Η Μεταπολίτευση βρέθηκε στο επίκεντρο των δημόσιων συζητήσεων και αντιπαραθέσεων από τις απαρχές της οικονομικής κρίσης. Η Μεταπολίτευση και η πολιτική κουλτούρα που αυτή εξέθρεψε θεωρήθηκαν ως βασικές αιτίες για τα δεινά και τις παθογένειες του σημερινού πολιτικο-κοινωνικού συστήματος. Η κρίση έφερε στην επιφάνεια προβλήματα που υπέβοσκαν από καιρό, αλλά κρύβονταν επιμελώς, και συνεπώς επέβαλε επιτακτικά την ανάγκη μιας νέας απαρχής1. Τι ήταν όμως η Μεταπολίτευση; Και γιατί πρέπει σήμερα να εξαλειφθεί από τη συλλογική μνήμη και να αντικατασταθεί από μια καινούρια;
Έχει υποστηριχθεί ότι η μετάβαση στη δημοκρατία τον Ιούλιο του 1974 παρουσίαζε ταυτοχρόνως στοιχεία ρήξης αλλά και συνέχειας με την προδικτατορική Ελλάδα. Η κατάργηση της μοναρχίας, η νομιμοποίηση του κομμουνιστικού κόμματος και ο περιορισμός των εξωτερικών παρεμβάσεων οδήγησαν στην καθιέρωση μιας ακηδευμόνευτης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και τη δημιουργία ενός αισθήματος καθολικής αλλαγής. Ταυτόχρονα, όμως, η σημειολογία της συνέχειας δεν περιοριζόταν μόνο στο γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές της μετάβασης στη δημοκρατία ανήκαν στο προδικτατορικό πολιτικό προσωπικό, αλλά καθίστατο εμφανής ακόμη και στην ίδια την επιλογή του όρου Μεταπολίτευση. Οι λέξεις έχουν τις δικές τους συνδηλώσεις και τη δική τους πολιτική ιστορία. Σε αντίθεση με άλλες χώρες που έζησαν αντίστοιχες διαδικασίες «μετάβασης» από τη δικτατορία στη δημοκρατία, στην Ελλάδα επελέγη ο στιγμιαίος όρος Μεταπολίτευση, παρά ο διαρκής Μετάβαση2, προκειμένου να υποδηλώσει τη στιγμιαία και οιονεί αυτόματη επαναφορά στη προδικτατορική δημοκρατική νομιμότητα, μετα από μια σύντομη αυταρχική παρένθεση. Όπως σημειώνει ο Η. Νικολακόπουλος, «στον επίσημο πολιτικό λόγο, αυτό που γιορτάζεται στις 24 Ιουλίου δεν είναι η αρχή ενός νέου δημοκρατικού καθεστώτος, αλλά η “αποκατάσταση” της δημοκρατίας»3. Αντιθέτως, ο όρος Μετάβαση αναφέρεται σε μια πολιτειακή μεταβολή, στη διάρρηξη του παλαιού και την εγκαθίδρυση ενός νέου πολιτεύματος, αλλά και στην απαιτούμενη διάρκεια για έναν τέτοιο συνολικό μετασχηματισμό.
Αέναη Μεταπολίτευση
Το μεγαλύτερο ίσως θεωρητικό πρόβλημα με τον όρο Μεταπολίτευση έγκειται στην αμφίσημη χρήση και κατάχρηση της έννοιας στον πολιτικό λόγο. Η Μεταπολίτευση παρουσιάζεται άλλοτε σαν μια πολιτειακή μεταβολή, άλλοτε σαν μια μεταβατική περίοδος και συχνότερα ως μια μακρά χρονική περίοδος με συγκεκριμένα ιστορικά, πολιτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Μιλώντας, λοιπόν, κανείς για τέλος θα πρέπει να προσδιορίσει σε ποια Μεταπολίτευση αναφέρεται. Το τέλος της Μεταπολίτευσης, εν στενή εννοία, το τέλος δηλαδή της πολιτειακής μεταβολής, μπορεί να τοποθετηθεί χρονικά στο 1975, μετά το πέρας του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό ζήτημα, τις πρώτες ελεύθερες εκλογές και την αναθεώρηση του Συντάγματος. Το τέλος, όμως, της Μεταπολίτευσης, ως μεταβατικής περιόδου που θα οδηγούσε στην εδραίωση (consolidation) της δημοκρατίας, μοιάζει να επέρχεται το 1981, με την επιβεβαιώση της απρόσκοπτης εναλλαγής των πολιτικών κομμάτων στην εξουσία. Ο ιστορικός συμβιβασμός του 1989 θα αποτελέσει ένα ακόμη σταθμό στο μικρό αυτό επικήδειο χρονικό. Αν το κομματικό σύστημα της δεκαετίας του ’80 αντανακλούσε τις διαιρετικές τομές της προδικτατορικής Ελλάδας της δεκαετίας του ’40 και του ’60, η συγκυβέρνηση Δεξιάς – Αριστεράς και η άρση των συνεπειών του Εμφυλίου Πολέμου, οδήγησε στη θεσμική και πολιτική υπέρβαση των κληρονομημένων διαιρέσεων. Σε κάθε περίπτωση, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 θα ήταν αρκετά παράταιρο να μιλάμε για Μεταπολίτευση. Θα έπρεπε ίσως να μιλάμε για την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία4. Η διαδικασία πολιτειακής μεταβολής και η εδραίωση του δημοκρατικού-κοινοβουλευτικού πολιτεύματος δεν θα μπορούσε άλλωστε να συνεχίζεται αέναα στο χρόνο.
Και όμως στη σημερινή Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, οι διακηρύξεις για την αναγκαιότητα ενός ακόμη τέλους της Μεταπολίτευσης δεν σταματούν να κατακλύζουν το δημόσιο λόγο. Το τέλος, όμως, αυτό δεν αναφέρεται στη μετάβαση στη δημοκρατική ομαλότητα, η οποία έχει συντελεστεί εδώ και καιρό, αλλά στην τρίτη από τις προαναφερθείσες σημασίες του όρου, σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «Μεταπολίτευση εν ευρεία εννοία», νοούμενη ως μια ιστορική περίοδος με συγκεκριμένα κοινωνικά και πολιτικά γνωρίσματα. Το τέλος αυτής της περιόδου, η οποία μοιάζει να ευθύνεται για πολλά από τα σημερινά δεινά της χώρας, κρίνεται αναγκαίο, προκειμένου να πραγματοποιηθεί μια νέα αρχή. Στις 28 Φεβρουαρίου του 2012, ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας –και μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδας– Αντώνης Σαμαράς δήλωνε από το βήμα της Ελληνικής Βουλής: «Αφήνουμε πίσω τη χειρότερη εποχή που γνώρισε η Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες. Και ανοίγουμε το δρόμο για τη νέα Μεταπολίτευση, που τόσο έχει ανάγκη ο τόπος!»5.
Η «μαύρη σελίδα» της ιστορίας
Ποια ήταν, όμως, εκείνα τα χαρακτηριστικά που καθιστούν την Μεταπολίτευση εν ευρεία εννοία τη «χειρότερη εποχή που γνώρισε η Ελλάδα»; Η Μεταπολίτευση είθισται να παρουσιάζεται στις μέρες μας σαν μια εποχή μονομερούς κυριαρχίας της Αριστεράς στο πεδίο της πολιτικής, της κοινωνίας, της ιστοριογραφίας και της συλλογικής μνήμης. Στην ομιλία του στη νέα Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ, τις πρώτες εκλογές του 2012, ο Πρόεδρος της ΝΔ έθεσε το στόχο της νέας πορείας: «[…] Να τελειώσει η ηγεμονία των Αριστερών ιδεών στην Ελλάδα, ώστε να βρει ξανά η χώρα μας και ο λαός μας τις ιδέες που του ταιριάζουν καλύτερα. Τις ιδέες και τις αξίες που μπορούν να απελευθερώσουν τις αστείρευτες δυνάμεις που κρύβει ο Έλληνας μέσα του. Οι αριστερές ιδέες δοκιμάστηκαν διεθνώς. Παντού κατέρρευσαν! Στην Ελλάδα επικράτησαν και οδήγησαν στο σημείο μηδέν».6
Στην πραγματικότητα, το επιχείρημα περί «αριστερής ιδεολογικής ηγεμονίας» δεν ήταν νέο. Δεν ξεκίνησε, όμως, από την πολιτική αλλά από την ιστοριογραφία και την πολιτική επιστήμη. Το 1999, 50η επέτειο μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, ο Γ.Θ. Μαυρογορδάτος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, δημοσίευσε σε μία από τις μεγαλύτερες σε κυκλοφορία αθηναϊκές εφημερίδες, ένα άρθρο με τίτλο «Η ρεβάνς των ηττημένων»7. Μεταξύ άλλων ανέφερε: «Λέγεται συχνά ότι την Ιστορία την γράφουν οι (εκάστοτε) νικητές σφραγίζοντας και τη μετέπειτα συλλογική μνήμη. Αυτό, όμως, δεν είναι απόλυτο, ιδίως στην περίπτωση των εμφυλίων συγκρούσεων. Κάποτε υπερισχύει η γοητεία που ασκούν οι ηττημένοι. Στην οπτική αυτή, που είναι στην ουσία της βαθύτατα ρομαντική, οι ηττημένοι προβάλλουν ως “ήρωες” και “μάρτυρες” για μια “χαμένη υπόθεση”, που καθαγιάζεται και η ίδια ακόμα, ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο περιεχόμενό της»8. Σύμφωνα με τον Μαυρογορδάτο, στην περίπτωση της Ελλάδας, από το 1981 και εντεύθεν, οι ηττημένοι του Εμφυλίου κατάφεραν και επισήμως να επιτύχουν μια πραγματική «ρεβάνς», ανατρέποντας τον κατεστημένο συσχετισμό δυνάμεων, ξαναγράφοντας την ιστορία από τη σκοπιά τους και επιβάλλοντας τις ιδέες τους στο πολιτικό και πολιτισμικό πεδίο, καθώς και σε εκείνο της συλλογικής μνήμης. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια τη διαμόρφωση μιας ηθικής υπεροχής του αριστερού λόγου στη δημόσια σφαίρα, με αποτέλεσμα να «παρακάμπτεται […] το πιο κρίσιμο, τελικά, ερώτημα: τι συνέπειες θα είχε μακροπρόθεσμα για τη χώρα μια ενδεχόμενη νίκη της πλευράς αυτής, δηλαδή του ΚΚΕ. […] Από το 1989 τουλάχιστον η απάντηση στο υποθετικό ερώτημα θα έπρεπε να είναι αυτονόητη […]»9.
Ποιος έγραψε την ιστορία;
Από τις αρχές του 2000, παρατηρήθηκε μια έκρηξη του ιστοριογραφικού ενδιαφέροντος για τη δεκαετία του 1940 και τα γεγονότα του Εμφυλίου Πολέμου, που συνοδεύτηκε από μια έντονη διαμάχη,10 στην οποία συμμετείχαν και συμμετέχουν ιστορικοί, δημοσιογράφοι και πολιτικοί. Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης βρέθηκε και πάλι η αποκαλούμενη «ηγεμονία της αριστερής ιστορικής αφήγησης». Αν οι νικητές έγραψαν πρώτοι την ιστορία, δεν άργησε να έρθει η σειρά των ηττημένων για να την ξαναγράψουν από την ανάποδη. Στο πλαίσιο αυτό, φαινόμενα όπως εκείνα του δωσιλογισμού δεν έτυχαν επαρκούς και στοιχειοθετημένης έρευνας «[…]ενώ όσοι ερευνητές [από τη μεριά προφανώς της Δεξιάς] ήταν διατεθειμένοι να προχωρήσουν πέρα από τα στερεότυπα, κινδύνευαν να στιγματιστούν ως φορείς ύποπτων πολιτικών προθέσεων και φρονημάτων». Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ένας από τους πρωταγωνιστές της αντιπαράθεσης: «[…] τους “Εαμοβούλγαρους” της μετεμφυλιακής εποχής διαδέχθηκαν οι “Γερμανοτσολιάδες” της μεταπολιτευτικής εποχής».11
Στόχος φυσικά μιας διαμάχης για τη μνήμη, δεν είναι μόνο το παρελθόν αλλά πρωτίστως το παρόν και το μέλλον. Οι ατραποί της μνήμης διαπλέκονται με σχέσεις εξουσίας και ιδεολογικής πάλης, με πολύπλοκες στρατηγικές νοηματοδότησης και ανανοηματοδότησης που οργανώνουν και διαπερνούν το πεδίο της συλλογικής μνήμης, ως πεδίο κατεξοχήν πολιτικό. Τι θα σήμαινε με πραγματικούς όρους μια ενδεχόμενη κυριαρχία των αριστερών ιδεών στο ηθικό, πολιτικό, ιστορικό και πολιτισμικό πεδίο της Μεταπολίτευσης;
Ποιανού είναι η ηγεμονία;
Η κατάρρευση της δικτατορίας των συνταγματαρχών το 1974 συμπύκνωνε την κρίση της μετεμφυλιακής μορφής διακυβέρνησης του «κράτους των εθνικοφρόνων» και του άτεγκτου αντικομμουνισμού και αποτέλεσε την πρώτη πραγματική πολιτική και ιδεολογική ρήξη με αυτό12. Από την άλλη, η δικτατορία υπήρξε τρόπον τίνα μια «παρένθεση» στη ραγδαία ριζοσπαστικοποίηση των μαζών, η οποία επήλθε μέσα από τους αγώνες της δεκαετίας του ’60 για τον «εκδημοκρατισμό». Η μετάβαση στη δημοκρατία, που σφραγίστηκε από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, συνοδεύτηκε από μια πρωτοφανή άνθιση των πολιτικών και κοινωνικών αγώνων, των εργατικών και των φοιτητικών κινητοποιήσεων, κατά τη διάρκεια της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου (1974-1981). Το αίτημα για περισσότερη πολιτική και συνδικαλιστική δημοκρατία και κοινωνική αναδιανομή, συμπιεσμένο και καταπιεσμένο επί δεκαετίες, δοκίμαζε τα όρια των πολιτικών δυνατοτήτων της διακυβέρνησης Καραμανλή, υπερβαίνοντας πολλές φορές τις επίσημες συμβιβαστικές κατευθύνσεις των κομμάτων της Αριστεράς, που δεν άργησαν να ενσωματωθούν στο αστικό πολιτικό σύστημα, λειαίνοντας ενίοτε τη ριζοσπαστικότητα των επαναστατικών αιτημάτων13, συγκροτώντας ωστόσο για πρώτη φορά μετά τη δικτατορία, ένα νόμιμο εναλλακτικό πόλο στην πολιτική σκηνή της χώρας.
Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να υποστηρίξουμε ότι αυτό που σήμερα παρουσιάζεται ως ηγεμονία της αριστεράς στον πολιτικό λόγο της Μεταπολίτευσης δεν ήταν τίποτα περισσότερο από το γεγονός ότι η Αριστερά απέκτησε θεσμικά τη δυνατότητα να εισακούεται στη δημόσια σφαίρα ως νόμιμος και ισάξιος συνομιλητής. Η περίφημη κυριαρχία της Αριστεράς, δεν ήταν στην πραγματικότητα τίποτα περισσότερο, αλλά και τίποτα λιγότερο, από την ύπαρξη ενός εναλλακτικού οράματος που, παρά το γεγονός ότι έβριθε από αντιφάσεις, ανακολουθίες και αμφιλεγόμενες πολιτικές στρατηγικές, οι οποίες σχετίζονταν με την προσπάθεια της ηττημένης Αριστεράς να αποκτήσει ένα προσίδιο χώρο στην ελληνική πολιτική σκηνή, ταυτοχρόνως διαιρούσε αυτή τη σκηνή, καθιστώντας την ανταγωνιστική και όχι μονοπωλιακή.
Το αποτέλεσμα της αναμέτρησης των οραμάτων έμελλε να διατρέξει τη δική του πορεία. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ., υιοθετώντας ένα πολωτικό λόγο που αναφερόταν στην παλαιά διαρετική τομή Δεξιάς – Αντιδεξιάς, καταφέρνει να κερδίσει τις εκλογές του 1981 και να καταξιωθεί ως Αριστερά, παρά την κεντρώα καταγωγή του, υιοθετώντας όλους τους βασικούς άξονες του παραδοσιακού αριστερού οράματος για την «Αλλαγή».14 Η ανάδειξη αλλά και η κατάχρηση εκ μέρους του ΠΑ.ΣΟ.Κ. της διαιρετικής τομής Δεξιάς – Αντιδεξιάς που ανέτρεχε στην ιστορία της δεκαετίας του ’40, παρέμεινε ωστόσο εν πολλοίς σε ένα διακηρυκτικό και συμβολικό επίπεδο: κατάργηση όλων των επετειακών εκδηλώσεων του Εμφυλίου Πολέμου,15 αποσύνδεση του εορτασμού της ημέρας των Ενόπλων Δυνάμεων από την επέτειο της μάχης του Γράμμου και βεβαίως αναγνώριση της «Εθνικής Αντίστασης» με τον νόμο 1285/1982. Ωστόσο, η διαιρετική τομή που επικαλείτο το ΠΑ.ΣΟ.Κ. προσδιοριζόταν από μια θολή και αμφίσημη διαχωριστική γραμμή. Επρόκειτο για μια αντιπαράθεση Δεξιάς – Αντιδεξιάς, όπως αυτή είχε μορφοποιηθεί από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 μέχρι την εισβολή της στρατιωτικής δικτατορίας, και όχι Δεξιάς – Αριστεράς, γεγονός που άφηνε αρκετά μεγάλα περιθώρια πολιτικών ελιγμών για το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Συνεπώς, η συγκρότηση ενός αντιδεξιού πόλου, ενός φράγματος δηλαδή απέναντι στη Δεξιά, ευνοούσε την ώσμωση και τη ρευστότητα ανάμεσα στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. και τα δύο κομμουνιστικά κόμματα, αποφέροντας σημαντικά εκλογικά οφέλη στο πρώτο από το χώρο της ΕΑΜογενούς Αριστεράς.
Η κηδεμονία του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Δεδομένης της θεσμικής και κοινωνικής περιθωριοποίησης των αριστερών πολιτών στο ελληνικό μετεμφυλιακό κράτος, η αναγνώριση της «Εθνικής Αντίστασης» –και άρα και της ΕΑΜικής– το 1982, απέκτησε ιδιαίτερη βαρύτητα για τους ηττημένους του Εμφυλίου, αφού για πρώτη φορά αναγνωρίστηκε η δική τους συμβολή στην εθνική απελευθέρωση. Στο πλαίσιο των νέων κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών που διαμορφώνονταν στην εποχή της Μεταπολίτευσης, η μνήμη της Αντίστασης μπορούσε να αποτελέσει τη βάση μιας νέας επίσημης μνήμης. Ωστόσο, οι σφοδρές αντιδράσεις από μέρους του κόμματος της Δεξιάς (ΝΔ)16 προσέδωσαν στην κίνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ένα μονοσήμαντο χαρακτήρα: τη συμβολική δικαίωση των αγωνιστών της Αριστεράς. Πέρα από τις συμβολικές κινήσεις στο επίπεδο της συλλογικής μνήμης, η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. προχώρησε επίσης σε μια σειρά από θεμελιώδεις πολιτικές για την εμπέδωση τους κράτους δικαίου και της ισονομίας, όπως η καθιέρωση του πολιτικού γάμου, η αποποινικοποίηση της μοιχείας και άλλα αντίστοιχα μέτρα, τα οποία εξελήφθησαν εν πολλοίς ως «αριστερές» μεταρρυθμίσεις. Εν ολίγοις, η αναμέτρηση των διαφορετικών οραμάτων οδήγησε περισσότερο σε μια ηγεμονία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. πάνω στην Αριστερά παρά σε μια αριστερή ηγεμονία.
Η Αριστερά, αντιδρώντας στην εκλογική κηδεμονία του ΠΑ.ΣΟ.Κ., προσπαθεί να επανατοποθετηθεί στην πολιτική κλίμακα Αριστεράς – Δεξιάς, αναδεικνύοντας τον κεντρώο χαρακτήρα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Αντιστοίχως η Ν.Δ., προσεγγίζει την Αριστερά και βαφτίζει αυτό το άνοιγμα «εθνική συμφιλίωση», με στόχο την εξουδετέρωση της πολιτικής κυριαρχίας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Το πλήγμα στη διαχωριστική γραμμή Δεξιάς – Αντιδεξιάς θα επισημοποιηθεί και συμβολικά το 1989, με τη συγκυβέρνηση Ν.Δ. και ΣΥΝ και το νόμο «για την άρση των συνεπειών του Εμφυλίου Πολέμου». Η επιδιωκόμενη κατάρρευση της ανωτέρω διαιρετικής τομής θα οδηγήσει με τη σειρά της σε μια οιονεί εξίσωση νικητών και ηττημένων, σε μια «ηγεμονία της εθνικής συμφιλίωσης», βασισμένη στο αφήγημα της αδελφοκτόνας σύγκρουσης.
Στο πολιτικό πεδίο της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, η ύπαρξη αριστερού ή κεντροαριστερού αντι-λόγου ερμηνεύτηκε ως κυριαρχία των αριστερών ιδεών. Αντιστοίχως στο πεδίο της συλλογικής μνήμης, η αναγνώριση της «Εθνικής Αντίστασης», δηλαδή, μια ελάχιστη κίνηση συμβολικής αναγνώρισης του ρόλου και της θέσης των διωχθέντων της μετεμφυλιακής και της αντιδικτατορικής περιόδου και η εξίσωση των δύο πλευρών που πήραν μέρος στον Εμφύλιο, με το νόμο περί «άρσης των συνεπειών του Εμφυλίου πoλέμου», θεωρήθηκε ως «η ρομαντική ρεβάνς των ηττημένων».17
***
Σημειώσεις
1. «Να κάνουμε την κρίση ευκαιρία». Με τη φράση αυτή περιέγραψε ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου τις αλλαγές που επιδίωκε η κυβέρνηση. Ελευθεροτυπία, 14/05/2010
2. Γ. Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, 1974-1990, Σταθερή Δημοκρατία σημαδεμένη από την μεταπολεμική ιστορία, Θεμέλιο, Αθήνα, 2008, σ. 25
3. Η. Νικολακόπουλος, «21η Απριλίου: Η κληρονομία της χούντας, επιβιώσεις, αναβιώσεις και νέες μορφές αυταρχισμού σήμερα», Ενθέματα, Αυγή, 21/04/2013
4. Βλέπε Η. Νικολακόπουλος, ομιλία στην στρογγυλή τράπεζα «Ποιος φοβάται τη Μεταπολίτευση;» στο πλαίσιο του συνεδρίου του περιοδικού historein ιστορείν και του Freie Universitat Berlin «Μεταπολιτευση: από τη μετάβαση στη δημοκρατία στην οικονομική κρίση;», 14-16/12/2012, αδημοσίευτο κείμενο.
5. Ομιλία του Προέδρου της ΝΔ κ. Αντώνη Σαμαρά στη Βουλή για τον Εφαρμοστικό Νόμο, 28/02/2012. Βλ. και Α. Ραβανός., «Η ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, ο νέος εχθρός του Σαμαρά», Το Βήμα, 29/02/2012
6. Ομιλία του Προέδρου της ΝΔ, κ. Αντώνη Σαμαρά, στη νέα Κοινοβουλευτική Ομάδα
7. Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, «Η ρεβάνς των ηττημένων», Το Βήμα, 17/10/1999
8. Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, όπ. π.
9. Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, όπ. π.
10. Για παράδειγμα στις αρχές του 2004, μέσα από τις στήλες της εφημερίδας Τα Νέα, ξετυλίχτηκε ένας έντονος διάλογος γύρω από τον Εμφύλιο Πόλεμο και κυρίως τις εμφύλιες συγκρούσεις κατά την περίοδο της Κατοχής.
11. Σ. Καλύβας, «Τάγματα Ασφαλείας: το φαινόμενο πέρα από τον μύθο», Καθημερινή, 17/12/2010, σύμφωνα με τον ίδιο: «Τα Τάγματα Ασφαλείας κατέχουν σήμερα στην ιστορική μας συνείδηση μια θέση αντίστοιχη με αυτήν των κομμουνιστών παλαιότερα».
12. Κ. Τσουκαλάς, «Η ιδεολογική επίδραση του εμφυλίου πολέμου», σ. 562, στο Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950, Ένα έθνος σε κρίση, Θεμέλιο, Αθήνα, 2006
13. Ενδεικτικά μία από τις κύριες αιτίες της ήττας του εργοστασιακού κινήματος των ετών 1974-1978 ήταν η αρνητική θέση των δυνάμεων της παραδοσιακής Αριστεράς και κυρίως του Κ.Κ.Ε. Ο «κοινοβουλευτισμός» ως πολιτική στρατηγική της Αριστεράς στη διάρκεια εκείνης της εποχής είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση ή και την υπονόμευση του εργοστασιακού συνδικαλισμού.
14. Το σύνθημα της «Αλλαγής» χρησιμοποιήθηκε από την ΕΠΕΚ αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, υπό την ηγεσία του Ν. Πλαστήρα, εκφράζοντας τη διάχυτη λαϊκή αντίθεση προς τις πολιτικές δυνάμεις που διαχειρίστηκαν τη νίκη στον Εμφύλιο. Βλ. Α. Μάνεσης, «Η προεκλογική διαδικασία: προγράμματα, τακτικές, ύφος», σ. 13-31 στο Ν. Π. Διαμαντούρος, Π. Μ. Κιτρομηλίδης, Γ. Θ. Μαυρογορδάτος (επιμ.), Οι εκλογές του 1981, Ελληνική Εταιρία Πολιτικής Επιστήμης, Εστία, Αθήνα, 1984. Την επίκληση της «Αλλαγής» υιοθέτησε ακολούθως και η ΕΔΑ, προσδιορίζοντας τον πραγματικό της στόχο ως «Εθνική Δημοκρατική Αλλαγή».
15. Με την αριθμ. 241/6.11.1981 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου καταργήθηκαν επίσημα οι «επετειακές εκδηλώσεις» του Εμφυλίου Πολέμου για την επίτευξη εθνικής συμφιλίωσης και λήθης.
16. Η αξιωματική αντιπολίτευση καταψήφισε το νομοσχέδιο, οι βουλευτές της, με εξαίρεση τον συνεργαζόμενο με τη Ν.Δ. Π. Κανελλόπουλο, αποχώρησαν από τη Βουλή, ενώ ο αρχηγός της Ευ. Αβέρωφ κατήγγειλε τον «προδοτικό ρόλο του ΚΚΕ» και υποσχέθηκε να καταργήσει τον νόμο όταν επιστρέψει στην εξουσία. Για τη σχετική συζήτηση στη Βουλή βλ. Ανδρέας Παπανδρέου, Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης (1982), εισαγωγή-ιστορικός σχολιασμός Ευ. Χατζηβασιλείου, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2010.
17. Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, ό.π.
* Προδημοσίευση κειμένου που θα δημοσιευτεί στο συλλογικό «Aspectos politicos y economicos de la crisis griega» (Πολιτικές και κοινωνικές όψεις της ελληνικής κρίσης) (επιμ.) Irene Martin Cortes και Ignacio Tirado Marti από το CEPC (Κέντρο Πολιτικών και Συνταγματικών Ερευνών) στη Μαδρίτη
Πηγή: Εποχή