του Θανάση Τσακίρη
Η κυβέρνηση της ΝΔ υπό τον Α. Σαμαρά (και των Ε. Βενιζέλου-ΠΑΣΟΚ και Φ. Κουβέλη-ΔΗΜΑΡ) ετοιμάζεται να αλλάξει τον νόμο 1264/82 προς το χειρότερο για τα εργατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα. Θα απαιτείται ποσοστό 50% των εγγεγραμμένων του πρωτοβάθμιου σωματείου για να γίνει απεργία σε μια ΔΕΚΟ και όχι των παρόντων στη γενική συνέλευση. Επανέρχεται, λοιπόν, το «άρθρο 4» το οποίο είχε καταπολεμήσει η ίδια η Νέα Δημοκρατία!
Κανένα άρθρο νόμου δεν έμεινε στην ιστορία με τον αριθμό του όσο το «άρθρο 4» του Νόμου 1365/1983 «περί κοινωνικοποιήσεων». Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ
μέτραγε κιόλας 1,5 χρόνο θητείας και στα θετικά της πεπραγμένα καταγράφονταν το άνοιγμα του πολιτικού συστήματος σε καινούργιους δρώντες εντάσσοντας τους νέους και τις νέες (ψήφος στα 18), η παραχώρηση λόγου σε κατηγορίες πληθυσμού που μέχρι τότε βρίσκονταν στο περιθώριο της πολιτικής ζωής (ηττημένοι του εμφύλιου πολέμου), η χορήγηση κοινωνικών δικαιωμάτων. Επίσης η κυβέρνηση χορήγησε αρκετά υψηλές αυξήσεις στους κατώτερους μισθούς-ημερομίσθια και συντάξεις, μειώθηκαν οι ώρες εργασίας σε 40 εβδομαδιαίως, η ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών αυξήθηκε σε 4 εβδομάδες, ταμεία επικουρικής σύνταξης δημιουργήθηκαν σε κλάδους όπου δεν υπήρχαν, θεσπίστηκε η τυπική ισότητα των δύο φύλων. Αυτή η αναδιάταξη που έλαβε χώρα στο πολιτικό σύστημα ευνόησε κατά κάποιο τρόπο το συνδικαλιστικό κίνημα καθώς υπήρχε μια «φιλική κυβέρνηση» που είχε «φιλεργατικό πρόγραμμα» μιας και είχε πιο οργανικές σχέσεις με το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, παρά την ανοιχτή εξάρτηση της μεγαλύτερης συνδικαλιστικής παράταξης ΠΑΣΚΕ από το κυβερνών κόμμα. Επίσης είχαν δημιουργηθεί ρήγματα στο εσωτερικό της κυρίαρχης πολιτικής ελίτ καθώς ολοένα και περισσότερες προσωπικότητες προερχόμενες από αυτήν είτε υποστήριζαν τη νέα κυβέρνηση (το ΠΑΣΟΚ ενσωμάτωνε είτε ως συνεργαζόμενους είτε ως μέλη του μέλη της ελίτ της δεξιάς, π.χ. Ι. Μπούτος –πρώην Διοικητής ΑΤΕ) είτε έμμεσα υποστήριζαν το συνδικαλιστικό κίνημα υιοθετώντας (ως αντιπολίτευση οι συνδικαλιστικές παρατάξεις και οι βουλευτές της ΝΔ) μια σειρά από αιτήματα των εργαζομένων.
Τέλος, με νόμους όπως ο 1264/1982 και με μια σειρά άλλα μέτρα αναδιάρθρωσης των κατασταλτικών μηχανισμών (κατάργηση του «συνδικαλιστικού» τμήματος της Ασφάλειας) το κράτος προωθεί την ενσωμάτωση κοινωνικών ομάδων στο σύστημα αμβλύνοντας τις πολιτικές καταστολής και αποκλεισμού.
Η πολιτική αυτή συμπληρώθηκε με την ψήφιση του Ν. 1365/83 περί “κοινωνικοποιήσεων” των δημοσίων επιχειρήσεων, δηλαδή της ΔΕΗ, του ΟΤΕ και της ΕΥΔΑΠ σε πρώτη φάση και κατόπιν των τραπεζών που ελέγχονταν από το δημόσιο (ΕΤΕ, ΑΤΕ, Εμπορική, ΕΤΒΑ κ.α.). Ο νόμος από τη μια μέσω του θεσμού της μειοψηφικής συμμετοχής εκπροσώπων των εργαζομένων, οι οποίοι εκλέγονταν μέσα από κομματικά παραταξιακά ψηφοδέλτια, και από την άλλη μέσω του 4 του άρθρου, που έθετε περιορισμούς στο δικαίωμα της απεργίας στις επιχειρήσεις αυτές καθώς και στις υπό δημόσιο έλεγχο τράπεζες, ολοκλήρωνε το ασφυκτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έπρεπε να κινείται το συνδικαλιστικό κίνημα σε κλάδους οι οποίοι είχαν οργανωθεί και είχαν κατακτήσει σημαντικά δικαιώματα με μακρόχρονους και δυναμικούς αγώνες εκμεταλλευόμενοι την κομβική θέση τους στην παραγωγική διαδικασία. Το άρθρο 4 όριζε ότι τα τοπικά σωματεία ή συνδικαλιστικές οργανώσεις μπορούν να κηρύξουν απεργία μόνο κατόπιν θετικής απόφασης που έπρεπε να συγκεντρώσει το 50%+1 των εγγεγραμμένων μελών ανεξάρτητα από το αν αυτοί ήταν παρόντες στη συνέλευση ή όχι˙ για τις δε ομοσπονδίες μόνον κατόπιν θετικής απόφασης του 50+1% των μελών της διοίκησης. Η απόφασή της όμως ήταν υπό αίρεση καθώς μπορεί να απορριφθεί από τα τοπικά σωματεία εντός των επόμενων πέντε ημερών. Η απεργία απαγορεύεται στο χρονικό διάστημα των πέντε ημερών. Επίσης το 10% των μελών του σωματείου μπορεί να συγκεντρώσει υπογραφές για διεξαγωγή συνέλευσης ώστε να μπλοκαριστεί η απόφαση για απεργία.
Η ΟΤΟΕ (Ομοσπονδία Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδας) και οι σύλλογοι προσωπικού των τραπεζών αποφάσισαν να εφαρμόσουν την ίδια τακτική που εφάρμοζαν απέναντι στο νόμο 330/1976 της Νέας Δημοκρατίας, δηλαδή την κατάργηση του «άρθρου 4» στην πράξη. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η κινητοποίηση των συλλόγων της Εθνικής Τράπεζας. Συγκεκριμένα, ο Σύλλογος Υπαλλήλων Εθνικής Τράπεζας (ΣΥΕΤΕ) -σε συνεργασία με άλλους συλλόγους της ίδιας τράπεζας, π.χ. Σύλλογος Φροντιστών- αντιδρώντας στην αναβλητικότητα της διοίκησης της τράπεζας, όσον αφορά τις απαντήσεις στα αιτήματα που είχε υποβάλει ο ΣΥΕΤΕ, αποφάσισε την πραγματοποίηση τρίωρης απεργίας σε ορισμένες μονάδες της τράπεζας (Κεντρικό, Διοίκηση, Κατάστημα οδού Σταδίου, Κέντρο Μηχανογράφησης, Α΄ Κεντρικό Κατάστημα Πειραιά). Η συμμετοχή στην 3ωρη απεργία ήταν σχεδόν καθολική, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, καθώς σε μικρο-επίπεδο η αποδοχή των αποφάσεων των συλλογικών οργάνων γίνεται πιο εύκολα στο βαθμό που η ενημέρωση είναι πιο τακτική από τα στελέχη του οικείου συλλόγου σε αντίθεση με την ενημέρωση από την ΟΤΟΕ που είναι πιο απόμακρη και γενική. Η διοίκηση της τράπεζας (Πρόεδρος Στ. Παναγόπουλος) προσέφυγε στα δικαστήρια με το επιχείρημα της μη εφαρμογής του «άρθρου 4» και απαιτούσε «Να διαταχθεί: α) η διακοπή της απεργιακής εκδηλώσεως της 28.9.1983, β) η παράλειψη άλλως διακοπή των απειλούμενων απεργιακών εκδηλώσεων».
Όμως, η μη επέκταση των κοινωνικοποιήσεων (π.χ. στο χώρο των τραπεζικών, ασφαλιστικών εταιρειών κ.α.) και συνακόλουθα της, έστω και μειοψηφικής, συμμετοχής των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων αυτών έφθειρε το θεσμό. Σύμφωνα, εξάλλου, με μια κριτική που διατυπώθηκε, δεν επρόκειτο για «κοινωνικοποίηση» αφού σήμαινε απλώς και μόνο τη συμμετοχή στα όργανα των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας και δημόσιου τομέα, των εργαζομένων και άλλων οργανισμών κοινών συμφερόντων, όπως είναι το κράτος, ο δήμος, ή ακόμη το
σύνολο αυτών που χρησιμοποιούν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους. Στις κοινωνικοποιηθείσες επιχειρήσεις (ΟΤΕ, ΟΣΕ, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ και 5 ακόμη εταιρείες) η συμμετοχή δεν αφορούσε ουσιαστικά παρά τις Αντιπροσωπευτικές Συνελεύσεις Κοινωνικού Ελέγχου (ΑΣΚΕ), όπου από τη μια δεν υπήρχε οργανωμένο σύστημα ενημέρωσης και πληροφόρησης των εργαζομένων από την πλευρά των διοικήσεων και από την άλλη τα συνδικαλιστικά στελέχη που αντιπροσώπευαν τους εργαζόμενους δεν είχαν την απαιτούμενη παιδεία και εμπειρία ώστε να ανταποκριθούν με επάρκεια στα καθήκοντά τους και να συνδιοικήσουν τις επιχειρήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν οι αντιπρόσωποι να προωθούν τις εκάστοτε κυβερνητικές και κομματικές-παραταξιακές επιλογές, με ό,τι αυτό σημαίνει για την επιχείρηση και το συνδικαλιστικό κίνημα των εργαζομένων.
Το άρθρο 4 καταργήθηκε στην πράξη καθώς δεν υπήρξαν παρά ελάχιστες απόπειρες εφαρμογής του. Επισήμως, καταργήθηκε με το νόμο 1766/1988.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Εφημερίδα *Τραπεζικό Βήμα*, Γ΄ Περίοδος., Αριθμός φύλλου 118, Σεπτέμβριος.1983
·Βαρδακούλας Γ. (1989) *Συμμετοχή, κοινωνικοποίηση, αυτοδιαχείριση. *Πάτρα: Αχαϊκές Εκδόσεις.
·Κραβαρίτου-Μανιτάκη Γ., (1986) «Οι εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα» στο Μάνεσης Α. και Βεργόπουλος Κ. (επιμ).*Η Ελλάδα σε εξέλιξη.
*Αθήνα: Εκδ. Εξάντας, σελ. 287-306.
·Μαστραντώνης Τ., (1983) «Για την πολιτική συγκυρία και τις ‘κοινωνικοποιήσεις’», *Θέσεις*, Τεύχ. 4, Ιούλιος-Σεπτέμβριος
·Μουδόπουλος Στ. (2001) *Κανόνες προστασίας των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων*, Αθήνα: Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα.
·Νικολάου-Σμοκοβίτη Λ. (1987) *Νέοι θεσμοί στις εργασιακές σχέσεις: Συμμετοχή και αυτοδιαχείριση. *Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση.
·Σακελλαρόπουλος Σπ. (2001) *Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση: Πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις 1974-1988 *Αθήνα: Εκδ. Λιβάνη
·Στεργίου Α. (2002) «Ελληνικό εργατικό κίνημα: Παθογένειες και προοπτικές», *Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών*, τ. 33, σελ. 5-34.
Τσακίρης, Θ. (2004) «Κράτος-κόμμα-συνδικάτο 1980-2001: μεταξύ ενσωμάτωσης και αμφισβήτησης» στο Σπουρδαλάκης Μ. (επιμ.) *Κοινωνική αλλαγή στη σύγχρονη Ελλάδα. *Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, σελ. 177-240.
·Τσακίρης Θ. (2010) «Άρθρο 4: Οι κοινωνικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων και η απόπειρα χειραγώγησης του συνδικαλιστικού κινήματος», στο Παναγιωτόπουλος Παναγής και Βαμβακάς Βασίλης (επιμ.) *Λεξικό της Δεκαετίας του ’80*.* *Αθήνα: Εκδ. Το Πέρασμα, σελ. 40-42.
* Ο Θανάσης Τσακίρης είναι Δρ. Πολιτικής Επιστήμης του ΕΚΠΑ