Της Ευρώπης που σκοτώνει την ελπίδα και θρέφει τη φρίκη.
Της Ευρώπης που δεν χωράει τους ανθρώπους.
Ειδομένη. Λίγα χιλιόμετρα μακριά. Λίγα λεπτά από το Κιλκίς, μία ώρα από την Θεσσαλονίκη.
Παίρνοντας το δρόμο, δίπλα από τις ράγες των τραίνων, παρακολουθούμε από την ασφάλεια του αυτοκινήτου, τις «πορείες θανάτου» των προσφύγων πολέμου, όπως τις χαρακτηρίζουν οι αλληλέγγυοι της περιοχής. Εκατοντάδες άνθρωποι, παράλληλα με τις γραμμές του τραίνου. Χωρίς εφόδια. Με μύες που καίγονται. Με σώματα εξαντλημένα. «Πηγαίνουν, πηγαίνουν, μα που πηγαίνουν;»
Η απαγόρευση από την Ελλάδα, να βρίσκονται σε νομούς όπως το Κιλκίς, Θεσπρωτία, Κέρκυρα κλπ, συντήρει τους διακινητές που κερδοσκοπούν πάνω στην ανάγκη και βασανίζει τους πρόσφυγες, που θέλουν να φύγουν. Και θα φύγουν με κάθε τρόπο και κόστος. Ακόμα και αν το κόστος είναι η ίδια τους η ζωή. Γιατί, εδώ, δεν έχουν ζωή.
«Πορείες θανάτου στην κόλαση», όπως διαπιστώνουμε κάθε φορά.
Η Ειδομένη, έχει μετατραπεί σε σκουπιδοχώρα. Η Ειδομένη είναι χωράφια, η Ειδομένη είναι η φυλακή τους. Άνθρωποι και σκουπίδια, άνθρωποι πεταμένοι ωσάν σκουπίδια. Κλειστά σύνορα, η FYROM δεν τηρεί την απόφαση της για επιτρεπόμενη για 72 ώρες διέλευση προσφύγων. Και οι πρόσφυγες είναι εγκλωβισμένοι.
Στην Ειδομένη, το αβάσταχτο κρύο έδωσε την θέση του σε επικίνδυνη, ανυπόφορη ζέστη. Και δυστυχώς οι βροχές σταθερό φαινόμενο. Με σταθερή την απουσία υποστέγου, εδώ και 11 μήνες. Όπως και την απουσία κάδου απορριμάτων. Διότι οι κάτοχοι της τοπικής πολιτικής εξουσίας, φοβήθηκαν ότι θα «τους μείνουν» οι πρόσφυγες, εάν βάλουν ένα κάδο, μία τουαλέτα και ένα υπόστεγο. Ανέστιοι και απροστάτευτοι, λοιπόν, από τα καιρικά φαινόμενα. Κάποιοι λίγοι, τυχεροί, εχουν σκηνές.
Είναι επιτακτική η ανάγκη να δημιουργηθεί χώρος προστασίας. Με συνθήκες υγιεινής και παροχή σίτισης.
Σήμερα, οι συνθηκες είναι λίγο διαφορετικές από το χειμώνα. Περισσότεροι οι πρόσφυγες, αδύνατη η έξοδος τους πια,σωρρεύονται εκατοντάδες κάθε μέρα, πιο φτωχοί, πιο ταλαιπωρημένοι. Και οι αλληλέγγυοι εξαντλημένοι από τις πολύμηνες δράσεις καθημερινής αλληλεγγύης, χωρίς αποθέματα υλικά. Μόνο μεγαλείο ψύχης και αλληλεγγύη.
Άρρωστοι, δίχως γιατρό ή φάρμακα. Μάνες, βρεφούδια και έγκυες, παιδάκια, ανάπηροι και ηλικιωμένοι. Νέοι και νέες, όμορφοι νέοι, όμορφες νέες. Με σπουδές. Που ξεκίνησαν, και πάνε. Για να μην στρατευθούν, για να ξεφύγουν από την φρίκη του πολέμου. Για να σώσουν τις ζωές τους, βρεθήκαν σε τόπο χωρίς ζωή.
Και χωρίς νερό. Η αλήθεια είναι ότι νερό τους βάλανε. Μόνο που τώρα είναι βραστό.
Χρειάζονται κρύο νερό, πόσιμο, και ντουζιέρες.
Τρέφονται, όταν και αν, από γεύματα αλληλεγγύης. Ενίοτε δεν τρέφονται. Ενίοτε πηγαίνουν, όσοι έχουν μύες που να αντέχουν στα κοντινά hotel, της κακιάς, της κάκιστης ώρας που καιρδοσκοπούν. Που βγάζουν λεφτά από την απόγνωση. Που τουλάχιστον έχουν τουαλέτα.
Είδαμε παιδί να κάνει εμετό και η μάνα να το βάζει να το φάει. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Και να τρώνε απο τα σάπια, που τους προσέφεραν πριν δυο μερες αλληλέγγυοι και ΓΧΣ.
Λίγο σαπούνι, ένα παιχνίδι, καλτσάκια.. Επιβίωση. Χωρίς αυτά.
Είδαμε και αλληλέγγυους να είναι στους δρόμους, να δώσουν ένα μπουκαλάκι νερό και μπισκότα σους οδοιπόρους.
Μοιράσαμε φτωχά σακουλάκια με λίγο σαπούνι, γάλα συμπυκνωμένο μόνο για τα παιδιά, και κάτι φαγώσιμο. Και είναι εκείνη η ώρα, που οι πεινασμένοι κάθονται αθόρυβα στην ουρά, να πάρουν μισό ποτήρι χυμό. Είναι εκείνη η ώρα που η αξιοπρέπεια τους, ως το πιο κοφτερό μαχαίρι, σου σκίζει την ψυχή.
Και μετά μας καλούνε στο «σπίτι τους» να μας κεράσουν ένα μπισκότο από αυτα που τους δώσαμε, και ας είναι νηστικοί.
Είναι εκείνη η ώρα, που λες ότι η Ευρώπη είναι αφόρητος τόπος. Δεν χωράει την αξιοπρέπεια.
Τα βράδια προσπαθούν να φύγουν. Αθόρυβα. Δεν τα καταφέρνουν οι περισσότεροι. Τα βράδια τα μωρά δεν επιτρέπεται να κλάψουν για να μην ακουστούν. Παιδάκια, με λιωμένα παπούτσια που δεν έχουν δικαίωμα να φοβούνται στο σκοτάδι. Ίσως κερδίσουν την ζωή τους στο σκοτάδι. Ίσως πάλι πέσουν στα νύχια της μαφίας. Πρέπει να πάνε. Μα, πού να πάνε;…
Σε αυτά τα σύνορα δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι Ανύπαρκτη ζώνη.
Κι όμως, ξέρουμε. Ξέρουμε πως στην Ειδομένη περνάνε χιλιάδες Οδυσσείς, μικροί και μεγάλοι, περνάνε αναγκαστικά πηγαίνοντας στο δρόμο για την ελευθερία, την δημοκρατία, την ζωή. Επιβιώνουν στην φρίκη. Και ακόμα χαμογελάνε. Δεν πεθαίνει η ελπίδα. Ποτέ δεν πεθαίνει. Θα τα καταφέρουν.
Συντρίμμια των καιρών.
Κείμενο: Κατερίνα Νοτοπούλου
Εικόνες: Gerhard Lanzestropher (VIDA), Cornelia Krebs (ORF)