in

Μια ολοκληρωμένη μαρξιστική ανάλυση της Ελληνικής Επανάστασης

Γράφει ο Χρήστος Λάσκος

Βρυζάκης Θεόδωρος (1814 ή 1819 - 1878) «Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη», 1855. Λάδι σε μουσαμά, 145 x 178 εκ. Δωρεά Πανεπιστημίου, Εθνική Πινακοθήκη

Γιάννης Μηλιός, 1821 -Ιχνηλατώντας το Έθνος, το Κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 252

Ο Μωρέας, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία, τα Νησιά του Αρχιπελάγους εν ενί λόγω η Ελλάς άπασα […]

Αλέξανδρος Υψηλάντης, 24 Φεβρουαρίου 1821

 

Το παράθεμα, που προηγείται, έχει επιλεγεί από τον Γιάννη Μηλιό ως η προμετωπίδα του πρώτου μέρους του βιβλίου του.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πρόκειται για εντυπωσιακή πρόταση. Το να εντάσσεται στην «Ελλάδα άπασα» η Σερβία και η Βουλγαρία είναι σίγουρα, από τη σημερινή θέση, προφανής παραδοξολογία.

Παράδοξη σήμερα, αλλά κοινός τόπος για πολύ καιρό μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα, δεκαετίες, δηλαδή, μετά από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η συγκεκριμένη συμπερίληψη δείχνει πόσο τα αυτονόητα αλλάζουν, πόσο και τα πιο σταθερά σημεία αναφοράς έχουν τη δική τους, πολύ περιορισμένη, χρονικότητα.

Το βιβλίο του Μηλιού μας αποκαλύπτει πολλές αντίστοιχες ανατροπές, σε ό,τι αφορά την μετέπειτα -και μέχρι σήμερα- πρόσληψη και κατανόηση της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης. Η οποία αποτελεί ένα από το γεγονότα που κατεξοχήν έχουν υποστεί, για να θυμηθούμε τον Φίλιππο Ηλιού, ιδεολογική χρήση από ποικίλες πλευρές.

Σημαντικότερο, ωστόσο, είναι πως ο Μηλιός προτείνει μια συνεκτική δική του ερμηνεία, η οποία διευκρινίζει, με συστηματικό και πολύ τεκμηριωμένο τρόπο, πολλά σκοτεινά σημεία σχετικά με την εθνογένεση, την Επανάσταση και το κοινωνικό -ταξικό τους υπόστρωμα. Χωρίς, μάλιστα, να ξεπέφτει σε ευκολίες, πράγμα σύνηθες σε πολλές ιστορικές αναλύσεις.

Το συγκριτικό του πλεονέκτημα, κατά τη γνώμη μου, είναι το ενδιαφέρον του για τη θεωρία, για την εννοιολογική διακρίβωση των κατηγοριών και των σχημάτων που χρησιμοποιεί. Και η ικανότητά του να το κάνει καλά. Η πεποίθησή του, άλλωστε, πως, με τα λόγια του Αλτουσέρ, «ο Μαρξ θεμελίωσε μια νέα επιστήμη, την επιστήμη της Ιστορίας», τον κάνει να χειρίζεται την ιστορική έρευνα α λα Μαρξ, δηλαδή με όλο τον θεωρητικό πλούτο της συγκεκριμένης παράδοσης.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα θεωρητικής τεκμηρίωσης αποτελεί το 3ο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου διευκρινίζεται με μεγάλη σαφήνεια και πειστικότητα η προσέγγισή του για το έθνος ως έννοια καθοριστική για το σύνολο της ανάλυσης.

Όπως σημειώνει,

«Η προσέγγιση του Χομπσμπάουμ υπερβαίνει τόσο την «αντικειμενική» όσο και την «υποκειμενική» αντίληψη για το έθνος και οικοδομεί μια υλιστική θεωρία για την ανάδυση και τον χαρακτήρα του έθνους ως διαδικασίας πολιτικοποίησης των λαϊκών μαζών, η οποία ωθεί στη διαμόρφωση εκείνου του τύπου καπιταλιστικού κράτους  που επικράτησε σταδιακά στην Ευρώπη (και πέραν αυτής) από το γαλλικό 1789 μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα: μηχανισμοί «αντιπροσώπευσης» των μαζών στο κράτος, δηλαδή ένας νέος τύπος κυριαρχίας των κυρίαρχων τάξεων πάνω στις κυριαρχούμενες, πολιτικά δικαιώματα, μετατροπή του υπηκόου σε πολίτη» (σελ. 60).

Αυτή η πολιτικοποίηση των μαζών παράγει τον εθνικισμό, ο οποίος έρχεται πριν από τα έθνη. Όπως το θέτει ο Χομπσμπάουμ, «[δ]εν είναι τα έθνη που δημιουργούν κράτη και εθνικισμούς, αλλά το αντίθετο». Πράγμα που δεν σημαίνει πως η γνωστή παραδοχή περί «επινόησης της παράδοσης» ή η αντίστοιχη της «φαντασιακής κοινότητας», σε ό,τι αφορά το έθνος, επιλύει το πρόβλημα. Γιατί η «επινοημένη παράδοση» δεν είναι αναγκαίο να είναι «εθνική», ούτε οι «φαντασιακές κοινότητες» έχουν απαραίτητα και μόνο εθνική «υπόσταση».

Το ουσιαστικό ερώτημα, κατά το Μηλιό, είναι «[π]ότε (υπό ποιες προϋποθέσεις) γίνονται τα παραπάνω «εθνικά» και ταυτόχρονα «δραστικά» (αποδεκτά από τον πληθυσμό». Κατά την άποψή του, λοιπόν, sine qua non συνθήκη είναι η έλευση των μαζών στο πολιτικό προσκήνιο.

«Προϋπόθεση για να υπάρξει αυτό το πολιτικώς ανήκειν [και η αντίστοιχη πολιτική κινητοποίηση] αποτελεί η ανάπτυξη ευρύτερων δεσμών οικονομικής, διοικητικής και πολιτιστικής επικοινωνίας που να συνέχουν και να συνδέουν τους αγροτικούς πληθυσμούς με αυτούς των αστικών κέντρων, εξέλιξη που επιτεύχθηκε με την εξάπλωση των καπιταλιστικών σχέσεων και την (έμμεση συνήθως) υπαγωγή των κοινωνικών σχέσεων της υπαίθρου στο κεφάλαιο, από τα μέσα του 18ου αιώνα, με όλες τις ιδεολογικές μορφές της «ελευθερίας» (ή της απαίτησης για ελευθερία -του εμπορίου, του ατόμου κ.λπ.) που τη συνοδεύουν. Το έθνος αναδύεται επομένως στο εσωτερικό ενός καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού, όταν οι καπιταλιστικές σχέσεις ενσωματώνουν ευρύτερα και συμπαγή κοινωνικά σύνολα» (σελ. 63).

Αυτό συνέβη και με την ελληνική εθνογένεση.

«Υπέδαφος για την ευρεία εθνική πολιτικοποίηση των μαζών, δηλαδή την ανάπτυξη του εθνικισμού, κυρίως στις περιοχές του νότιου ελλαδικού χώρου και των νησιών, αποτέλεσαν οι διαδικασίες οικονομικής, ιδεολογικής και πολιτικής ενοποίησης, από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, των χριστιανικών πληθυσμών και περιοχών που συνδέθηκαν με την αλματώδη ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων και των συναρτώμενων μαζί τους εμπορικών δικτύων[1] (έμφαση δική μου, Χ.Λ.). Οι διαδικασίες αυτές ενοποίησαν οικονομικά και πολιτικά τον αγροτικό χώρο με τα αστικά κέντρα (τα κέντρα του εμπορίου μακρινών αποστάσεων με το εσωτερικό της Αυτοκρατορίας και το εξωτερικό). Επρόκειτο για πρωτοφανείς κοινωνικές εξελίξεις τεράστιας σημασίας, οι οποίες βρίσκονται ακριβώς στον αστικό πυρήνα της Επανάστασης. Η εθνική πολιτικοποίηση των μαζών διαμορφώθηκε μέσα σε αυτές τις διαδικασίες, ως όψη τους.

Η Επανάσταση αποτελεί έτσι το αποτέλεσμα της κυριαρχίας του εθνικισμού, επομένως και της απαίτησης για ένα αντιπροσωπευτικό -συνταγματικό κράτος, για πολιτικά δικαιώματα των εθνικά κινητοποιημένων μαζών» (σελ. 15).

Συνεπώς, πρώτον, στο έδαφος της αλματώδους ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων -και όχι μιας «φεουδαρχίας σε κρίση», η οποία άλλωστε δεν υπήρξε ποτέ στα εδάφη της Βυζαντινής και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας όπου κυριαρχούσε σταθερά ο ασιατικός τρόπος παραγωγής-  είναι που διαμορφώνονται οι εξελίξεις της Ελληνικής Επανάστασης. Οδηγώντας, έτσι, σε «ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα διαμόρφωσης ενός εθνικού καπιταλιστικού κράτους και ενός εθνικού καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού στην ευρωπαϊκή ήπειρο», Επανάστασης «στο εσωτερικό μιας α-εθνικής Αυτοκρατορίας, η οποία εγκαθίδρυσε ένα από τα πρώτα stricto sensu εθνικά καπιταλιστικά κράτη στην Ευρώπη». (σελ. 22).

Και, δεύτερον εξηγείται το γεγονός πως, από την πρώτη στιγμή, η Ελληνική Επανάσταση διακήρυξε τον ριζοσπαστικό διαφωτιστικό-αστικό χαρακτήρα της. Έτσι, «[η] πολιτική στράτευση των μαζών που συντάχθηκαν με τα προτάγματα του Διαφωτισμού και του συνταγματισμού για «ελευθερία και ισότητα» συνέβαλε αποφασιστικά, την περίοδο 1821-1827, στο να εγκαθιδρύσει ένα θεσμικά πρωτοπόρο για την εποχή του αστικό ρεπουμπλικανικό αντιπροσωπευτικό κράτος. Αν και στη συνέχεια, στο έδαφος που δημιούργησε η αρνητική εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων μετά το 1825, η αντιπροσωπευτική-συνταγματική κρατική μορφή έδωσε προσωρινά τη θέση της στη βοναπαρτικού τύπου δικτατορία του Καποδίστρια και την απόλυτη μοναρχία, εντούτοις η δυναμική της πολιτικοποίησης των μαζών επέβαλε σύντομα (το 1843-1844) τη συνταγματική μοναρχία» (σελ. 17).

Τα Συντάγματα του Αγώνα είναι πρωτοφανώς ριζοσπαστικά από πολλές απόψεις -είναι αναμφισβήτητο πως αυτό του 1827 υπήρξε το ριζοσπαστικότερο στην Ευρώπη. Δεν είναι τυχαία, π.χ., η αρχική απουσία αρχηγού του κράτους από τις θεσμίσεις που αποφασίζονται μέσα στην ορμή μιας αυθεντικής Επανάστασης, όπου διαρκώς εμφανίζεται καθοριστική η δυναμική πρωτοβουλία των μαζών. Όπως σημειώνει ο Μηλιός,

«[θ]α μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο δημοκρατικός ριζοσπαστισμός των Συνελεύσεων (που αποτυπώνεται στη γλώσσα των Συνταγμάτων της εποχής) και των (μυστικών) εταιριών εκφράζει σε μεγάλο βαθμό την ταξική δυναμική των λαϊκών τάξεων, η οποία έκρινε και την έκβαση των δύο εμφυλίων πολέμων, δημιουργώντας παράλληλα ποικίλες ανακατατάξεις σε κοινωνικό επίπεδο» (σελ. 126).

Μια ταξική δυναμική, που εκφράζεται και στους πολύ μεγάλους αριθμούς ενσώματης συμμετοχής στις συγκρούσεις, όπου συμμετείχε σχεδόν το 18% (!) του ανδρικού πληθυσμού. Ενώ ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό συνεισέφερε με την παραγωγή πυρίτιδας και εν γένει πολεμικού υλικού, την τροφοδοσία των ενόπλων με όλα τα αναγκαία, τη συντήρηση και επισκευή πλοίων κόκ.

Όπως εκφράζεται, αντίθετα στις κυρίαρχες θεωρήσεις, και στην άρνηση πώλησης των εθνικών γαιών, που πέρασαν από τους μουσουλμάνους στην ιδιοκτησία του κράτους, ώστε να μην γίνει πλιάτσικο σε βάρος τους από τους πλούσιους κατόχους χρήματος. Υπήρξε πολύ έντονη και μαζική η λαϊκή απαίτηση να αποτραπεί κάτι τέτοιο, με αποτέλεσμα, παρ΄ όλα όσα φημολογούνται, να μην εξελιχτεί ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός σε «αστικοτσιφλικάδικο», αλλά, αντίθετα, το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού στον αγροτικό τομέα, όπως συνέβη και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, να ακολουθήσει το μοντέλο της μικρής και μεσαίας οικογενειακής μονάδας.

Επιπλέον, τα ένοπλα λαϊκά στρώματα ήταν πάντοτε υπέρ των συνταγματικών θεσμίσεων και στρατεύονταν σταθερά υπέρ της ίδρυσης Εθνικού αντιπροσωπευτικού σώματος και ενιαίας διοίκησης για όλη την επικράτεια σε σύγκρουση με τους προεστούς, ιδίως της Πελοποννήσου. Πράγμα που έκανε στα μάτια τους ιδιαίτερα ελκυστική την προοπτική της εξόντωσής τους. Χαρακτηριστικά, το Δεκέμβριο του 1821, πριν από την πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, οι ένοπλοι απείλησαν ανοιχτά να εκτελέσουν τους προεστούς γιατί «δεν θέλουν να κάμουν Συνέλευσι». Με τα λόγια του Κολοκοτρώνη, «[ο] Λαός είχε πάντοτε σκοπό να σκοτώση τους Άρχοντας και κάθε παραμικρά αιτία ερεθίζοντο».

Ο Μηλιός επιτυγχάνει μια εξαιρετική αποδόμηση των κυρίαρχων -δεξιών και αριστερών- προσεγγίσεων στις πολιτικές εξελίξεις της εποχής, αξιοποιώντας σε μεγάλο βαθμό -και δικαίως- την σχετική καταπληκτική εργασία του Gunnar Hering (Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936, ΜΙΕΤ, 2004).

Με αυτόν το τρόπο δείχνει, πολύ πειστικά, κατά τη γνώμη μου, πόσο ανεπαρκή και παραπειστικά είναι τα σχήματα περί «ξενοκρατίας», «εξάρτησης» και «καθυστέρησης».

Η Ελληνική Επανάσταση ήταν μια αστική Επανάσταση, με μεγάλη συμμετοχή λαϊκών δυνάμεων, όπως σε όλες τις αστικές Επαναστάσεις, υπήρξε, δηλαδή, ένα πλειοψηφικό γεγονός και η κατάληξή της οδήγησε στην ίδρυση ενός νέου, ελληνικού, καπιταλιστικού κράτους στις μέχρι τότε περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου επικράτησε η Επανάσταση.

Ένα νέο δυναμικό καπιταλιστικό κράτος με αξιοθαύμαστο σφρίγος για τα δεδομένα του. Σύμφωνα με τον Στέργιο Μπαμπανάση,

«το ελληνικό εθνικό εισόδημα το 1830 ήταν 75% του εισοδήματος των αντίστοιχων περιοχών κατά το 1820 (μείωση μικρότερη αυτής των πρόσφατων μνημονιακών χρόνων!, Χ.Λ.). Την ίδια χρονιά αναφέρονται επτά βιομηχανικές επιχειρήσεις και πολλές μανουφακτούρες που συγκεντρώνουν το 13.87% της συνολικής απασχόλησης. Φαίνεται, δηλαδή, ότι μετά το τέλος των εχθροπραξιών η οικονομική δραστηριότητα άρχισε να ανακάμπτει με μάλλον ταχείς ρυθμούς. Η εικόνα αυτή συνάδει με τα στοιχεία που έχουμε για τα δημόσια οικονομικά: Τα έσοδα του κράτους ηύξανον, ώστε από 8350000 γρόσια τον Φεβρουάριον του 1828, τον Απρίλιον του 1929 να εισπραχθώσιν 12378000 γρόσια, ήτοι να σημειωθεί αύξησις 51% (Χουμανίδης, 1990:200) [2]» (σελ. 160).

Στο πλαίσιο αυτό, όχι μόνο δεν διακόπηκε, αλλά ενισχύθηκε η εξάπλωση των ελληνικών επιχειρηματικών δικτύων στον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας, της Μεσογείου και της Δυτικής Ευρώπης. Ήταν αυτή η ισχυρή οικονομική παρουσία των ελληνικών επιχειρήσεων και κοινοτήτων που προσέδιδε στη Μεγάλη Ιδέα την εικόνα μιας εφικτής μελλοντικής εξέλιξης.

«Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι Έλληνες ήλεγχαν στα μέσα του 19ου αιώνα περίπου το 50% της βιομηχανικής παραγωγής (ολόκληρης της Αυτοκρατορίας, όχι μόνο των περιοχών όπου ήταν έντονο το ελληνικό στοιχείο) και περισσότερο από το 50% του οθωμανικού εξωτερικού εμπορίου[…]

Στη Ρωσία και τη Ρουμανία βρίσκεται στα χέρια Ελλήνων εμπόρων το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών δημητριακών, που, για την περίπτωση της Ρωσίας, αποτελούσαν στα μέσα της δεκαετίας του 1830 το 15% και το 1870 το 31% των συνολικών εξαγωγών της χώρας» (σελ. 189).

«Δεν θα πρέπει λοιπόν να υποτιμούμε την εσωτερική συνοχή της Μεγάλης Ιδέας. Το ελληνικό κεφάλαιο έχει έντονη παρουσία και πολλές φορές κυριαρχεί σε όλες σχεδόν τις διεκδικούμενες περιοχές, υποστηριζόμενο από τις ανθούσες εκεί ελληνικές μειονότητες. Οι εθνικοί διανοούμενοι και ιστορικοί «αποδεικνύουν» την ιστορική «συνέχεια» και τη (δια μέσου των αιώνων) «ελληνικότητα» των εδαφών αυτών. Δεν μένει παρά να ακολουθήσει η ελληνική σημαία. Μάλιστα, μέχρι περίπου το 1860, η Αθήνα ήταν κέντρο χρηματοδότησης και επιτελικού σχεδιασμού όχι μόνο για πολλά κινήματα ή απόπειρες που στρέφονταν ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και για αντίστοιχες κινήσεις που εντάσσονταν στο ιταλικό εθνικό κίνημα του Risorgimento» (σελ. 193)[3].

Όλα αυτά, φυσικά, είναι πολύ μακριά από τα συνήθη σχήματα περί «ψωροκώσταινας», «αστικοτσιφλικάδικης» και «μεταπρατικής» κρατικής οντότητας. Πολύ μακριά, πραγματικά.

Ιδίως όταν εκφέρονται από «εκσυγχρονιστές» του καιρού μας, καταντούν προφανώς προπαγανδιστικά για τη σημερινή σύγκρουση, όσο και καταγέλαστα.

«Όσο κι αν εξοβελίζουν τις κοινωνικές αντιθέσεις οι υπέρμαχοι της πειθαρχίας στην εξουσία, οι κοινωνικές εκρήξεις, εξεγέρσεις και επαναστάσεις θα συνεχίσουν να τους απογοητεύουν. Άλλωστε, το Εικοσιένα ήταν ακριβώς η συγχώνευση των κοινωνικών αντιθέσεων της εποχής και το ξέσπασμά τους, ως αγώνας για το γκρέμισμα ενός παλιού κόσμου, στο όνομα της «ελευθερίας».

Οικοδόμησε ένα νέο, εθνικό-καπιταλιστικό, καθεστώς, μια νέα μορφή ταξικής και πολιτικής εξουσίας, της οποίας η αμφισβήτηση γίνεται σήμερα, διακόσια χρόνια μετά, απολύτως αναγκαία για την κοινωνική πλειοψηφία» (σελ. 229).

Έτσι, ακριβώς, νομίζω πως είναι. Ακριβώς.

 

[1] Για το πόσο ο καπιταλισμός προηγήθηκε κατά πολλούς αιώνες των εθνών εκτενής επιχειρηματολόγηση αναπτύσσεται στο προηγούμενο βιβλίο του Μηλιού, όπου αναλύεται η θεματική της «εκκίνησης» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (Πότε; Γιατί; Υπό  ποιες προϋποθέσεις;): Βλ. Γιάννης Μηλιός, Βενετία: Μια συνάντηση που στέριωσε απρόβλεπτα. Πραγματεία για τον καπιταλισμό και τη διαδικασία γένεσής του, Αλεξάνδρεια, 2020

[2] Λάζαρος Χουμανίδης, Οικονομική Ιστορία της Ελλάδος, τόμος Β΄, Παπαζήση, 1990, σελ. 200

[3] «Το «όραμα» της Μεγάλης Ιδέας δεν ήταν γενικώς η ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ως τέτοιας, […] αλλά η επέκταση των συνόρων ενός σύγχρονου συνταγματικού (αστικού) κράτους […] στα γεωγραφικά όρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας […]

Το «όραμα» επομένως ήταν ένας μοντέρνος επεκτατισμός της εποχής του αποικιοκρατικού καπιταλισμού: το διαφωτιστικό ιδεώδες του «εκπολιτισμού της Ανατολής», μέσα από τη συνένωση στο μοντέρνο αστικό κράτος όλων των χριστιανών της καταρρέουσας, όπως θεωρούσαν, Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» (σελ. 182).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Απαγόρευση Συναθροίσεων: Πραγματοποιήθηκε η πιλοτική δίκη για τα πρόστιμα στο ΣτΕ

Τοποθετήθηκε η επιγραφή «Μανώλης Γλέζος» στο Λύκειο της Νάξου