in

Ok boomer. Του Χρήστου Λάσκου

Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης, Πόλις, σελ. 236

 

First we take Manhattan then we take Berlin

Leonard Cohen

Ξεκινώ με δύο «επουσιώδεις» παρατηρήσεις.

Πρώτον, γιατί είναι τόσο σημαντική η γενεακή διάσταση σε ένα βιβλίο, που αφορά τη σοσιαλδημοκρατία, ώστε να εμφανίζεται στο εξώφυλλο με τους πιο έντονους χαρακτήρες;

Δεύτερον, όταν, στο παράθεμα, λέμε we, ποιοι είναι οι we;

Θέλω να ξεμπερδέψω γρήγορα με τις φιλοφρονήσεις. Γι’ αυτό, ήδη σε αυτό το σημείο, λέω πως το βιβλίο του Μπαλαμπανίδη είναι εξαιρετικό. Σε ό,τι αφορά, δε, τα δοκίμια, που διάκεινται θετικά προς τη σοσιαλδημοκρατία, μοναδικό. Παρέχει πλούσια τροφή για σκέψη, τόσο που είναι δύσκολο να αξιοποιηθεί με κάποιον «σύντομο» τρόπο. Αν, μάλιστα, διαβαστεί μαζί με το κείμενό του «Σοσιαλδημοκρατία made in USA», από τον συλλογικό τόμο Η σοσιαλδημοκρατία στο προσκήνιο (Πόλις, σελ. 137 -169), τότε η ανάλυσή του ενισχύεται πολύ περισσότερο.

Το επιχείρημα του βιβλίου αρθρώνεται γύρω από κάποιους άξονες, μεταξύ των οποίων, καθοριστικοί, νομίζω, είναι οι παρακάτω:

α. Η πολιτική δεν μπορεί παρά να είναι μια συγκρουσιακή πρακτική, που οδηγεί στην αναγνώριση της κεντρικότητας του διπόλου Αριστερά -Δεξιά, του καταστατικού του χαρακτήρα.

β. Μετά από μια μεγάλη χρονική περίοδο, στην οποία υπερίσχυσαν, στην πολιτική διαμάχη ζητήματα ταυτότητας, δικαιωμάτων και μια πολιτισμική, εν πολλοίς, μεταϋλιστική ατζέντα, τα «παλιά καλά» προτάγματα της  «προοδευτικής» πολιτικής, ιδίως αυτά της υλικής ανασφάλειας και της μαζικής αποστέρησης, τα ταξικά, δηλαδή, ζητήματα επανέρχονται στο επίκεντρο.

γ. Ένα από τα κεντρικά χαρακτηριστικά της εποχής μας, των πολυκρίσεων, είναι η μεγάλη ενίσχυση της ακροδεξιάς, η οποία, όλο και περισσότερο, σε όλο και μεγαλύτερη επικράτεια, αποκτά κεντρικό ρόλο στον πολιτικό ανταγωνισμό.

δ. Ευτυχώς, την ίδια περίοδο, εμφανίζεται και μια επανάκαμψη της σοσιαλδημοκρατίας, μετατοπισμένης προς τα αριστερά, η οποία δεν είναι πια μόνο σχέδιο, αλλά έχει έμπρακτη και ισχυρή παρουσία. Εκτός από τις ευρωπαϊκές παραλλαγές της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, η αμερικάνικη εκδοχή εμφανίζεται ως η πιο ριζοσπαστική, αλλά και η πιο ελπιδοφόρα.

Η παραπάνω έκθεση, φυσικά, περιορίζει, σε ένα βαθμό, το πολύ πλουσιότερο δοκίμιο του Μπαλαμπανίδη. Δεν το ακρωτηριάζει, όμως. Γιατί, γύρω από τα τέσσερα αυτά σημεία, νομίζω, μπορεί να αναπτυχθεί ένας διάλογος που δεν προδίδει το θεμελιώδες επιχείρημά του. Απέναντι στο οποίο, με όλο τον σεβασμό, έχω ισχυρές επιφυλάξεις. Εξηγούμαι, ακολουθώντας την άρθρωση της έκθεσης, που έχει προηγηθεί από μέρους μου.

α. Αν το κύριο δίπολο της πολιτικής διαμάχης είναι το Αριστερά -Δεξιά, ποιος είναι ο λόγος να το υποκαθιστούμε με το Πρόοδος -Συντήρηση; Το μόνο που μπορεί να εξηγεί μια τέτοια επιλογή είναι η πρόθεση, χωρίς να απορρίψουμε το πρώτο δίπολο, με την προσθήκη του δεύτερου,  να λειάνουμε στοιχεία της ιστορίας της αριστεράς, που φέρουν μαζί τους συνδηλώσεις και παραδηλώσεις σχετικά άβολες. Όπως, για παράδειγμα, ένα διαρκές ρεύμα προσέγγισης της ιστορίας και της πολιτικής σύγκρουσης με επαναστατικούς όρους -ένα ρεύμα, που καθόρισε, νομίζω περισσότερο, ή τουλάχιστον το ίδιο, με την «μεταρρυθμιστική» παραλλαγή, τις διεθνείς εξελίξεις για τη μεγαλύτερη διάρκεια των τελευταίων δύο αιώνων.

Η πρόταξη, επιπλέον, του διπόλου Πρόοδος -Συντήρηση, με όλη την αποδοχή και του «άλλου», επιτρέπει την έκλειψη -ασυνείδητη, ίσως- της κρίσιμης λέξης «καπιταλισμός», που, μέχρι, περίπου, τη δεκαετία του ’80, ήταν ο βασικός αντίπαλος του εργατικού και του αριστερού, ακόμη και στις μετριοπαθείς του εκδοχές, κινήματος. Η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, στα καθ’ ημάς, είναι ενδεικτική. Ο καπιταλισμός έχει εξαφανιστεί ολοκληρωτικά από τον λόγο του από την στιγμή που απέκτησε στον τίτλο του την προοδευτική ουρά.

Νομίζω, όμως, πως, για να θυμηθώ τον Χορκχάιμερ, όποιος δεν μιλάει για καπιταλισμό δεν μπορεί να μιλάει για φασισμό, και, πλέον, δεν μπορεί να μιλάει, στα σοβαρά, για τίποτε σχεδόν -σίγουρα όχι για τις διαδοχικές, συνεχείς και αλληλοδιαπλεκόμενες κρίσεις. Ούτε, βέβαια, για την κλιματική καταστροφή. Είναι εθελοτυφλία να μην κατανοούμε πως το σύνολο αυτών των φαινομένων είναι συναρτημένα,  όχι απλώς σχετιζόμενα, με την καπιταλιστική συσσώρευση και το κίνητρο του κέρδους. Με τα πιο συστατικά, δηλαδή, στοιχεία του συστήματος.

Αυτή η συστημική -και όχι συγκυριακή- προέλευση των δεινών της εποχής κάνει αδύνατη την ευγενή και ευπροσήγορη πολιτική παρέμβαση «υπέρ των αδυνάτων» -από τους ίδιους, καλύτερα. Όχι από μνησικακία, όπως ποικίλοι ακρο-κεντρώοι «αντιλαϊκιστές» ισχυρίζονται, αλλά από ανάγκη.

Έτσι, η σαφής βούληση αποφυγής του «εμφυλίου πολέμου» δεν κάνει τον τελευταίο λιγότερο πολιτικό –«συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα», που έλεγε κι ο άλλος. Η διάθεση αποφυγής των αγριοτήτων, μιας παραλλαγής της πολιτικής, όπως αυτή εμφανίζεται στον κινηματογραφικό Τζόκερ, δεν βοηθιέται από την μη -συμπερίληψη της πιο καθοριστικής διάστασης της ζωής για την πλειοψηφία των ανθρώπων σήμερα, του καταναγκασμού που τους ασκείται και της πρωτοφανούς εκμετάλλευσης που υφίστανται. Η εξαιρετικά εκτεταμένη και ακραία βιοτική ανασφάλεια δεν επιτρέπει τα καλά αισθήματα, στο μέτρο, μάλιστα, που γίνεται η κύρια διάσταση της ιδεολογίας, η οποία παίρνει, με τον πιο καθαρό τρόπο, υλικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό, νομίζω, δεν έχει μεγάλη τύχη η διαπίστωση πως «[ο]ι ταυτότητες τύπου φίλος -εχθρός δεν οδηγούν σε ένα καλύτερο μέλλον» (σελ. 51). Όπως το έθεσε ο Εντουάρ Λουί, λίγο πριν από το δεύτερο γύρο των γαλλικών εκλογών, πηγαίνοντας με μανταλάκι στη μύτη να ψηφίσει ενάντια στη Λεπέν, «[ε]νάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο, που μισώ βαθιά».

Καμιά «προοδευτική πολιτική», νομίζω, δεν μπορεί να αντιπροσωπεύσει τα πάθη της ψυχής των αναρίθμητων καταπιεζόμενων και εκμεταλλευόμενων ανθρώπων, επιτυγχάνοντας έτσι τη διαμεσολάβησή τους σε μια θετική κατεύθυνση αλλαγής της ζωής. Επιδιώκοντας οριακές βελτιώσεις -που ούτε αυτές φαίνονται εφικτές-, αντιπαρατίθεται με επιλογές ενός ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού -τις οποίες, στην πράξη, όπως έδειξαν και οι πρόσφατες εμπειρίες μας, κάνει τον κύριο αντίπαλό της.

β. Η επαναφορά της ταξικότητας στο επίκεντρο της πολιτικής σωστά λέγεται πως δεν θα πρέπει να θεωρήσει ως «δευτερεύοντα» τα ταυτοτικά, «δικαιωματικά», πολιτισμικά προτάγματα. Κάθε άλλο. Αν και πιστεύω ότι, όπως το έθεσε Eric Ohlin Wright, στην κοινωνική έρευνα και θεωρία, η μόνη ανεξάρτητη μεταβλητή είναι η κοινωνική τάξη, πράγμα, στο οποίο θα πρέπει να δώσουμε τη βαρύτητα που του αντιστοιχεί, αυτό καθόλου δεν πρέπει να υποβαθμίζει, ιδίως στο βραχύ και μέσο χρόνο, τις «εξαρτημένες μεταβλητές». Αυτό, νομίζω, είναι κατακτημένο από τη δεκαετία του ’60, τουλάχιστον, στο χώρο της Νέας Αριστεράς. Όπως και η αντιμετώπιση της νεολαίας ως κοινωνικής κατηγορίας. Η αναφορά στις γενιές, λοιπόν, δεν είναι πρόσφατη στην κοινωνική θεωρία. Και είναι πιθανόν παλιότερες «νέες γενιές» να είχαν μεγαλύτερη απόσταση από τη γενιά των γονιών τους, από, ό,τι οι σημερινές. Υπάρχει, όμως, και κάτι περισσότερο. Σε αντίθεση με μια αντίληψη που αντιλαμβάνεται την «προοδευτική» κοινωνική συμμαχία να αποτελείται από τις κατώτερες τάξεις ως τις «γενιές», έχει, νομίζω, μεγάλη σημασία να κατανοήσουμε πως εντός των «γενιών» εμφανίζονται, επίσης, κοινωνικές διαφορές ταξικού χαρακτήρα. Είναι πολύ διαφορετική η συνθήκη όσο και οι εμπειρίες, αλλά και οι προοπτικές, του παιδιού από μια εργατική οικογένεια που φοιτά στο ΕΠΑΛ Ευόσμου από ό,τι αυτό μιας, σχετικά έστω, «ευκατάστατης οικογένειας». Όπως και οι μπούμερς βιώνουν πολύ διαφορετικές συνθήκες.

Υπάρχει μια εκτεταμένη παρεξήγηση, σε ό,τι αφορά την «ευημερία», που προηγήθηκε της κρίσης. Ακόμη και στα σκληρά νούμερα, η σύγχυση περισσεύει. Λέγεται, π.χ., στο βιβλίο πως οι ρυθμοί μεγέθυνσης τις τελευταίες δεκαετίες και μέχρι το 2008 ήταν μεγάλοι και υποστηρικτικοί μιας καλής ζωής για την πλειοψηφία. Απλώς δεν ισχύει. Αυτές οι δεκαετίες, της κατίσχυσης του νεοφιλελευθερισμού  θυμίζω, χαρακτηρίστηκαν από ρυθμούς ούτε στο ήμισυ αυτών της μεταπολεμικής περιόδου, από μεταβολές στην παραγωγικότητα πραγματικά ασήμαντες και από πραγματικούς μισθούς ίσους ή και μικρότερους αυτών της δεκαετίας του ’70. Η ευημερία δεν ήταν για όλους. Ίσα ίσα η ευημερία των μεν στηρίχτηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό στην εκμετάλλευση των δε.

Και είναι κρίσιμο να μιλάμε για εκμετάλλευση. Για εκμετάλλευση, όχι για ανισότητες. Η χρήση της δεύτερης λέξης δίνει την ψευδαίσθηση των δυνατοτήτων ουσιαστικής άρσης τους. Η χρήση της πρώτης παραπέμπει στην καρδιά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Και κάνει προφανή την ανάγκη υπέρβασής του για τη κατάκτηση μιας καλής, δημιουργικής και ασφαλούς ζωής για όλους στο μακρό χρόνο. Η αναφορά στις ανισότητες, χωρίς ριζικές αλλαγές στον τρόπο παραγωγής, κάνει τον Πικετί να προτείνει την επιβολή ενός παγκόσμιου φόρου στον πλούτο! Πράγμα σαφώς ουτοπικότερο από την αταξική κοινωνία, νομίζω.

Όταν στις ΗΠΑ -και σχετικά παρόμοια, στην υπόλοιπη Δύση- το κατώτερο 50% του πληθυσμού κατέχει το 2% του πλούτου, ποιος στα σοβαρά μπορεί με τρικ να «άρει» τις ανισότητες. Πραγματική άρση των ανισοτήτων θα σήμαινε ριζική απαλλοτρίωση των μεγάλων περιουσιών. Ή τίποτε.

Η επίκληση των trente glorieuses είναι εντελώς παραπειστική. Η «καλύτερη εποχή» στην ιστορία του καπιταλισμού είχε ως απαραίτητες προϋποθέσεις ένα ισχυρότατο εργατικό κίνημα και, ακόμα περισσότερο, τον, πολύ πραγματικό για τις άρχουσες τάξεις, φόβο της επανάστασης. Η σωτηρία του καπιταλισμού από τον καπιταλισμό έγινε η κύρια μέριμνα.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερα οξεία αίσθηση της πραγματικότητας, για να αντιληφθούμε πως τίποτε δεν είναι το ίδιο. Πολύ περισσότερο που, ανεξάρτητα από την κρίση, στις «κανονικές εποχές», η παραγωγικότητα αγκομαχάει, η παραγωγική επένδυση απομειώνεται χρόνο με τον χρόνο, η συσσώρευση επιβραδύνεται έντονα, η μεγέθυνση υποχωρεί και η αναγκαία, επί ποινή  εξαφάνισης, κερδοφορία γίνεται αδύνατη χωρίς τη μεγαλύτερη δυνατή εκμετάλλευση της εργασίας.

Το Κεφάλαιο του Μαρξ είναι πολύ χρησιμότερο από το Κεφάλαιο του Πικετί. Δυστυχώς το πρώτο ελάχιστα μελετάται -όπως και το δεύτερο, βέβαια, στην πράξη.

γ. Για την ακροδεξιά, η ανάλυση του Μπαλαμπανίδη, είναι εύστοχη και συμπεριληπτική πολλών πλευρών του φαινομένου. Αυτό που αξίζει να τονιστεί, νομίζω, είναι το γεγονός πως η ακροδεξιά, αλλά και η πιο κεντροδεξιά πλευρά της πολυκατοικίας, κερδίζει όσο περισσότερο «ριζοσπαστικοποιείται».  Είναι ο ριζοσπαστισμός που αποτελεί το κλειδί της επιτυχίας, όχι ο συντηρητισμός της. Πράγμα, που έχει να δώσει διδάγματα και στην άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος. Αυτός ο ριζοσπαστισμός είναι που κάνει αποτελεσματική την παρέμβαση της στα κατώτερα στρώματα, τα οποία, αντιμετωπίζοντας πολύ σοβαρά προβλήματα, σε πολλές πτυχές της ζωής τους, αισθάνονται να μην εκπροσωπούνται καθόλου από τους παραδοσιακούς πολιτικούς φορείς τους.

Υπάρχει, βέβαια, και κάτι ακόμη. Το «κέντρο» είναι, με το δικό του τρόπο, τόσο ακραίο όσο και η δεξιά. Δεν είναι τυχαίο πως στη Γαλλία, ενώ η αριστερά με σαφήνεια τοποθετήθηκε ενάντια στους ακροδεξιούς στις βουλευτικές περιφέρειες, όποιον κι αν είχαν απέναντί τους, ο Μακρόν πετούσε αετό, όταν αριστεροί βρέθηκαν απέναντι σε ακροδεξιούς. Νομίζω, είναι λογικό να υποθέσουμε πως, αν στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών περνούσε ο Μελανσόν απέναντι στη Λεπέν, ο πρόεδρος των πλουσίων δεν θα καλούσε σε καταψήφισή της.

δ. Τα καλά νέα, τώρα: η σοσιαλδημοκρατία επανακάμπτει και, μάλιστα, σε αριστερές εκδοχές της. Ο Μπάιντεν μιλάει στο όνομα του απλού ανθρώπου, ακόμα καλύτερα, του working class hero, που «έχτισε αυτήν την χώρα», απορρίπτει τα trickle down economics, καλεί τους εργοδότες να «πληρώνουν καλύτερα», καταθέτει και υλοποιεί ένα εκτεταμένο κεϊνσιανό πρόγραμμα ενίσχυσης των βασικών υποδομών και των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, υποστήριξης του κράτους πρόνοιας, μείωσης των ανισοτήτων και αύξησης των εισοδημάτων των εργαζομένων τάξεων. Δίνει, έτσι, ένα πρότυπο σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής για τη νέα εποχή.

Να θυμίσω εδώ πως η σοσιαλδημοκρατία τις τελευταίες δεκαετίες δεν σάλπισε, απλώς, υποχώρηση μπροστά στον νεοφιλελεύθερο οδοστρωτήρα. Προσχώρησε με το ζήλο νεοπροσήλυτου  και ηγήθηκε της ολοκληρωτικής κατίσχυσής του. Χωρίς αυτήν την προσχώρηση, τα πράγματα δεν θα ήταν τόσο εύκολα για τους νεοφιλελεύθερους -ας θυμηθούμε πως η Θάτσερ έφυγε νύχτα, όταν είχε την φαεινή να επιβάλλει κεφαλικό φόρο. Ήρθε ο Μπλερ και ολοκλήρωσε το έργο των Τόρηδων.

Ήταν ο Σημίτης, στα καθ’ ημάς, που ιδιωτικοποίησε το μεγαλύτερο μέρος των δημόσιων επιχειρήσεων και μετέτρεψε, όσο μπορούσε, τους εργαζόμενους σε απασχολήσιμους,  επέβαλε τα ιδιωτικοοικονομικά και αγοραία κριτήρια στο σύνολο των οικονομικών διαδικασιών, μας έκανε «ευέλικτους» και «ανθεκτικούς» και ολοκλήρωσε ένα σημαντικό τμήμα των δυσώνυμων «μεταρρυθμίσεων», που διαμόρφωσαν, μεταξύ άλλων, τη γενιά των 700 ευρώ. Και άλλα και άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός.

Ήταν ο Κλίντον, που επέβαλλε τη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» και έκανε τη «δομική προσαρμογή», που τόσο καλά υποστήκαμε κι εμείς, υποχρεωτική, για όποιον δεν ήθελε να καταρρεύσει άμεσα, υπό την πίεση ενός, απελευθερωμένου από τον ίδιο, χρηματοπιστωτικού συστήματος, που έγινε βασικός άξονας για την, τόσο δημοφιλή προς άρση, έκρηξη των ανισοτήτων, στο εισόδημα και τον πλούτο.

Η σοσιαλδημοκρατία, λοιπόν, στις δεκαετίες του νεοφιλελευθερισμού και της «παγκοσμιοποίησης»  δεν ήταν  η μετριοπαθής πτέρυγα της αριστεράς, που επεδίωκε μεταρρυθμίσεις προς όφελος του κόσμου της εργασίας. Το ακριβώς αντίθετο. Ακκίζονταν πως ήταν η κατεξοχήν παράταξη των νικητών της παγκοσμιοποίησης. Των «δυναμικών» στρωμάτων, εκείνων που «δεν περίμεναν από την αναδιανομή του πλούτου», αλλά τον παρήγαγαν. Όχι τους άθλιους, τους deplorables, που έλεγε και η Χίλαρι, αλλά τους «πολίτες του κόσμου».  Κι άλλα τέτοια φαιδρά, αλλά πολύ επώδυνα για την κοινωνική πλειονότητα.

Αυτά έγιναν και, νομίζω, δεν αμφισβητούνται. Ο Μπαλαμπανίδης, ωστόσο, πιστεύει πως, πρόσφατα, έχει αρχίσει να επισυμβαίνει μια ουσιαστική στροφή. Η περίπτωση Μπάιντεν είναι ενδεικτική και αποτελεί έναν οδηγό, μετά τη μεγάλη στιγμή Ομπάμα, η οποία, επίσης, κατά τη γνώμη του, αποτέλεσε τομή.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τόσο σε επίπεδο λόγου όσο και σε επίπεδο διακηρυγμένων προγραμμάτων, ο Μπάιντεν εμφανίζεται διαφορετικός από τους προηγούμενους Αμερικανούς προέδρους. Η επίδραση του φαινομένου Μπέρνι Σάντερς και των squad είναι, όπως σημειώνει και ο Μπαλαμπανίδης, προφανής.

Δυστυχώς, όμως, υπάρχουν κάποια θέματα. Εκτός του γεγονότος πως ο Μπάιντεν έχει αποδειχτεί ανυποχώρητο γεράκι σε ό,τι αφορά τον ανταγωνισμό με την Κίνα -και όχι από αντιαυταρχική διάθεση- είναι και ο πρώτος διεθνώς, που εφαρμόζει μια προτιμησιακή βιομηχανική πολιτική, ακραία προστατευτική απέναντι στους Ευρωπαίους συμμάχους του.

Αλλά και, σε ό,τι αφορά τα «εντός» των ΗΠΑ, καλό είναι, όπως, άλλωστε, μονίμως προτείνουν οι «μετριοπαθείς» απέναντι στους «ριζοσπάστες», να βλέπουμε, όχι τα λόγια, αλλά τα έργα.

Λίγα στοιχεία φτάνουν, για να ξεκινήσουμε, τουλάχιστον, τη σχετική αποτίμηση.

Δείτε πώς έχει το πράγμα με την πορεία του διαθέσιμου κατά κεφαλήν εισοδήματος.

 

Αυτό συνδέεται, επιπλέον, με το λεγόμενο δείκτη εξαθλίωσης (misery index), που είναι το άθροισμα του ποσοστού ανεργίας με τι ρυθμό πληθωρισμού και έχει ως εξής:

Τα στοιχεία δεν υποστηρίζουν τις ελπίδες. Αν, μάλιστα, προσθέσουμε και την ασήμαντη επίπτωση του επεκτατικού επενδυτικού προγράμματος, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα.

Φτάνει, ως εδώ, νομίζω. Η κατάσταση είναι αρκετά σαφής.

Αν υπάρχει ένα σοβαρό έλλειμμα στο βιβλίο, κατά τη γνώμη μου, είναι το μικρό βάρος που έχει στο αναπτυσσόμενο επιχείρημα η πολιτική οικονομία.

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη η πορεία της κερδοφορίας, της κύριας μεταβλητής σε ένα καπιταλιστικό σύστημα. Αν λαμβάνονταν,  πολλά, αναφορικά με το πραγματικό βάρος της ασκούμενης πολιτικής, θα ήταν διαφανέστερα.

Παρατηρώντας το διάγραμμα, με την πορεία του ποσοστού κέρδους από το τέλος του Πολέμου κι έπειτα είναι πολύ απλό να δούμε πόσο δύσκολο είναι, για το σύστημα, να κάνει πραγματικές «παραχωρήσεις» απέναντι στον κόσμο της εργασίας. Η μειωμένη κερδοφορία εξηγεί σε πολύ μεγάλο βαθμό την αγριότητα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.

Σταματάω εδώ. Το βιβλίο, ξαναλέω, είναι τροφή για σκέψη. Ακόμη και -ή ιδίως- για όσους διαφωνούν, από σημαντικές απόψεις, με τον συγγραφέα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ένα γκράφιτι για τον Άλκη Καμπανό στο 11ο δημοτικό Καλαμαριάς, μήνυμα κατά της οπαδικής βίας

Περιήγηση για τη Διεθνή Ημέρα Μνήμης Θυμάτων Ολοκαυτώματος