Το ύστατο καταφύγιο της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και πολλών χιλιάδων καλών αγωνιστών που τον στήριξαν μέχρι τέλους, είναι ότι ακόμα κι αυτό το φριχτό μνημόνιο είναι καλύτερα να υλοποιηθεί από μία αριστερή κυβέρνηση, η οποία θα νοιάζεται για τους φτωχούς, παρά από την καθεαυτό δεξιά. Ακόμα περισσότερο, πολλά στελέχη προτείνουν εμφατικά ότι η καταναγκαστική δεξιά πολιτική στην οικονομία θα πρέπει να αντισταθμιστεί με μία αριστερή στροφή στα άλλα πεδία, στα δικαιώματα, στη στελέχωση του κράτους, στο χτύπημα της διαπλοκής κοκ. Με μία φράση, αν στην προηγούμενη φάση μία μετριοπαθώς αριστερή κυβέρνηση προσπάθησε να διαπραγματευτεί σε ένα δεξιό πλαίσιο (και απέτυχε), τώρα θέλουμε μία ριζοσπαστικά αριστερή κυβέρνηση, η οποία θα υλοποιεί ένα ακραία δεξιό πλαίσιο. Ευτυχώς ή δυστυχώς (ευτυχώς λέω εγώ), αυτό το σενάριο είναι ανέφικτο για πολλούς λόγους. Ας αναφέρουμε μερικούς.
Πρώτο, το τρίτο μνημόνιο (ακόμα περισσότερο από τα άλλα δύο), δεν είναι μία δημοσιονομική συμφωνία και ένα πακέτο μέτρων λιτότητας. Είναι ένα ολοκληρωμένο πολιτικό πρόγραμμα, ακραίου νεοφιλελευθερισμού, το οποίο πρέπει να εφαρμόζεται κάθε μέρα μέχρι κεραίας αν θέλουμε –κατά τα γνωστά- «να αποφύγουμε την άτακτη χρεοκοπία». Δεν είναι μόνο τα «μεγάλα», το ασφαλιστικό, οι έμμεσοι φόροι, οι ιδιωτικοποιήσεις, είναι τα χιλιάδες «μικρά» ζητήματα, όπως οι εργαλειοθήκες του ΟΟΣΑ, τα πεντάευρα, η αδυναμία να προσλάβεις ένα δάσκαλο για τα παιδιά, τα οποία θα σε αναγκάζουν να πουλάς τη ψύχη σου με δόσεις κάθε μέρα. Και μάλιστα, ακόμα κι αν σήμερα όλοι ορκίζονται στην ειλικρίνεια και λένε ότι διαφωνούν με τα μέτρα που υπέγραψαν, είναι βέβαιο ότι σταδιακά θα αναγκάζονται να δικαιολογούν όλο και περισσότερο την πολιτική που εφαρμόζουν. Ήδη είναι σχεδόν αδύνατο να διακρίνεις τον Παπαδημούλη από τον Παπαδήμο, πόσο μάλλον μετά από λίγα χρόνια εφαρμοσμένου μνημονίου.
Δεύτερο και πιο σημαντικό, μέσα από την υπογραφή του μνημονίου, η κυβέρνηση έχει οριστικά αποδεχθεί ότι ο μόνος δρόμος για την υπέρβαση της κρίσης είναι οι επενδύσεις και το περίφημο πακέτο Γιούνγκερ (το οποίο, για να μην ξεχνιόμαστε, δεν είναι κάποιο νέο πακέτο, άλλα η φουσκωμένη υπόσχεση για το ποιο θα είναι το προσδοκώμενο άθροισμα των ήδη υφιστάμενων ευρωπαϊκών προγραμμάτων για την επόμενη προγραμματική περίοδο). Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να κάνει τα πάντα για να διαμορφώσει ένα «ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον» για ιδιωτικές επενδύσεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την περιβαλλοντική, εργασιακή και κοινωνική προστασία. Τα ευρωπαϊκά προγράμματα ειδικότερα, δεν προσφέρουν γενικά κι αφηρημένα θέσεις εργασίας: προσφέρουν «απασχόληση» με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ακραίας επισφάλειας και με συνειδητό στόχο να επιδεινώσουν συνολικά τις εργασιακές σχέσεις. Ακόμα χειρότερα, αν η κοινωνία, η οποία σήμερα σφαδάζει από την ανεργία, πειστεί ότι η μόνη διέξοδος από αυτή είναι η επιχειρηματικότητα, η πίεση για τη διάλυση κάθε προστασίας από την ασυδοσία του κεφαλαίου δεν θα έρχεται μόνο από τα πάνω, αλλά και από τα κάτω. Με απλά λόγια, αν η μόνη μας ελπίδα είναι οι ξένοι επενδυτές, ακόμα και αν ήθελε, καμία κυβέρνηση δεν θα σταματήσει ποτέ καμία επένδυση τύπου Χαλκιδικής.
Τρίτο και καθοριστικό, το επιχείρημα «καλύτερα από την αριστερά κι ας είναι και μνημόνιο» δεν ισχύει γιατί αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει άλλος που να μπορεί να εφαρμόσει το μνημόνιο. Η κρίση και τα προηγούμενα δύο μνημόνια αποδιάρθρωσαν οριστικά το παλιό πολιτικό καθεστώς, έκαψαν διαδοχικά όλες τις εφεδρείες και οι νέες που φτιάχτηκαν άρον-άρον δεν έχουν ακόμα την απαιτούμενη δυναμική. Για αυτό και όλοι οι εκπρόσωποι της ελληνικής τουλάχιστον αστικής τάξης έχουν πειστεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή είναι το «τελευταίο τους χαρτί», ότι ο Τσίπρας είναι ο μόνος που μπορεί να εφαρμόσει αυτά που δεν κατάφεραν οι άλλοι και κάνουν εδώ και μήνες ότι μπορούν για να τον πείσουν να ξεφορτωθεί τα αριστερά βαρίδια και να κυβερνήσει ως «εθνικός ηγέτης». Μέσα από μία τραγική ειρωνεία της τύχης, ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή καλύπτει το κενό εκπροσώπησης που υπάρχει στα δεξιά της πολιτικής σκηνής. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι αφήνει ένα τεράστιο κενό εκπροσώπησης στα αριστερά, εκεί που τα πολλά μικρά «όχι» αναζητούν το δρόμο που περνά πέρα από τα μνημόνια και την καταναγκαστική μιζέρια της ευρωζώνης.
Για όλους τους λόγους του κόσμου λοιπόν είναι απολύτως μη ρεαλιστικό μία αριστερή κυβέρνηση να εφαρμόσει αυτό το μνημόνιο· ευτυχώς, ξαναλέμε, γιατί αν τα κατάφερνε θα σταθεροποιούσε ένα καθεστώς αέναης μιζέριας, θα πετύχαινε δηλαδή σε ότι απέτυχαν οι άλλοι. Όσο το εφαρμόζει, μέρα με τη μέρα, θα ξεκόβει από το λαό και την αριστερά και θα αναζητά νέους συμμάχους· ήδη γίνεται. Με τη στήριξή τους στη βουλή, τα κόμματα της δεξιάς την έθεσαν επίσημα υπό την κηδεμονία τους. Κάθε επιλογή θα οφείλει να είναι όλο και πιο συναινετική. Οι αντιστάσεις στις συμφωνημένες «μεταρρυθμίσεις», μαζί με την πίεση της δεξιάς, θα την καθιστούν όλο και πιο σκληρή απέναντι στα μαχόμενα κομμάτια της κοινωνίας· η καταστολή της προχθεσινής πορείας αποτελούν ένα πρώτο δείγμα, ενώ από την άλλη οι επίπεδου Πολύδωρα «αποκαλύψεις» της Δούρου ότι οι δασικές πυρκαγιές υποκρύπτουν σχέδιο «υπονόμευσης της εθνικής προσπάθειας» (από το λόμπι της δραχμής άραγε ή από πράκτορες του Σόιμπλε;) υποδεικνύουν πόσο χαμηλά μπορεί να πέσει η αριστερά αν πρέπει να υπερασπιστεί τη δεξιά πολιτική της.
Οι όποιες εναλλακτικές, όχι μόνο δεν θα συζητούνται και δεν θα διαμορφώνονται όπως πολλοί ελπίζουν, χάρη στο χρονικό περιθώριο που υποτίθεται ότι προσέφερε η συμφωνία, αλλά θα ξορκίζονται όλο και περισσότερο, αφενός για να υλοποιείται η συμφωνία (κανείς δεν θα σου δίνει λεφτά για να ετοιμάζεις την έξοδό σου), αφετέρου για να δικαιολογείται η κομβική αυτή επιλογή. Τελικά, η προοπτική μίας οικουμενικής κυβέρνησης, με ή χωρίς τη συμμετοχή ενός πετσοκομμένου ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις επόμενες εκλογές, θα είναι όλο και πιο εύλογη. Ξεκάθαρα, ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος είναι η άμεση ρήξη με αυτές τις επιλογές και το προσωπικό που τις υπηρετούν και η συγκρότηση ενός χώρου που θα υπηρετεί και θα εκπροσωπεί το όχι και την αναζήτηση εναλλακτικών.
Photo Credit: Menelaos Myrillas/ SOOC