in

Δίκη Rosa Nera: Γιατί είμαι μάρτυρας υπεράσπισης στην δίκη των «16»

Tου Παναγιώτη Κούστα

Οι καταλήψεις δεν είναι γραμμικές, είναι χαοτικά συστήματα συνύπαρξης και σύγκρουσης σχέσεων και ιδεών που μπορούν να παρατηρηθούν -και μόνο εν μέρει, φιλτραρισμένες από την υποκειμενικότητα όσων ανθρώπων τις συνδιαμορφώνουν σε πραγματικό χρόνο- από μέσα, κάθε εξωτερική παρατήρησή τους είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

Στα πενήντα έξι χρόνια της ζωής μου υπάρχει ένα χρονικό διάστημα δύο χρόνων και δυόμιση περίπου μηνών που χαρακτηρίζω εξαιρετικό, με κάθε σημασία που μπορεί να αποδοθεί στη συγκεκριμένη λέξη. Αρχίζει στα μέσα Ιουνίου του 2018 και διακόπτεται -απότομα και ανολοκλήρωτο- στις 5 Σεπτεμβρίου του 2020. Οκτακόσιες δεκατέσσερις μέρες διαμονής σε ένα κτίριο που παραμένει δομικά και ουσιαστικά το ίδιο, ενώ τα ονόματα του, οι άνθρωποι, αλλά και οι τρόποι που το χρησιμοποιούν αλλάζουν μέσα στο χρόνο. Ίσως αυτός να είναι ο πιο επαρκής λόγος που το καθιστά μνημείο. Αυτή η τεράστια γκάμα πράξεων, σκέψεων, ονείρων και επιδιώξεων που επέτρεψε να αναπτυχθούν εντός του, ριζωμένο σε ένα υπέδαφος μόνιμης ανθρώπινης κατοίκησης χιλιάδων χρόνων.

Κλείνω αυτή την εισαγωγή με μια διαπίστωση: Τα πιο όμορφα όνειρα της μέχρι σήμερα ζωής μου τα έχω δει κάποιες από αυτές τις οκτακόσιες δεκατέσσερις νύχτες.

Ο πρώτος λόγος που είμαι μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη της 2ας Φεβρουαρίου είναι ηθικός. Αν δεν είχα ξενοκοιμηθεί το βράδυ της 4ης Σεπτεμβρίου 2020 θα ήμουν κατηγορούμενος. Ο δεύτερος είναι πρακτικός. Γνωρίζω όλους τους ανθρώπους που θα καθίσουν στο εδώλιο, έχω ζήσει μαζί τους. Όμως ο τρίτος είναι ο πιο σημαντικός, αφού πιστεύω ότι οι καταλήψεις είναι ο αναπνευστήρας μιας διασωληνωμένης κοινωνίας. Αναγνωρίζω πόσο προκλητική μπορεί να θεωρηθεί αυτή η φράση κι έτσι θα προσπαθήσω να την κάνω όσο πιο λιανά μπορώ.

Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους συλλογικούς μας θεσμούς -από τις οργανωμένες θρησκείες και τα έθνη-κράτη μέχρι τις πολυεθνικές εταιρείες και τα μικρομάγαζα που φιλάρεσκα επιδεικνύουν το έτος ίδρυσής τους- οι οποίοι μόνιμα επενδύονται με ένα πλαστό μανδύα αιωνιότητας, οι καταλήψεις δεν είναι μόνο εξ ορισμού εφήμερες, αλλά έχουν επιπλεον την επίγνωση ότι είναι εφήμερες. Κι αυτή η επίγνωση τις κάνει να λειτουργούν σε ένα διαφορετικό χωροχρόνο από το περιβάλλον τους, σε έναν συμπυκνωμένο ενεστώτα. Σε έναν χωροχρόνο όπου η κάθε στιγμή γεμίζει και κάθε συλλογική ανάγκη ή επιθυμία οφείλει να εμφανίζεται στο παρόν, χωρίς να πρέπει απαραίτητα και να ικανοποιείται. Οι καταλήψεις δεν είναι γραμμικές, είναι χαοτικά συστήματα συνύπαρξης και σύγκρουσης σχέσεων και ιδεών που μπορούν να παρατηρηθούν -και μόνο εν μέρει, φιλτραρισμένες από την υποκειμενικότητα όσων ανθρώπων τις συνδιαμορφώνουν σε πραγματικό χρόνο- από μέσα, κάθε εξωτερική παρατήρησή τους είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Με δυο λόγια, μια κατάληψη μπορεί μόνο να βιώνεται κι αυτή ακριβώς είναι ταυτόχρονα η δύναμη και η απόλαυση της.

Σε αντίθεση με ό,τι γενικά προωθείται -κύρια από τις εξουσιαστικές δομές και τα ΜΜΕ- μια κατάληψη αφουγκράζεται το κοινωνικό της περιβάλλον πολύ περισσότερο από ότι το περιβάλλον της αφουγκράζεται αυτήν. Δεν είναι καθόλου παράλογο, αν κάτσεις να το σκεφτείς. Είναι θέμα επιβίωσης για ένα εγχείρημα που βασίζεται στην αυτόβουλη και οριζόντια συμμετοχή των ανθρώπων -η οποία μπορεί ανα πάσα στιγμή να αναιρεθεί- ενώ ταυτόχρονα βάλλεται διαρκώς από τον κόσμο του εμπορεύματος. Πράγμα που ίσως ξεκαθαρίζει λίγο τι μπορεί να σημαίνει το σύνθημα “οι καταλήψεις δεν είναι τα ντουβάρια”.

Επίσης αντίθετα με ό,τι μπορεί να αποτελεί μια κατασκευασμένη “γενική εντύπωση” οι καταλήψεις είναι πολύ πιο ανοιχτές στη διαφορετικότητα από τον πληθυσμό που τις περιβάλλει. Συνήθως όμως είναι επιλογή τους να εξαντλούν τη διαθέσιμη ανοχή τους εκεί που πραγματικά χρειάζεται, δηλαδή στα καταπιεσμένα κομμάτια της κοινωνίας, αντί να είναι “φιλικές προς τα πάντα”. Σε ένα πεδίο όπου το μοίρασμα αποτελεί την σημαντικότερη κινητήρια δύναμη, η δυσκολία που μπορεί να συναντήσει κάποιο πρόσωπο εθισμένο στην ιδιώτευση και την ανάθεση να λειτουργήσει μέσα σε ένα χώρο όπου έχουν αλλάξει δραματικά τα αυτονόητα, θέλει δουλειά και από την δική του πλευρά.

Κάθε κατάληψη πληρώνει ένα “κοινωνικό ενοίκιο” κάθε μέρα σε εργατοώρες που αν αμοίβονταν -ακόμα και με τον πιο υποτιμημένο βασικό μισθό- θα επέτρεπαν στα μέλη της να ζουν άνετα ως ιδιώτες. Αυτό το κοινωνικό ενοίκιο είναι μια σύνθεση του λόγου της, των δράσεων της, των διαδικασιών που ακολουθεί, των χρήσεων που απελευθερώνει, των πόρων που βρίσκει για να αντικαταστήσει το χρήμα, των κοινών τόπων που δημιουργεί. Κάθε κατάληψη έχει το μοναδικό της ίχνος, ένα ίχνος ανάλογο -και το ίδιο εφήμερο- με το δακτυλικό αποτύπωμα ενός προσώπου.

Κάθε αντίρρηση στα παραπάνω, κάθε άλλη ματιά δεν είναι  απλώς καλοδεχούμενη, αλλά σημαντική. Τα λέμε αύριο στην Πλατεία Ελευθερίας…

*Ο Παναγιώτης Κούστας είναι εργαζόμενος στην εστίαση, μεταφραστής και συγγραφέας.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

«Εγκληματική η πολιτική της κυβέρνησης για την υγεία»-Νέα συγκέντρωση στην πλατεία Αριστοτέλους

Νέο περιστατικό αστυνομικής βίας: Τον έδεσαν και τον έσυραν, επειδή ακούμπησε αυτοκίνητο της αστυνομίας!