in

130 χρόνια Χάιντεγκερ. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

130 χρόνια Χάιντεγκερ. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Χάνα Άρεντ, Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ είναι ογδόντα χρονών (μτφρ.: Στέφανος Ροζάνης, επίμετρο: Αλέξανδρος Σχισμένος), Έρμα 2019, σελ. 64

 

Η «Μεγάλη των Φιλοσόφων Σχολή» –όπως κολακεύονταν να αποκαλούν τη Φιλοσοφική Αθηνών, χωρίς συνείδηση του φαιδρού, οι ελάσσονες καθηγητές της–, είχε πάθος με τον Χάιντεγκερ. Σημαιοφόρος αυτού του πάθους, η «Φιλοσοφική Προπαιδεία», το εισαγωγικό εγχειρίδιο του Γρηγορίου Κωσταρά για το πρώτο έτος της σχολής, εξηγούσε με δημοσιογραφικό στόμφο ότι ο συγγραφέας του Είναι και Χρόνος υπήρξε ο μεγαλύτερος φιλόσοφος του εικοστού αιώνα, σε αντίθεση με τον Μαρξ, που ήταν ένας «κακογράφος της διαλεκτικής».

Το δίλημμα «Χάιντεγκερ ή Μαρξ» αυτής της αραχνιασμένης κατήχησης υποβίβασε για χρόνια στη σκέψη μας τον Χάιντεγκερ σε απλά «εξεταστέα ύλη». Θα χρειάζονταν χρόνος και συνδέσεις –με την Άρεντ και τον Ντεριντά, με τη συζήτηση για τη νεωτερικότητα και το μεταμοντέρνο–, μέχρι αυτή η προκατάληψη να πεταχτεί στο καλάθι των άχρηστων προκαταλήψεων.

Στην ίδια υπόθεση, στη διάσωση του Χάιντεγκερ από τα παραμορφωτικά ακαδημαϊκά εγχειρίδια, συμβάλλουν μια δεκαετία τώρα και οι εκδοτικές «επιστροφές» στη Γερμανία του Μεσοπολέμου· εξίσου τακτικές, ανάμεσά τους, είναι οι επιστροφές στον ίδιο τον Μάρτιν Χάιντεγκερ (1889-1976). Μετρώντας μόνο τις εκδόσεις στα ελληνικά που συμπίπτουν με τα «στρογγυλά» γενέθλιά του, μετράω:

* Το 2009, το δοκίμιο Χάιντεγκερ, του σημαντικού Αμερικανού κριτικού Τζορτζ Στάινερ (συγγραφέα του Τολστόι ή Ντοστογέφσκι [μτφρ.: Κώστα Σπαθαράκη, Αντίποδες 2016] και της Νοσταλγίας του Απόλυτου [μτφρ.: Παλμύρα Ισμυρίδου, Άγρα 2007]). Ο Στάινερ αναδεικνύει εκεί τα νήματα που δένουν τη φιλοσοφία με τον δεσποτισμό, από τον Πλάτωνα μέχρι τον Γερμανό φιλόσοφο.

* Στα τέλη του 2018, ο Νικήτας Σινιόσογλου μάς διαβάζει στις Μαύρες Διαθήκες τα «σκοτεινά» ημερολόγια των Χάιντεγκερ και Καρλ Σμιτ (βλ. την παρουσίαση, εδώ, του Χρήστου Λάσκου, 9.2.2019), συνομιλώντας έτσι με αντίστοιχες εκδόσεις στο εξωτερικό[1].

* Στα Παιδιά του Χάιντεγκερ, βιβλίο που κυκλοφόρησε επίσης μέσα στο 2019, ο Ρίτσαρντ Γουόλιν ψάχνει το ίχνος του Γερμανού φιλοσόφου στη σκέψη των τεσσάρων σημαντικότερων ίσως μαθητών του –της Άρεντ, του Καρλ Λέβιτ, του Χανς Γιόνας και του Μαρκούζε–, και καταπιάνεται με το πώς εξέλαβαν οι μαθητές τη σχέση του δασκάλου με το ναζιστικό κόμμα.

* Μέσα στο 2019, τέλος, οι εκδόσεις Έρμα μας δωρίζουν ένα κείμενο του 1969, γραμμένο από την Άρεντ για να τιμήσει τα ογδοηκοστά γενέθλια του πνευματικού μέντορά της.

Ποιον Χάιντεγκερ εξυψώνουν και ποιον μας προειδοποιούν να αποφύγουμε αυτές οι «επιστροφές»; Με τον προκλητικό τρόπο που το έθετε ο Αντόρνο: σε τι χρησιμεύει ακόμα η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ;  Το ωραίο μικρό κείμενο της Άρεντ, που συζητάμε σήμερα, προτείνει κάποιες πρώτες απαντήσεις· μέσα στη χρονιά, θα συνεχίσουμε με τους «Χάιντεγκερ» του Τζορτζ Στάινερ και του Ρίτσαρντ Γουόλιν.

***

Λέει κάπου ο Χάιντεγκερ (και μας το θυμίζει ο Σινιόσογλου) ότι νεωτερικός είναι ο τρόπος ύπαρξης που ορίζει μια εφήμερη, χρηστική, εργαλειακή σχέση με τα πράγματα και τους ανθρώπους. Το κείμενο της Άρεντ για τον δάσκαλό της δείχνει προς έναν άλλο τρόπο ύπαρξης.

Για να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται, η ίδια μας ξεναγεί στα γερμανικά πανεπιστήμια μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Εκεί, μας λέει, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη Γερμανία από το Νοέμβριο του 1918, «δεν υπήρξε κάποια εξέγερση, αλλά μια διάχυτη δυσφορία για την ακαδημαϊκή διδασκαλία και μάθηση σε όσα τμήματα ήταν κάτι περισσότερο από επαγγελματικές σχολές» (σ. 12). Ειδικά στα τμήματα Φιλοσοφίας:

Η φιλοσοφία δεν ήταν μια σπουδή για να βγάζει κάποιος το ψωμί του, αλλά μάλλον η σπουδή εκείνη των αποφασισμένων να ψωμολυσσάνε, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ήταν οι πιο δύσκολοι να ικανοποιηθούν (ό.π.).

Το μεν πανεπιστήμιο, λοιπόν, προσέφερε στους φοιτητές του είτε Σχολές σκέψης (νέο-Καντιανοί, νέο-Εγελιανοί κλπ). Είτε γνώση κατακερματισμένη σε ακαδημαϊκές πειθαρχίες: επιστημολογία, ηθική, λογική αισθητική. Όσοι, από την άλλη, εξεγείρονταν απέναντι σε αυτή την άγονη τακτοποίηση, ο Χούσερλ για παράδειγμα (που πρότεινε μια φαινομενολογία αντίθετη στην εμπειρική ψυχολογία: προσανατολισμένη στο ίδιο το ψυχικό, και ασχολούμενη με τον προσανατολισμό των βιωμάτων προς ένα αντικείμενο), όλο που επιζητούσε ήταν να δώσει στη φιλοσοφία το κύρος της «αυστηρής επιστήμης» (σ. 13).

Απέναντι σε αυτά, ο Χάιντεγκερ γοήτευσε ένα κοινό λίγων ανθρώπων, γιατί οι άνθρωποι αυτοί μπορούσαν να διακρίνουν

«ένα γνωστικό πανεπιστημιακό αντικείμενο από μια εμπειρία σκέψης» [και οι ίδιοι] ήταν εντελώς αδιάφοροι για το γνωστικό πανεπιστημιακό αντικείμενο (σ. 14).

Το γοητευτικό, λοιπόν, ήταν ότι ο άνθρωπος που αντικατέστησε τον Χούσερλ στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ  «κατακτούσε “τα πράγματα” [αλλά] γνώριζε ότι αυτά τα πράγματα δεν αποτελούσαν ακαδημαϊκά ζητήματα αλλά απασχολήσεις σκεπτόμενων ανθρώπων –απασχολήσεις όχι μόνο του χθες και του σήμερα, αλλά και προ αμνημονεύτων ετών […]» (σ. 15).

Για να μας γνωρίσει αυτόν τον γοητευτικό Χάιντεγκερ, η Άρεντ μας διαβάζει τον Πλάτωνα: εκείνος πρωτομίλησε στον Θεαίτητο για τη σκέψη ως πάθος – εκείνος εντόπισε στο θαυμάζειν την απαρχή της φιλοσοφίας (σ. 25-26).

Με τη σειρά του, ο Χάιντεγκερ μίλησε κι αυτός για την ικανότητα να θαυμάζει κανείς το απλό. Πρόσθεσε όμως σε αυτή κάτι κρίσιμο: την ικανότητα να αποδέχεται, επίσης, και να αναγνωρίζει κανείς το θαυμάζειν «ως διαμονή». Η διαμονή αυτή –στην έδρα της σκέψης: στον τόπο του πάθους και του θαυμασμού–, δεν βρίσκεται στις κατοικίες των ανθρώπων. Εξηγεί η Άρεντ αυτή την ιδιαίτερη σχέση με τα εγκόσμια:

Αν σταθείτε πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι σε έναν άνθρωπο, σίγουρα θα τον αντιληφθείτε κατά τη σωματική του παρουσία, όμως δεν θα σκεφτείτε περί αυτού. Και αν σκεφθείτε περί αυτού, ενώ αυτός είναι παρών, αποσύρεστε μυστικά από την άμεση αντιμετώπιση. Προκειμένου να έλθετε κοντά, κατά το σκέπτεσθαι, με ένα πράγμα ή με ένα ανθρώπινο ον, πρέπει να κρατηθεί μια απόσταση από την άμεση αντίληψη. Το σκέπτεσθαι, λέει ο Χάιντεγκερ, «έρχεται-στην-εγγύτητα εξ αποστάσεως» […] Αυτή η αντιστροφή της σχέσης –το ότι σκέπτεσθαι απομακρύνει ό,τι είναι κοντινό, αποσυρόμενο από το εγγύτατο και έλκοντας το βρισκόμενο σε απόσταση μέσα στην εγγύτητα–, είναι αποφασιστική αν θέλουμε να βρούμε απάντηση στο ερώτημα πού είμαστε όταν σκεπτόμαστε (σ. 28-9).

Αυτή η σχέση κοντινού-μακρινού, παρουσίας-απουσίας, απόκρυψης και φανέρωσης, και το πώς η ίδια ανατρέπεται μέσα στη σκέψη, είναι, μας λέει η Άρεντ, η μέριμνα που συνέχει ολόκληρο το φιλοσοφικό έργο του Χάιντεγκερ. Του ανθρώπου, ας μην το ξεχνάμε, που κήρυξε το τέλος της φιλοσοφίας, για χάρη της σκέψης του αρχέγονου. Με τα δικά του τα λόγια, στην Επιστολή για τον ανθρωπισμό (μτφρ.: Γιώργος Ξηροπαΐδης, Ροές 2000):

Είναι καιρός πια να πάψουμε να υπερτιμάμε τη φιλοσοφία και να αξιώνουμε από αυτή υπερβολικά. Ό,τι χρειαζόμαστε στη σημερινή παγκόσμια κρίση είναι λιγότερη φιλοσοφία, αλλά περισσότερη προσοχή στη σκέψη· λιγότερη φιλολογία, αλλά περισσότερη φροντίδα για το γράμμα. Η μελλοντική/ελευσόμενη σκέψη δεν είναι πλέον φιλοσοφία, επειδή σκέπτεται πιο αρχέγονα από τη μεταφυσική, που είναι έννοια ταυτόσημη με τη φιλοσοφία. Αλλά ούτε μπορεί η μελλοντική σκέψη να εγκαταλείψει το όνομα της «φιλίας για τη σοφία», όπως τα απαιτούσε ο Χέγκελ, και να γίνει η ίδια σοφία, με τη μορφή της απόλυτης γνώσης. Η σκέψη κατεβαίνει στην ένδεια της προσωρινής της ουσίας. Η σκέψη συλλέγει τη γλώσσα από το απλό λέγειν.

Η σκέψη ψηλώνει κατοικώντας το πάθος για το απλό. Θαυμάζοντάς το όμως, καταργώντας τα όρια ανάμεσα σε αυτόν που θαυμάζει και το αντικείμενο του θαυμασμού (τα όρια του μέσα και του έξω: τις προϋποθέσεις της σκέψης, ιστορικές και κοινωνικές), αυτός που σκέφτεται διακινδυνεύει: Είτε να πέσει στο πηγάδι, όπως ο Θαλής στον Θεαίτητο. Είτε να προσπαθήσει να εξαφανίσει την ποίηση, όπως ο Πλάτων στην Πολιτεία. Είτε να εντοπίσει το αρχέγονο στην καθαρή «θέληση για δύναμη» του ναζισμού, όπως συνέβη στον Χάιντεγκερ. Οι μεγάλοι κίνδυνοι, από την άλλη, δεν απειλούν τους ελάσσονες.

 

 


[1] Βλ. Ingo Farin & Jeff Malpas, Reading Heidegger’s Black Notebooks 1931–1941, 2016· Nikolas Weil, Heidegger et les cahiers noirs – Mystique du ressentiment, 2018.

 

Φωτό: Hannah Arendt at Wesleyan University, 1963. Credit: http://roth.blogs.wesleyan.edu/files/2013/09/Arendt-in-class-room.jpg

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Πέντε στρατηγικές του υβριδικού πολέμου στη Βολιβία. Του Κλάουντιο Φαμπιάν Γκεβάρα

Πυρ ομαδόν στην κυβέρνηση για τα «κέντρα – φυλακές»