Ξεκινά απεργία από τα καπνεργατικά σωματεία Καβάλας, Δράμας και Θεσσαλονίκης, που είχαν σχηματίσει κοινή συντονιστική επιτροπή, η οποία λήγει στις 15.4
Στις 24 Μαρτίου 1914 ξεκινούσε στην Καβάλα και τη Δράμα, και τρεις μέρες αργότερα επεκτεινόταν και στη Θεσσαλονίκη, μια μεγάλη, επεισοδιακή, νικηφόρα και –για πολλούς λόγους– εξαιρετικά σημαντική απεργία του καπνεργατικού κλάδου. «Η απεργία αυτή ήταν η πρώτη σημαντική δραστηριότητα της Φεντερασιόν μετά την προσάρτηση της Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος, ήταν η σοβαρότερη καπνεργατική κινητοποίηση που είχε γίνει ως τότε στο χώρο αυτό και η πρώτη σοβαρή καπνεργατική απεργία που αντιμετώπιζε η ελληνική κυβέρνηση».[1] Επιπλέον στοιχεία που τονίζουν τη σημασία αυτής της απεργίας είναι η εμπλοκή σ’ αυτήν και των τριών κύριων εθνοθρησκευτικών ομάδων που, ακόμα, κατοικούσαν στη Θεσσαλονίκη (αλλά και στις άλλες πόλεις), καθώς και η έντονη διάσταση του φύλου που εκφράσθηκε τόσο στις συγκρούσεις κατά τη διάρκειά της, όσο και στα αιτήματά της.
Αν και ήδη υπήρχαν σοσιαλιστικές ομάδες και συνδικαλιστικές δραστηριότητες και στην Παλιά Ελλάδα, σε καμία περίπτωση αυτές δεν μπορούσαν να συγκριθούν σε οργάνωση, μαζικότητα, απήχηση, μαχητικότητα, θεωρητική κατάρτιση, διεθνείς επαφές κλπ. με τη Φεντερασιόν. Γι’ αυτό τον λόγο, άλλωστε, το Γραφείο της Β΄ Διεθνούς στέλνει επιστολή στη Φεντερασιόν, ήδη από τις 16.7.1913 (όταν δεν έχει κοπάσει ακόμα η κλαγγή των όπλων των Βαλκανικών πολέμων, ούτε έχει υπογραφεί η Συνθήκη του Βουκουρεστίου που θα οριστικοποιήσει –σε μεγάλο βαθμό– τα σύνορα), με την οποία της ζητά «να αναλάβει την διερεύνηση των δυνατοτήτων και των μέσων για την συνένωση των ελληνικών σοσιαλιστικών οργανώσεων».[2] Όπως, όμως, σημειώνει ο Μοσκώφ οι Ισραηλίτες που συγκροτούν, κυρίως, την οργάνωση είναι διστακτικοί καθώς δεν θεωρούν ακόμη οριστική την ένταξη της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος. Την πρωτοβουλία παίρνουν οι μικρές σοσιαλιστικές ομάδες της νότιας Ελλάδας και τον Δεκέμβριο του 1913 όλες οι σοσιαλιστικές οργανώσεις συμφωνούν να προετοιμάσουν την ενοποίησή τους κι εκδίδουν ένα κοινό έντυπο, την «Οργάνωση».[3]
Σε τοπικό, βέβαια, συνδικαλιστικό επίπεδο η συνεργασία είχε ήδη προχωρήσει αρκετά. Έτσι τα δύο βασικά καπνεργατικά σωματεία της Θεσσαλονίκης, το Διεθνές Συνδικάτο των επί της Επεξεργασίας του Καπνού Εργατών (εβραϊκό, γεν. γραμματέας Σ. Γιονάς) και το Σωματείο Καπνεργατών Θεσσαλονίκης «Η Πρόοδος» (ελληνοτουρκικό, γεν. γραμματέας Π. Ζέκος), μαζί με τα καπνεργατικά σωματεία Καβάλας και Δράμας είχαν αναπτύξει κοινή απεργιακή δράση από το 1913 και, το ίδιο έτος, είχε συνέλθει στα γραφεία της Φεντερασιόν το πρώτο καπνεργατικό συνέδριο Αν. Μακεδονίας, που αποφάσισε τη δημιουργία μιας Κεντρικής Επιτροπής Δράσεως με έδρα την Καβάλα. Τον συντονισμό της Επιτροπής ανέλαβε ο Γιονάς, ενώ τη θέση του στο Διεθνές πήρε ο Α. Μπεναρόγια. Το κοινό έδαφος έχει δημιουργηθεί και στις 10.3.1914 τα σωματεία των τριών πόλεων αποφασίζουν να υποβάλλουν κοινά αιτήματα στους εμπόρους.[4] Όπως μας περιγράφει ο, εκ των πρωταγωνιστών, Μπεναρόγια, «Εις Καβάλλαν αποφασίζεται δια τας αρχάς Μαρτίου 1914 κοινός παγκαπνεργατικός αγών δια την βελτίωσιν και εξίσωσιν των συνθηκών εργασίας εις όλην την Μακεδονίαν. Η γενική απεργία κηρύσσεται εις Καβάλλαν, Δράμαν και τέλος εις Θεσσαλονίκην. Οι καπνεργάται Θεσ/νίκης, όλοι, εμπνευσμένοι και ποτισμένοι από σοσιαλιστικάς αρχάς, αγωνίζονται με θαυμαστήν αντοχήν και συνοχήν».[5]
Τα κοινά αιτήματα συνοψίζονται στην επιστολή του σωματείου «Ευδαιμονία» της Καβάλας:
- Αύξηση του ημερομισθίου των ντεξήδων.
- Αύξηση του ημερομισθίου των στιβαδόρων.
- Δεν θα γίνεται δεκτός για εργασία καπνεργάτης που δεν είναι μέλος των συμβαλλομένων σωματείων Καβάλας, Δράμας και Θεσσαλονίκης.
- Δεν θα γίνονται δεκτοί στα καταστήματα καπνεργάτες που μετακινούνται χωρίς τη σχετική απόδειξη των σωματείων.
- Σε κάθε αίθουσα επεξεργασίας, οι ντεξήδες θα αποτελούν το 35% του προσωπικού.
- Ο πληρεξούσιος τους σωματείου σε κάθε αίθουσα θα αναγνωρίζεται από τους εμπόρους.
- Τα κορίτσια και οι γυναίκες δεν θα εργάζονται ως ντεξήδες αλλά ως πασταλτζήδες.[6]
Όπως βλέπουμε τα αιτήματα δεν είναι μόνο μισθολογικά, αλλά επεκτείνονται και στον έλεγχο της εργασίας, κάτι που είναι ιδιαίτερα δύσκολο να δεχθούν οι καπνέμποροι. Επίσης, είναι ιδιαίτερα εμφανής και η διάσταση του φύλου που προαναφέραμε, καθώς οι άντρες θέλουν ν’ αποκλείσουν διοικητικά τις γυναίκες από τη θέση των ειδικευμένων μαστόρων (ντεξήδων) όπου είχαν αρχίσει να τις προσλαμβάνουν οι εργοδότες, όχι βέβαια γιατί ήταν φεμινιστές, αλλά γιατί τις πλήρωναν λιγότερο. Επιπλέον, οι άντρες ντεξήδες, ως αρχηγοί οικογενειών, όριζαν και ποιοι θα εργαστούν ως βοηθοί τους.
Στη Θεσσαλονίκη γίνεται στις 27.3 κοινή συγκέντρωση των δύο συνδικάτων στα γραφεία της Φεντερασιόν. Εκεί ο Βασίλης Ζαϊρόπουλος, ως εκπρόσωπος της «Πρόοδου» λέει, στα ελληνικά: «Οι καπνέμποροι μας θεωρούν είλωτάς των. Η σημερινή ζωή μας είναι κάθε άλλο παρά ανθρώπινη. Η βελτίωσις αυτής εξαρτάται από ημάς… Εάν ημείς δείξωμεν ότι είμεθα ηνωμένοι, θα μας σεβασθούν οι έμποροι. Δεν θα τολμήσουν εις το μέλλον να περιφρονούν τα δίκαια, τα λογικά, τα ανθρώπινα αιτήματά μας». Στα παραπάνω, ο Αβραάμ Μπεναρόγια, εκ μέρους του Διεθνούς, πρόσθεσε, στα εβραϊκά: «Σήμερον ο εργάτης είναι το πολυτιμότερον κεφάλαιον του εμπόρου. Τα χρήματα θα ήταν νεκρά χωρίς τον εργάτη. Αυτοί όμως μας περιφρονούν. Η απεργία μας θα τους συνετίσει». Την επόμενη μέρα κοινή επιτροπή των δύο σωματείων επισκέπτεται το Διοικητήριο για να συναντηθεί με τον νομάρχη και εκπροσώπους των καπνεμπόρων. Την επιτροπή συνοδεύει διαδήλωση περίπου 1.500 εργατών, γεγονός που προκαλεί την επέμβαση της αστυνομίας, επεισόδια και συλλήψεις.[7]
Τα γεγονότα θα γενικευθούν, καθώς στις 30.3 μπαίνει σε λειτουργία απεργοσπαστικός μηχανισμός. «Οι καπνέμποροι επιστρατεύουν κιτρίνους», αφηγείται ο Μπεναρόγια, «ιδίως τουρκάλες και ατσιγγάνους, περαστικούς μετανάστας, υπό την προστασίαν της χωροφυλακής. Οι απεργοί κάμνουν επανειλημμένας επιθέσεις κατά των καπναποθηκών προς παρεμπόδισιν της εργασίας και κατά των υπό συνοδείαν μεταβαινόντων εις τα εργοστάσια κιτρίνων. Η έφιππος χωροφυλακή επίσης χρησιμοποιείται».[8] Στο σχετικό, πυκνό, ρεπορτάζ ο ανταποκριτής της «Νέας Ελλάδος» στη Θεσσαλονίκη περιγράφει την έκρυθμη κατάσταση: «Σήμερον την πρωίαν ολίγαι Ισραηλίτιδες απεργοί απεπειράθησαν να προτρέψωσι τας “κιτρίνας” Μουσουλμανίδας να απεργήσουν, αλλ’ εκρατήθησαν, απολυθείσαι μετά δίωρον. Από της πρωίας μέχρι της τετάρτης απογευματινής προσήλθον εις το οίκημα του συνδικάτου των καπνεργατών 104 Μουσουλμανίδες “κίτριναι” και ενεγράφησαν εις το μητρώον. Τριάκοντα Μουσουλμανίδες “κίτριναι” συνοδεία χωροφυλάκων διήρχοντο την 9ην πρωινήν προς του οικήματος του συνδικάτου. Οι απεργοί ήρχισαν τότε να τας προτρέπουν όπως απεργήσουν. Αι “κίτριναι” απήντησαν υβριστικώς. Επήλθε συμπλοκή μεταξύ χωροφυλάκων, “κιτρίνων” και απεργών, ων τρεις ετραυματίσθησαν. Την πρωίν κατεσχέθησαν τα φύλλα της σοσιαλιστικής εφημερίδος “Αβάντι”, μόλις την εσπέραν επιτραπείσης της πωλήσεώς της. Εκρατήθησαν τρεις χωροφύλακες, ως ένοχοι βιαιπραγιών εναντίον των απεργών. Οι απεργοί ετηλεγράφησαν προς την εφημερίδα “Ουμανιτέ” του κ. Ζωρές διαμαρτυρόμενοι… Οι απεργοί διενήργησαν μεταξύ των εράνους. Συνελέγησαν 200 δραχμαί όπως διατεθούν δια την πληρωμήν ημερομισθίων των κιτρίνων υπό τον όρον να μη εργασθούν».[9] Όπως σημειώνει ο Φουντανόπουλος οι «Μουσουλμανίδες» δεν βρέθηκαν τυχαία έξω από τα γραφεία της Φεντερασιόν, αλλά οπλισμένες με ξύλα –και με την προτροπή της Κρητικής χωροφυλακής– έκαναν αντιαπεργιακή διαδήλωση εκεί.[10]
Οι συγκρούσεις συνεχίζονται και τις επόμενες ημέρες. «Επί 8 ημέρας η Θεσσαλονίκη γίνεται θέατρον συγκινητικών περιπετειών με συγκρούσεις, τραυματισμούς, συλλήψεις».[11] Παράλληλα η καταστολή επεκτείνεται και στην Καβάλα, όπως φαίνεται από σχετικό τηλεγράφημα που δημοσιεύει η «Νέα Ελλάς», με την υπογραφή του πρόεδρου της Κεντρικής Επιτροπής Καπνεργατικών Σωματείων Ανατολικής Μακεδονίας Δημάδη: «Προ 8 ημερών καπνεργατικός κόσμος Ανατολικής Μακεδονίας, ανερχόμενος εις τεσσαράκοντα χιλιάδας υπέβαλεν αιτήματα εις καπνεμπόρους, τα οποία απερρίφθησαν. Συνεπεία τούτου εκηρύχθη γενική απεργία. Δυστυχώς Κυβερνητικά όργανα παρεξετράπησαν κατ’ απεργών Θεσσαλονίκης, ενώ δε τηρούμεν τάξιν και ησυχίαν παραδειγματικήν, αρχαί Καβάλλας μεροληπτούσαι υπέρ καπνεμπόρων καθημερινώς απειλούσι και πιέζουσι μέλη κεντρικής επιτροπής προς υποχώρησιν και απάρνησιν δικαίων αιτημάτων των, σήμερον δε δια δημοσίων κηρύκων προτρέπουσι καπνεργάτας επαναρχίσωσιν εργασίαν των. Κατάπληκοι προς τοιαύτης δεσποτικής διαγωγής αρχών απέναντι οποίας ωχριά πρώην Χαμιτική απολυταρχία, διεμαρτυρήθημεν εντόνως Πρωθυπουργόν και Πρόεδρον Βουλής. Εν ονόματι Ελληνικής ελευθερίας και Δικαιοσύνης, παρακαλούμεν ενεργήσατε όπως παύση άγριος καθ’ ημών διωγμός».[12]
Η καταστολή προκαλεί την αντίδραση των σοσιαλιστών και των συνδικάτων της πρωτεύουσας. Έτσι ο Σύνδεσμος Των Εργατικών Τάξεων θεωρεί ως «σκανδαλωδώς» μεροληπτική την επέμβαση «των οργάνων της εξουσίας απέναντι των απεργών Θεσσαλονίκης μεταχειρισθέντων μέσα εναντίον των τα οποία καταδικάζει ο στοιχειώδης πολιτισμός (λόγχην, βούρδουλαν, υποκόπανον)», αποφασίζει, «να σταλούν ενθαρρυντικά τηλεγραφήματα προς τους απεργούς εν Καβάλλα και στην Σοσιαλιστικήν Ένωσιν Θεσσαλονίκης υπέρ εξακολουθήσεως του τιμίου αγώνος τον οποίον διεξάγει η εργατική τάξις της Μακεδονίας κατά της πλουτοκρατίας». Από την πλευρά τους, τα Σοσιαλιστικά Κέντρα Αθηνών-Πειραιώς «αποδοκιμάζουν την συκοφαντίαν, ότι οι απεργήσαντες υποκινούνται από πολιτικούς πράκτορας της Βουλγαρίας… Ψηφίζουν χρηματικά βοηθήματα δια τους απεργούς και αποστολήν 200 βιβλίων “Μανιφέστων” Μαρξ Έγγελς. Στέλλουν ψήφισμα διαμαρτυρίας εις το Διεθνές Σοσιαλιστικόν Γραφείον και τας Σοσιαλιστικάς εφημερίδας της Ευρώπης δια την αντεργατικήν διαγωγήν των Ελλήνων αστυνόμων». Τέλος, το Εργατικό Κέντρο Αθηνών «διαμαρτύρεται με όλην την δύναμίν του δια τας αστυνομικάς αγριότητας της Θεσσαλονίκης και της Καβάλλας αι οποίαι καταισχύνουν τον Ελληνικόν Πολιτισμόν και καταργούν το συνταγματικόν δικαίωμα του συνέρχεσθαι. Υψώνει φωνήν δια την παραβίασιν του ασύλου των σωματείων και στιγματίζει την χρησιμοποίησιν λογχών και βουνεύρων εναντίον γυναικών και κορασίδων αμυνομένων δια την εξασφάλισιν του καθημερινού των άρτου. Στέλλει αδελφικόν χαιρετισμόν αλληλεγγύης προς τους αδελφούς απεργούς παρά το πλευρόν των οποίων τάσσει την ωργανωμένην εργατικήν δύναμιν των Αθηνών προς διεκδίκησιν των ιερών εργατικών δικαίων».[13]
Καθώς οι απεργοί παραμένουν ενωμένοι κι αποφασισμένοι και η απεργία βρίσκει πανελλαδική απήχηση αλλά λαμβάνει και διεθνείς διαστάσεις, η κυβέρνηση επείγεται να βρει μια λύση. Καλεί σύσκεψη στο Διοικητήριο για τις 2.4 στην οποία όμως δεν εμφανίζονται οι εργοδότες. Ακολουθούν χωριστές συναντήσεις του διευθυντή του Γραφείου Εργασίας Θ. Λιβερίου και του επιθεωρητή εργασίας Αντ. Πεζανού με τα συνδικάτα, στις 4.4, και με τους καπνέμπορους, την επομένη. Τελικά στις 9.4 υπογράφεται στην Καβάλα ένα πρώτο πρωτόκολλο, με το οποίο οι καπνέμποροι δέχονται «όπως εις έκαστον καπνεργοστάσιον τηρηθή αναλογία 30% δενκτζήδων πρώτης κατηγορίας επί του όλου αριθμού των εργατών αυτού… εφ’ όσον δεν συντρέχει περίπτωσις τις ανωτέρας βίας και εκτός των ρεφουζίων». Λίγες μέρες αργότερα, στις 15 Απριλίου, νέο πρωτόκολλο που υπογράφεται πάλι στην Καβάλα προβλέπει την ίδια αναλογία ντεξήδων αλλά χωρίς εξαιρέσεις.[14] Κατ’ αυτόν τον τρόπο έχουμε την πρώτη στην Ελλάδα συλλογική σύμβαση εργασίας μεταξύ καπνεμπόρων και καπνεργατών.[15] Ή, με τα λόγια του ίδιου του Μπεναρόγια, «επεμβαίνει η Διοίκησις και εν γενικόν συμβόλαιον εργασίας υπογράφεται μεταξύ των διαμαχομένων και αυτής της Διοικήσεως με πλείστας παραχωρήσεις προς τους εργάτας. Έτσι η απεργία λήγει θριαμβευτικώς».[16]
Παραπομπές:
[1] Κώστας Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη (1908-1936): Ηθική οικονομία και συλλογική δράση στο Μεσοπόλεμο, Νεφέλη, Αθήνα 2005, σ. 183.
[2] Archives C. Huysmans, Gréce, όπως παρατίθεται στο Κωστής Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης: Η διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα, 3η έκδ., Καστανιώτης, Αθήνα 1998, σ. 387.
[3] Κ. Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην ιστορία…, ό.π., σ. 387.
[4] Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα…, ό.π., σ. 182-183.
[5] Γιάνης Κορδάτος, Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, 7η έκδ., Μπουκουμάνης, Αθήνα 1972, σ. 200.
[6] Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα…, ό.π., σ. 183.
[7] Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα…, ό.π., σ. 184.
[8] Γ. Κορδάτος, Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, ό.π., σ. 200-201.
[9] Νέα Ελλάς, 31.3.1914.
[10] Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα…, ό.π., σ. 185.
[11] Γ. Κορδάτος, Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, ό.π., σ. 201.
[12] Νέα Ελλάς, 31.3.1914.
[14] Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα…, ό.π., σ. 188.
[15] Αλέξανδρος Δάγκας, Συμβολή στην έρευνα για την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης: Οικονομική δομή και κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, 1912-1940, Επαγγελματικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 652.
[16] Γ. Κορδάτος, Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, ό.π., σ. 201.