in

Η παντοτινή γοητεία της «Τζίλντα» στην κινηματογραφική λέσχη των εργαζομένων της ΕΡΤ-3

Η παντοτινή γοητεία της «Τζίλντα» στην κινηματογραφική λέσχη των εργαζομένων της ΕΡΤ-3

Σε ένα είδος λαϊκού πανεπιστημίου για τον κινηματογράφο έχουν εξελιχθεί  οι προβολές της κινηματογραφικής λέσχης του αυτοδιαχειριζόμενου σινεμά των τριών ραδιοφώνων της ΕΡΤ-3.
Πλήθος κόσμου παρακολουθεί και πολλοί μένουν μετά το τέλος της ταινίας στη συζήτηση, για να ρωτήσουν ή να παρέμβουν εύστοχα.
Εν τω μεταξύ η προσπάθεια, επειδή  εκτιμήθηκε, ενισχύεται με ολοένα έξοχες ταινίες.

Την Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου στις 21:00 στον Αλέξανδρο με δωρεάν είσοδο θα παρουσιασθεί το αριστουργηματικό φιλμ- νουάρ του Τσαρλς Βίντορ Τζίλντα (1946, ΗΠΑ, ασπρόμαυρο) ενταγμένο στο αφιέρωμα Στις ομίχλες του νουάρ.

Η ταινία είναι ευγενική χορηγία της SEVENFILMS, η αίθουσα ευγενική παροχή της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας- Κέντρο Πολιτισμού, ενώ η εκδήλωση οργανώνεται με τη συμπαράσταση του ΚΕΜΕΣ.

Στην αγέραστη Τζίλντα η Ρίτα Χέιγουορθ κάνει τον κορυφαίο ρόλο της καριέρας της, τραγουδάει και απομυθοποιείται. Δίπλα της ο Γκλεν Φορντ.

Η ταινία είναι σε πρώτη προβολή για τη Θεσσαλονίκη και θα παρουσιασθεί σε αναπαλαιωμένη, έξοχη κόπια. Πρόκειται για ένα σύνθετο, ερωτικό, κοσμοπολίτικο νουάρ, μια τριγωνική σχέση, ένα πάθος και μια σειρά μυστηρίων και ανατροπών.

Ο πρόλογος θα γίνει από τον Αλέξη Ν. Δερμεντζόγλου, ενώ μετά  το τέλος του φιλμ θα ακολουθήσει συζήτηση με το κοινό. Στους θεατές θα διανεμηθεί έντυπη ανάλυση της κριτικού κινηματογράφου Πόλυς Λυκούργου.

Η Τζίλντα μαζί με την Καζαμπλάνκα θεωρούνται οι καλύτερες δημιουργίες στο είδος του ερωτικού νουάρ.

Παραθέτουμε την ανάλυση της Πόλυς Λυκούργου, που θα διανεμηθεί.

«Χαραγμένο στην μνήμη όλων το «Put the Blame on Mame» στριπτίζ της πιο αισθησιακής κοκκινομάλλας όλων των εποχών. Μην πιστεύετε όμως ότι ξέρετε ποια είναι η «Τζίλντα» αν δεν έχετε δει ολόκληρο το σκοτεινό, αυτοκαταστροφικό film noir που, αν το κοιτάξεις προσεχτικά, αποθεώνει και γκρεμίζει τον μύθο της femme fatale ταυτόχρονα. Απογυμνώνοντάς την. Ένα γάντι τη φορά…
(…)
Κατεστραμμένες πατρίδες, τυχοδιώκτες μετανάστες, μεταπολεμική απληστία. Ο Τσαρλς Βίντορ (όπως έκανε κι ο Χίτσκοκ στο «Notorious») σκιάζει την κοσμοπολίτικη εξωτική εικόνα του Μπουένος Άιρες με το σκοτεινό ρόλο που έπαιξε στη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου. Εγκληματίες φασίστες έβρισκαν εκεί άσυλο για να σβήσουν το παρελθόν, να κρυφτούν στις ξέφρενες νύχτες της λατινοαμερικανικής πόλης, να ζήσουν απενοχοποιημένα, πλουσιοπάροχα, από την αρχή.
Μαζί τους κατέφθαναν και μικρότεροι παίκτες προς αναζήτηση νέας πατρίδας και, κυρίως, νέας παρτίδας. Μικροαπατεώνες, τυχοδιώκτες και μοιραίες γυναίκες που ήθελαν να πιστεύουν ότι τα κόλπα ή οι καμπύλες τους θα τους χαρίσουν μια εύκολη, τυχερή ζαριά στη Γη της Επαγγελίας. Λίγο όμως γνώριζαν ότι ήταν πολύ μικρά, αναλώσιμα πιόνια σ’ έναν ευρύτερο ιστό διαφθοράς.
Αυτό το πλαίσιο βοηθά στο να καταλάβουμε την υπόγεια ένταση που χτίζει ο Βίντορ (με τη βοήθεια του φωτογράφου του Ρούντολφ Ματέ), αλλά ταυτόχρονα στο να κατανοήσουμε κάτι που μας καίει περισσότερο: γιατί ο ερωτευμένος μαζί της Τζόνι μισεί τόσο βαθιά την Τζίλντα; Γιατί του θυμίζει τον εαυτό του. Ένας υπέροχος δεύτερος χαρακτήρας, ένας ανώνυμος, ασήμαντος υπηρέτης στο Καζίνο, αποκαλεί τον Τζόνι συνεχώς «επαρχιώτη» – αποκαλύπτοντάς του, ξανά και ξανά, ότι δεν ξεγελά κανέναν με τα νεοαποκτηθέντα κουστούμια και την πλάνη εξουσίας του. Έτσι και η σαγηνευτική, σοκαριστικά αισθησιακή κοκκινομάλλα: μπορεί να πετά μαγκιόρικες ατάκες τινάζοντας τις μπούκλες της, αλλά δεν μπορεί να κρύψει την ανασφαλή, φοβισμένη κοπέλα που έχει μάθει να κάνει τα πάντα για επιβιώσει. Όταν οι δυο τους κοιτιούνται στα μάτια, αναγνωρίζονται. Και πώς θα αρχίσουν από την αρχή, πώς θα φορέσουν με άνεση τις μάσκες τους, αν κάποιος τους υπενθυμίζει το πραγματικό ποιόν τους; Πόθος και απέχθεια – το πραγματικό ζευγάρι της ταινίας.
(…)
Η «Τζίλντα» έχει πολλές φορές αναλυθεί σε σύγκριση με την «Καζαμπλάνκα». Ίσως γιατί και στις δύο ταινίες αμερικανοί (αντι)ήρωες βρίσκονται μεσοπολεμικά σε εξωτικά μέρη τζογάροντας τις ζωές τους. Ίσως γιατί από όλα τα gin joints όλου του κόσμου, εκείνες μπαίνουν στο δικό τους. Ίσως γιατί στο τέλος κανείς παίρνει την απόφασή του – μπαίνει ή όχι στο αεροπλάνο.
Κι εκεί κρύβεται η αδυναμία της ταινίας του Βίντορ. Χτίζει μία πολύ πιο απαισιόδοξη, πολύ πιο ωμή, πολύ πιο ενήλικη ταινία από την «Καζαμπλάνκα», αλλά επιλέγει ένα ζαχαρωμένο, φωτεινό τέλος. Τυχαίο, συνειδητό, ατόφιο, πίεση των στούντιο – δε θα μάθουμε ποτέ. Απλά πολλές φορές οι αποφάσεις στις ταινίες, όπως και στη ζωή, είναι λάθος».

Η μεγάλη επιτυχία σε όλα τα επίπεδα της λέσχης αποδεικνύει πόσο πολύ έλειπε από τη Θεσσαλονίκη ένας τέτοιος κινηματογραφικός φορέας με τη συγκεκριμένη δομή και τις επιλογές του.
 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μακάρι να γίνουμε χορηγοί του ΠΑΣΟΚ, πλάι- πλάι με την Siemens. Του Γιώργου Ανανδρανιστάκη

«Μεταναστευτικές διαδρομές: σχολικοί σταθμοί και ψυχοκοινωνικές αποσκευές»