Μια από τις θεμελιώδεις διαχωριστικές των πολιτικών δυνάμεων αφορά το ζήτημα της προέλευσης του δημόσιου χρέους. Γιατί, προφανώς, η άποψη σχετικά με αυτό καθορίζει και τις προτάσεις διεξόδου.
Σε ό,τι αφορά τις καθεστωτικές δυνάμεις, η βασική γραμμή υπήρξε –και παραμένει- πως τόσο για το δημόσιο χρέος, όσο και για όλα τα κακά της μοίρας μας, εν τέλει, την κύρια ευθύνη έχει το μεγάλο και σπάταλο ελληνικό κράτος. Το γεγονός πως πρόκειται για το δικό τους καπιταλιστικό κράτος, γι’ αυτό που έφτιαξαν και διατήρησαν οι ίδιοι σε όλη τη νεοελληνική ιστορία, μπορεί να κάνει λίγο… γκροτέσκα την «ανάλυση», αλλά αυτή, θα σου πουν, είναι αισθητική κρίση, όχι πολιτική. Ως προς την πολιτική, οι καθεστωτικοί –με όλη τη συντριπτική επικοινωνιακή δύναμη πυρός των ΜΜΕ μαζί τους- ισχυρίζονται πως, όσο κι αν αμάρτησαν στο παρελθόν, τώρα είναι έτοιμοι, αναγνωρίζοντας το σφάλμα, να προβούν σε όλες τις απαιτούμενες «διορθώσεις». Θα συρρικνώσουν μέχρις εξαφανίσεως το κράτος και όλα θα πάρουν το δρόμο τους.
Αντίστοιχα, ένα σημαντικό μέρος των αριστερών και ευρύτερα αντιμνημονιακών δυνάμεων βρίσκει πως η έκρηξη του δημοσίου χρέους οφείλεται κατά βάση στη δράση διεθνών τοκογλύφων, που, με σχεδιασμένο και συστηματικό τρόπο, αξιοποίησαν τη συνέργεια σε βαθμό δοσιλογισμού των εγχώριων ελίτ, ώστε να διαμορφώσουν για τη «χώρα» τη μοίρα μια αποικίας χρέους. Σε αυτές τις προσεγγίσεις κυριαρχεί ένας πατριωτικός, αντιιμπεριαλιστικός τόνος, εξού και η πληθωρική αναφορά στη χώρα –ή και στην πατρίδα- και η μηδενική αντίστοιχη στον ελληνικό καπιταλισμό. Γι’ αυτό και η λύση του δράματος φαίνεται εύλογα συνδεδεμένη πρωταρχικά με μια σύγκρουση που ως βασικό υποκείμενο έχει τη χώρα, η οποία έτσι, με οδηγό μια κυβέρνηση σωτηρίας, θα διεκδικήσει την εθνική κυριαρχία, όρο εκ των ων ουκ άνευ για τη διέξοδο.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις αν κάτι είναι δεδομένο είναι η εξαφάνιση από το κάδρο της ελληνικής άρχουσας τάξης. Πράγματι, για τους καθεστωτικούς δεν τίθεται καν θέμα «ευθύνης» της στο μέτρο που, αντίθετα, η «επιχειρηματική τάξη» της χώρας (άντε πάλι!) είναι το πρώτο και μεγαλύτερο θύμα της κρατικής σπατάλης, της γραφειοκρατίας, της αριστερής μεταπολιτευτικής κυριαρχίας και της διάχυτης ανομίας στην ελλαδική, τελευταία στον πλανήτη, σοβιετική επικράτεια.
Για τους πρωταρχικά αντιιμπεριαλιστές, δε, οι έλληνες καπιταλιστές δεν είναι ποτέ στο πρώτο πλάνο, εφόσον δεν αποτελούν παρά δευτερεύουσες περσόνες σε ένα δράμα με πρωταγωνιστές τη Μέρκελ και τη Deutsche Bank, την Κομισιόν και τους διεθνείς τοκογλύφους. Οι «δικοί» μας –πολιτική και οικονομική «ολιγαρχία»- δεν είναι παρά σφουγγοκωλάριοι ή κουίσλινγκ που προσαρμόζουν τα συμφέροντά τους σε αυτά των ισχυρών.
Και στις δύο περιπτώσεις, λοιπόν, οι έλληνες καπιταλιστές δεν είναι η κατεξοχήν εκμεταλλευτική κατηγορία στη «χώρα». Συνιστούν είτε πληττόμενη υγιή επιχειρηματικότητα είτε δευτεράντζες συνοδοιπόρους των γερμανών και των συμμάχων τους στην ελλαδική αποικία χρέους.
Τα πράγματα, βεβαίως, κάθε άλλο παρά έτσι είναι. Και, ευτυχώς, η κύρια ανάλυση του βασικού αντιπάλου της δολοφονικής πολιτικής που ασκείται πάνω μας, του ΣΥΡΙΖΑ, είναι πολύ διαφορετική. Αναγνωρίζοντας από την πρώτη στιγμή πως όλα όσα μας συμβαίνουν στην εποχή των μνημονίων έχουν ως πρωταρχικά ωφελημένους τους έλληνες καπιταλιστές, οι οποίοι μέσα στην κρίση είδαν το λόγο των εισοδημάτων τους προς αυτά των μισθωτών να αυξάνονται κατά 40%, διαμορφώνει μια ρητορική και ένα πρόγραμμα που έχει κατεξοχήν ταξικό χαρακτήρα. Αντιλαμβάνεται πως, περισσότερο και από αυτήν την τωρινή ωφέλεια, οι «επιχειρηματίες» μας ενδιαφέρονται για τα διαρκή αποτελέσματα της μνημονιακής πολιτικής στους μισθούς, τα ωράρια, τις εργασιακές σχέσεις, τις απολύσεις, τις αποζημιώσεις, τις συμβάσεις, το κοινωνικό κράτος: η κατάρρευση κάθε είδους κοινωνικής και εργασιακής προστασίας, η αποδόμηση όλων των αιματηρά κατακτημένων δικαιωμάτων αποτελεί τόσο μεγάλη επιτυχία για τον ελληνικό καπιταλισμό, που ούτε στα πιο προχωρημένα του όνειρα μπορούσε να δει πριν από την κρίση του δημόσιου χρέους. Το ενδιαφέρον των «πιστωτών» συνίσταται κατά βάση στο γεγονός πως το ελλαδικό πειραματόζωο παρέχει στοιχεία με παγκόσμιο ενδιαφέρον και ανοίγει δρόμους για να πορευτεί ο ευρωπαϊκός και διεθνής καπιταλισμός.
Αυτή είναι συνοπτικά η αντίληψη του ζητήματος που ενυπάρχει στα βασικά συνεδριακά κείμενα και τις αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Μια αντίληψη αγκυρωμένη στην μαρξική ιδέα για την προτεραιότητα των ταξικών σχέσεων και της ταξικής πάλης προκειμένου να εξηγηθούν τα κοινωνικά φαινόμενα.
Πρόκειται για ένα στοιχείο που συνιστά το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα του κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς. Κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Η συγκεκριμένη ανάλυση της κατάστασης είναι απολύτως καθοριστική για το πολιτικό αποτέλεσμα.
Γυρνώντας στην αρχή, λοιπόν, ας θυμηθούμε για άλλη μια φορά –γιατί συνηθίζεται να ξεχνιούνται τα «βασικά»- πώς προέκυψε το ελληνικό δημόσιο χρέος και πόσο ταξικό, με την πιο προφανή σημασία της λέξης, είναι.
Το δημόσιο χρέος, ως το συσσωρευμένο στο χρόνο δημόσιο έλλειμμα, προέρχεται από το γεγονός πως τα δημόσια έσοδα υστερούσαν επί δεκαετίες έναντι των δαπανών. Κι ενώ οι τελευταίες ήταν σχεδόν στο μέσο επίπεδο της ΕΕ, ως προς τα έσοδα το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος υπολείπονταν σε ακραίο βαθμό. Στη δεκαπενταετία πριν από την κρίση τα έσοδα του ελληνικού κράτους ήταν κατά 7 μονάδες του ΑΕΠ χαμηλότερα από το μέσο όρο της ΕΕ, ενώ ειδικά ως προς τα φορολογικά έσοδα η απόκλιση προσέγγιζε το 10%! Πού οφείλονταν αυτές οι προκλητικές υστερήσεις; Μεταξύ άλλων, στο γεγονός πως το κεφάλαιο υποφορολογούνταν με πραγματικό φορολογικό συντελεστή 16.5%, όταν ο αντίστοιχος στην ΕΕ ήταν 27.5%. Και, επιπλέον, σε μια πολύ γενναιόδωρη στάση απέναντι σε μια ευρεία κατηγορία εργοδοτών κάθε μεγέθους και αυτοαπασχολουμένων, που φοροδιέφευγαν ασυστόλως παρέχοντας στην ηγεμονική τάξη τα αναγκαία, για την κυριαρχία της, κοινωνικά στηρίγματα.
Με δυό λόγια, ο ακραία εκμεταλλευτικός χαρακτήρας του ελληνικού κεφαλαίου βρίσκεται στη ρίζα και του προβλήματος του δημόσιου χρέους. Και σήμερα εκμεταλλεύεται το πρόβλημα που δημιούργησε προκειμένου να διαμορφώσει την κοινωνική έρημο, η ύπαρξη της οποίας είναι αναγκαία για την επιδιωκόμενη από μέρους του κερδοφορία.
Αν δεν καταλαβαίνουμε με αυτόν τον τρόπο τα πράγματα, είναι αδύνατο, νομίζω, να αντιμετωπίσουμε τον πραγματικό εχθρό. Ο οποίος είναι, πρώτα απ’ όλα, εντός. Η αναγνώριση αυτού του γεγονότος δίνει στον αγώνα των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων, ευρύτερα, το αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο, χωρίς το οποίο εύκολα μπορούμε να στρατευτούμε σε αντικατοχικές ή αντιαποικιακές προσπάθειες κυνηγιού ανεμόμυλων και να χάσουμε από την οπτική μας την αληθινή σύγκρουση, αυτήν για την οποία ο πολύς Γουόρεν Μπάφετ λέει πως «είναι η δική [του] τάξη που νικάει».