ρι­στε­ράς.

Αυ­τή η δια­δι­κα­σία αυ­τοορ­γά­νω­σης και αυ­θόρ­μη­της ρι­ζο­σπα­στι­κής δρά­σης που θα φέ­ρει την αρ­χή ε­νός ε­πα­να­στα­τι­κού προ­τσές, ο­δη­γεί στην έν­νοια –κλει­δί της «ερ­γα­τι­κής αυ­το­νο­μίας», α­πό την ο­ποία θα δη­μιουρ­γη­θεί το ο­μώ­νυ­μο πο­λι­τι­κό υ­πο­κεί­με­νο, έ­πει­τα α­πό τη διά­σπα­ση της «Εργα­τι­κής Εξου­σίας».

Η «Εργα­τι­κή Εξου­σία» εί­χε και την πα­ρά­νο­μη έ­νο­πλη πλευ­ρά της, στην ο­ποία δεν συμ­με­τεί­χε ο Μπο­λό­νια, στε­λέ­χη της ο­ποίας ή­ταν ο Βα­λέ­ριο Μο­ρού­τσι (η­γε­τι­κό στέ­λε­χος των Ερυ­θρών Τα­ξιαρ­χιών) και ο Ορέ­στε Σκαλ­τσό­νε (η­γε­τι­κό στέ­λε­χος της Πρώ­της Γραμ­μής).

Από το 1973-1989 ο Μπο­λό­νια εί­ναι έ­νας α­πό τους κύ­ριους συ­ντε­λε­στές του πε­ριο­δι­κού «Primo Maggio».

Πηγή: Εποχή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

«Ε, όχι και εκλογές! Συλλαμβάνεστε!» Του Πρόδρομου Σεϊτανίδη

Διακοπή της λειτουργίας της κυβέρνησης των ΗΠΑ