Τι συμβαίνει με τους εκδοτικούς οίκους;

Με αφορμή το κλείσιμο των “Ελληνικών Γραμμάτων”, η Σταυρούλα Παπασπύρου (“7″ της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, 26.9.2010) συζητάει με εκδότες για …τα του οίκου τους. Αναδημοσίευση από http://theatrodromou.wordpress.com


Κεραυνός εν αιθρία ή χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου; Στην περίπτωση των «Ελληνικών Γραμμάτων» ταιριάζουν και τα δύο. Οι περίπου ενενήντα εργαζόμενοι του οίκου είχαν λόγους ν’ ανησυχούν. Η επιχείρηση έμπαζε νερά. Το 2007, όταν πέρασε στα χέρια του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, οι ζημιές της έφταναν τα 4 εκατ. ευρώ. Κι αν πέρσι ήταν πιο συγκρατημένες (1,6 εκατ.), ο τζίρος της ήταν κατά 21,7% πεσμένος, ενώ και οι υποχρεώσεις της προς τις τράπεζες και τους προμηθευτές της ξεπερνούσαν τα 17 εκατ. ευρώ, τρία εκατομμύρια δηλαδή πάνω από το ενεργητικό της. Κι όμως, κανείς δεν περίμενε ότι ένας εκδοτικός οίκος με πάνω από μισό αιώνα λειτουργίας πίσω του θα έκλεινε από τη μια μέρα στην άλλη, χωρίς να εξαντληθούν οι προσπάθειες εξυγίανσης, χωρίς να επανασχεδιαστούν, έστω και συρρικνωμένες, οι δράσεις του -άμυνες που, πιθανότατα, ένας παραδοσιακός εκδότης θα τις επιχειρούσε.
«Είχαμε πήξει στους διευθυντάδες…», λέει ο Δημήτρης Πουλόπουλος, πρόεδρος του σωματείου εργαζομένων, που συνεχίζουν δυναμικά τις κινητοποιήσεις τους, «αν μη τι άλλο για την αξιοπρέπειά μας». Ο Αρης Μαραγκόπουλος, πάντως, παλιό στέλεχος του οίκου, που προχώρησε έπειτα στη δημιουργία των εκδόσεων «Τόπος», λες και το περίμενε: «Δεν υπήρχε μια ενιαία εκδοτική πολιτική που να ενώνει όλο αυτό το ανθρώπινο δυναμικό σ’ έναν σαφή στόχο. Με το να δώσεις μεγάλες προκαταβολές σε δέκα συγγραφείς, όσο σημαντικοί κι αν είναι, δεν στήνεις ένα θηρίο. Αντίθετα, υπήρχε μια οικονομίστικη στάση, τι κερδίζουμε από δω, τι χάνουμε από κει, που αντιμετώπιζε το βιβλίο σαν ένα προϊόν όπως και τ’ άλλα…».
Οπως… Αμερική, λοιπόν; Περίπου. Ως «προηγμένη» χώρα, και η Ελλάδα βλέπει τον νόμο του κέρδους να εισβάλλει όλο και περισσότερο στην πολιτιστική της παραγωγή. Η εκδοτική της αγορά, όμως, παραμένει κατακερματισμένη, σε αντίθεση με το φαινόμενο της συγκέντρωσης των οίκων στους κολοσσιαίους ομίλους μέσων ενημέρωσης που κυριαρχεί στις ΗΠΑ. Ωστόσο, όπως διαμορφώθηκε το τοπίο μέσα στην τελευταία δεκαπενταετία -με την πληθώρα των νέων τίτλων, το κυνήγι του μπεστ-σέλερ, τις δαπάνες για διαφήμιση και δημόσιες σχέσεις, τις συγγραφικές μετεγγραφές κ.ο.κ.- η αρνητική μεταβολή στους καταναλωτικούς δείκτες μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες.
Κι άλλα κανόνια
Δεν είναι μόνο τα «Ελληνικά Γράμματα» που έκλεισαν φέτος. Το πρώτο κανόνι, εν μέσω οικονομικής κρίσης, έσκασε από την εταιρεία διανομής βιβλίων «Κατάρτι», που επίσης δραστηριοποιούνταν επί δεκαετίες. Να ‘πεσε θύμα της πρακτικής των μεταχρονολογημένων επιταγών, αυτής της νεοελληνικής πατέντας που μετατρέπει τις επιταγές σε μέσο δανεισμού, όταν οι στρόφιγγες των τραπεζών στερεύουν; Γεγονός είναι πως τον περασμένο Ιούνιο δήλωσε στους προμηθευτές της αδυναμία πληρωμής. Αμέσως μετά ήρθε το adieu της Fnac, αναδεικνύοντας τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κι άλλες μεγάλες αλυσίδες με τα τεράστια λειτουργικά έξοδα και μειωμένο τζίρο. Ενώ σύμφωνα με τον Κώστα Παππά, από την κλαδική εφημερίδα «Το Βήμα των Χαρτοβιβλιοπωλών», μέσα στο 2010 έβαλαν λουκέτο γύρω στα 80 βιβλιοχαρτοπωλεία από τα 3.000 πανελλαδικά.
Υπάρχει άραγε σαφής εικόνα για τα οικονομικά των εκδοτικών οίκων; Η απάντηση είναι αρνητική. Η μοναδική εικόνα που έχουμε αφορά τις επιχειρήσεις που ως ΕΠΕ ή Α.Ε. είναι υποχρεωμένες να δημοσιεύουν τους ισολογισμούς τους, κι αυτές δεν είναι παρά 50 ανάμεσα σε 750. Και καθώς τ’ αποτελέσματα της φετινής χρονιάς θα τα πληροφορηθούμε του χρόνου, αρκούμαστε στα συμπεράσματα του ΕΚΕΒΙ για το 2009, όπως μας τα μεταφέρει ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος: «Σε γενικές γραμμές, ο τζίρος των εκδοτών εμφανίζεται κατά 7% μειωμένος, αλλά τα κέρδη τους βρίσκονται ψηλά, πλησιάζοντας κατά μέσο όρο το 20%. Θα ‘λεγε κανείς ότι, μπροστά στη λαίλαπα που είδαν να έρχεται, ξεκίνησαν προσπάθειες εξορθολογισμού των χρηματοοικονομικών τους. Σε ό,τι αφορά, όμως, τα δάνεια, τα πράγματα χειροτερεύουν αρκετά. Μιλώντας πάντα με μέσους όρους, το 80% του ενεργητικού τους είναι υποχρεώσεις προς τράπεζες και προμηθευτές».
Ωστόσο, η κατάσταση από οίκο σε οίκο διαφέρει. Ο «Ψυχογιός», για παράδειγμα, είδε πέρσι τον τζίρο του να ενισχύεται κατά 30% και τα κέρδη του να διπλασιάζονται, ενώ ο «Εξάντας» είχε μειωμένο κύκλο εργασιών κατά 52% κι επίσης αρνητική μεταβολή στα κέρδη (-95%). Πτώση στα κέρδη σημείωσαν και οίκοι όπως ο Λιβάνης (-52%), η Ωκεανίδα (-46%), ο Κέδρος (-44%) ή ο Πατάκης (-12%), ενώ αντίθετα, ανάμεσα στους κερδοφόρους συναντάμε το Μεταίχμιο (56%), τον Καστανιώτη (35%), τον Σαββάλα (21%) και τα Bell (14%).
Ούτε καν βιοτεχνία
«Οίκοι που δεν έχουν κρατήματα σαν τα σχολικά βοηθήματα, τις παιδικές εκδόσεις ή τη ροζ λογοτεχνία, είναι σίγουρο πως θα κλυδωνιστούν» συνεχίζει ο Καμπουρόπουλος: «Κι αυτό, γιατί ο κόσμος που αγοράζει μυθιστορήματα ή δοκίμια, φτώχυνε. Η τελευταία έρευνα αναγνωσιμότητας του ΕΚΕΒΙ, το 2004, έδειξε πως οι αναγνώστες προέρχονται από τα μεσαία στρώματα. Ούτε επιχειρηματίες είναι, ούτε ανειδίκευτοι εργάτες. Στην μεγάλη τους πλειονότητα είναι δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, συνταξιούχοι και νοικοκυρές».
Ο Γιώργος Δαρδανός, των εκδόσεων Γκούτενμπεργκ, μισόν αιώνα κι αυτός στο χώρο, καγχάζει όταν ακούει να μιλούν για ελληνική «βιομηχανία» βιβλίου. «Ούτε καν βιοτεχνία δεν έχουμε», λέει. «Οι περισσότεροι οίκοι είναι οικογενειακές επιχειρήσεις, κι ανάμεσά τους υπάρχουν και αεριτζήδες που δανείζονται τρελά ποσά και περιμένουν να πιάσουν την καλή. Χρόνο με το χρόνο βλέπουμε να μεγαλώνει η βιβλιοπαραγωγή, να αυξάνεται ο δανεισμός και να συσσωρεύεται το στοκ που απειλεί να μας καταπλακώσει. Φτιάξαμε αναγνώστες της σαβούρας κι απ’ τη σαβούρα περιμένουν κάποιοι να επιβιώσουν. Ομως για μένα πετυχημένος εκδότης δεν είναι αυτός που τυπώνει, αλλά εκείνος που ανατυπώνει επενδύοντας σε έργα που αντέχουν. Γι’ αυτό και πιστεύω πως όσοι κρατούν μια σταθερή γραμμή και δεν απλώνονται πέρα από τις δυνάμεις τους, δεν πρόκειται να χαθούν».
Πάνω σ’ αυτή τη γραμμή δηλώνει πως θα κινηθεί ο Θανάσης Καστανιώτης, ο οίκος του οποίου εμφάνισε πέρσι ενισχυμένους δείκτες δανεισμού (οι υποχρεώσεις του έφτασαν τα 9 εκατ. ευρώ, σ’ ένα ενεργητικό 16 εκατ. ευρώ). «Ολα τα δάνειά μας εξυπηρετούνται κανονικά», λέει, «ενώ συνεχίζουμε να παρουσιάζουμε κέρδη κάθε χρονιά. Οπως βέβαια συμμαζεύονται όλοι, θα προχωρήσουμε κι εμείς σε μια μικρή μείωση της παραγωγής, διατηρώντας όμως όλες τις θεματικές μας ενότητες. Θεωρώ πως κάποια στιγμή οι εκδότες πρέπει να στραφούμε και σ’ άλλες λύσεις. Θα μπορούσαμε να συνενώσουμε τις δυνάμεις μας, δημιουργώντας ομίλους με πολλά αυτόνομα εκδοτικά στους κόλπους τους, πάνω σε μια ενιαία οικονομική βάση, με μικρότερο κόστος και με αναπτυξιακή λογική».
Χαμένες θέσεις εργασίας
Γιά την ώρα, αντιμετωπίζοντας κι ο ίδιος το καυτό πρόβλημα της έλλειψης ρευστότητας, ακολουθεί «όπως όλοι» την πρακτική των μεταχρονολογημένων επιταγών, κι ευελπιστεί ότι η πτώση του τζίρου του κατά 14% το πρώτο εξάμηνο φέτος, τους μήνες που έρχονται θα διορθωθεί. Πώς είδε άραγε το κλείσιμο των «Ελληνικών Γραμμάτων» κάποιος που επί χρόνια αντιμετώπιζε τις φήμες ότι… τον έχει αγοράσει ο Λαμπράκης; «Ποτέ δεν δέχτηκα τέτοια πρόταση εκ μέρους του» λέει σήμερα. «Αλλο οι επιχειρηματικές συνεργασίες κι άλλο η εξαγορά. Οσο για τα “Ελληνικά Γράμματα”, αναμενόμενο ήταν, το πράγμα σερνόταν εδώ και καιρό. Το μεγάλο κακό σ’ αυτήν την ιστορία είναι οι χαμένες θέσεις εργασίας. Γιατί ούτε οι συγγραφείς θα μείνουν άστεγοι, ούτε τα βιβλία τους θα εξαφανιστούν».*

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ο καιρός άνοιξε και τα Φεστιβάλ ξαναστήνονται

ACTA: Game Over?