Γεννήθηκε το 1925 στη Θεσσαλονίκη. Εκεί σπούδασε Ιατρική και στη Βιέννη το 1955, εξειδικεύτηκε στην Ακτινολογία. ‘Aσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Στα φοιτητικά του χρόνια, μεσούσης της γερμανικής κατοχής, εντάχθηκε στις αντιστασιακές οργανώσεις του ΚΚΕ. «Στην ΕΠΟΝ, έκανα νέες παρέες. Μπήκα κι εγώ στη διανόηση. Μέχρι τότε δεν ήξερα τίποτε», είχε πει.
Για τη πολιτική του δράση φυλακίστηκε την περίοδο 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Ποιητής απόλυτα καθορισμένος από την εποχή του και τα βιώματά του, πρωτοεμφανίστηκε στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944)μ που διετέλεσε αρχισυντάκτης.
Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε πυκνή παρουσία στην εφημερίδα Αυγή, με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά.
Ήταν μέλος της εκδοτικής ομάδας των “Δεκαοκτώ Κειμένων” (1970), των “Νέων Κειμένων” και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Το έργο του έχει μεταφραστεί στ’ Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά κι Ιταλικά, ενώ τα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από κορυφαίουςΈλληνες συνθέτες.
Οι νεκροί του εμφυλίου, το ανώνυμο πλήθος, ο αστικός χώρος, κυρίως της Θεσσαλονίκης κι η δικτατορία του ’67, αντανακλά το ανθρώπινο δράμα, πάντα επίκαιρο και στο σήμερα. Είναι ο κόσμος του 80χρονου ποιητή και προπάντων της νεότητας. Με τη χάρη της τέχνης του παραμένει νέος, συνεχίζοντας σταθερά το ταξίδι του μέσα στη τέχνη.
Πέθανε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2005 σ’ ηλικία 80 ετών, από καρδιοαναπνευστικό πρόβλημα.
Φοβάμαι
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου ‘κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
Το ποίημα «Φοβάμαι» γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημ. Αυγή.