in ,

Licorice Pizza

Γράφει ο Μίλτος Τόσκας

Υπάρχει ένα σινεμά ρομαντικό – διαχρονικό που αντιστέκεται σήμερα απέναντι σε ένα νέο ρεύμα και δημιουργεί τέχνη αθόρυβα. Οι δημιουργοί που το υπερασπίζονται κατανοούν την μετάβαση στην εποχή της πλατφόρμας και τη δυναμική τους, θα ήθελαν όμως οι θεατές να δουν τα έργα τους στο φυσικό τους περιβάλλον, δηλαδή την μεγάλη οθόνη της σκοτεινής αίθουσας. Μία τέτοια περίπτωση είναι ο Πωλ Τόμας Άντερσον (There will be Blood, Inherent Vice, Αόρατη Κλωστή). H νέα του ταινία “Πίτσα Γλυκόριζα” έκανε πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες και έχει κερδίσει το κοινό την πρώτη εβδομάδας προβολής της.

Μεταφερόμαστε στην Καλιφόρνια της δεκαετίας του 1970. Ο 15χρονος Γκάρυ συναντά την 25χρονη Αλάνα κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης σχολικής φωτογράφισης. Έχει περίσσεια αυτοπεποίθηση και είναι αποφασισμένος να κερδίσει την καρδιά της. Η φίλη μας δεν έχει τη δύναμη ούτε να τον απορρίψει, ούτε να αποδεχτεί την πρό(σ)κληση να γίνει το κορίτσι ενός αγοριού δέκα χρόνια μικρότερου. Μία ακαταμάχητη έλξη όμως τους φέρνει κοντά. Όσο πλησιάζουν όμως, τόσο μία ανώτερη δύναμη τους απομακρύνει. Τρέχουν, τρέχουν, τρέχουν κι αναρωτιέμαι κάποτε θα συναντηθούν;

Εξελίσσεται ένα τρυφερό love story και ταυτόχρονα μία επώδυνη διαδικασία ενηλικίωσης και για τους δύο πρωταγωνιστές. Ένας αγώνας στον δρόμο για την “ταυτότητα” και τη θέση στην κοινωνία. “Πώς θα πληρώσεις”; Ως μία έμμεση προοικονομία για το τι θα ακολουθήσει. Ο ταλαντούχος Gary με το επιχειρηματικό δαιμόνιο και η Αλάνα που συνέχεια θέλει να ανοίξει τα φτερά της, αλλά τελικά φαίνεται να μην μπορεί μόνη της. Οι απογοητεύσεις μεγάλες, οι ματαιώσεις συνεχείς. Άθελά τους πληγώνουν ο ένας τον άλλον και χάνουν πολύτιμο χρόνο.

Μέσα σε αυτή τη διαδρομή θα γίνουν κοινωνικά σχόλια για τις αρχές (ο τρόπος που συλλαμβάνεται ο λάθος ύποπτος για φόνο), για την πετρελαϊκή κρίση που εύκολα μπορεί να συνδεθεί με το παρόν και τη γενικευμένη κρίση που οξύνει της ανισότητες παγκόσμια. Ο σκηνοθέτης δε θέλει να αφήσει τίποτα ασχολίαστο. Εκεί που βάζει άνω τελεία, σιωπή … και στη συνέχεια τον λόγο παίρνει η μουσική γέφυρα: “Let me Rol it”, “Life of Mars” κ.α. Αποτέλεσμα να σαγηνέψει τον θεατή και να τον ταξιδέψει στο κόσμο της νοσταλγίας του.

Ο Κούπερ Χόφμαν, γιος του Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν, αποτελεί αποκάλυψη και δίνει έμμεσα συνέχεια στο έργο του Άντερσον από γενιά σε γενιά. Αφήνει εν γένει μία νότα αισιοδοξίας. Παιχνίδι με τις λέξεις και τα μάτια με στόχο τη ψυχή και το μυαλό. Παντελής έλλειψη της τεχνολογίας και των μέσων της. Η συμπάθεια, το φλερτ, το πάθος από τη μία μεριά και τα “πρέπει” από την άλλη. Ζηλεύουν, πονάνε, υποφέρουν, αλλά είναι σαν να το κάνουν επίτηδες, σαν να γνωρίζουν την τελική κατάληξη εκ προοιμίου και παίζουν εξαιρετικά τον ρόλο τους.

“Πηγαίνεις σινεμά”; Ένας ύμνος στον ίδιο τον κινηματογράφο όπως έγραψα από τον πρόλογο. Ο έρωτας με την πρώτη ματιά κι η αγάπη μέσα από μία φιλοσοφική χροιά. Νομίζεις πως προχώρησαν, πως το έργο τελειώνει κι όμως η σπίθα παραμένει ζωντανή, ικανή να φέρει νέες ανατροπές και πολλαπλά εγκεφαλικά. Το φινάλε πλησιάζει, η αγωνία κορυφώνεται, το “κυνήγι” συνεχίζεται κι άγνωστο που θα βγάλει. Μέχρι την τελευταία κυριολεκτικά σκηνή αναρωτιέμαι: Τελικά φιλιούνται;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Την Τετάρτη 19 Ιανουαρίου η δίκη για την πρώτη απόλυση συνδικαλιστή με τον νόμο Χατζηδάκη

Καταγγελίες για την εμπλοκή επιχειρηματιών στην υπόθεση βιασμού 24χρονης σε ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης