in

Άρθρα Αναγνωστών: Δύο σημειώσεις για μια πολιτική δολοφονία. Του Θ. Αζούδη

Άρθρα Αναγνωστών: Δύο σημειώσεις για μια πολιτική δολοφονία. Του Θ. Αζούδη

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΡΩΤΗ

Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα δεν καταγράφεται αυθόρμητα στη συνείδηση των ανθρώπων ως φασιστική συμπεριφορά και δεν παράγει με κάποιο είδος αυτοματισμού αντιφασιστική στάση. Μπορεί να εκτραπεί σε άλλες ιδεολογικές κατευθύνσεις κάτω από την επίμονη συστημική προπαγάνδα, η οποία εκμεταλλεύεται την ανασφάλεια και το φόβο των ανθρώπων και στηρίζεται τόσο σε ένα κενό μνήμης αναφορικά με τη σύγχρονη ελληνική ιστορία όσο και σε μια διαστρεβλωμένη εικόνα γι’ αυτήν, που έχει συστηματικά καλλιεργηθεί από την κυρίαρχη ιδεολογία των «δύο άκρων».  Εκτός αυτού στην παρούσα ιστορική στιγμή απουσιάζει εκκωφαντικά εκείνο το αξιακό και ιδεολογικό υπόβαθρο, που σε άλλες εποχές θα χρησίμευε ως το αυτονόητο ανάχωμα στο φασισμό.

«Δε χρειαζόμαστε ούτε ταγματασφαλίτες ούτε ελασίτες» βροντοφώναζε γνωστός δημοσιογράφος από τα ερτζιανά την Πέμπτη το πρωί, μια μόλις νύχτα αφ’ ότου ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, γραμματέας του πολιτικού γραφείου του πρωθυπουργού, εισήγαγε τη γραμμή των δύο άκρων. Προσβλητική προσπάθεια εξομοίωσης των δυο πλευρών, ακόμα μια αδιανόητη παραχάραξη της ιστορίας, γραμμή με χυδαία στόχευση τον ΣΥΡΙΖΑ. Και ως αναγκαία συνέχεια  ακούγεται  η κραυγή αγωνίας «να μην αρχίσουμε να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας», που μας μετατρέπει όλους σε ένα ενιαίο έθνος, σε μια οικογένεια με κοινά συμφέροντα, σε παραστρατημένα αδέλφια που καιρός να δουν ότι δεν υπάρχει τίποτα να χωρίσουν μεταξύ τους. Προσπάθεια να κρυφτεί η ουσία της δολοφονίας, να αλλοιωθεί το πολιτικό της περιεχόμενο, να υποβαθμιστεί στο επίπεδο ενός αδελφοκτόνου ελληνικού λαού που βάδιζε πάντα διαιρεμένος, εγωιστής και ξεροκέφαλος. Ο γνωστός χυδαίος βιολογισμός, η ασέλγεια στο κουφάρι μιας ιστορίας (εθνική αντίσταση-εμφύλιος), που μαγαρίστηκε επανειλημμένα και επαναληπτικά από το κράτος της Δεξιάς και του ΠΑΣΟΚ, του οποίου η χυδαιότητά γινόταν διαχρονικά τόσο πιο αποκρουστική και επικίνδυνη όσο περισσότερο απειλούνταν τα συμφέροντά του.

Και βέβαια αν τα δύο άκρα είναι αυτά τι απομένει στον υπόλοιπο χώρο; Μα αλίμονο, οι δυνάμεις της «λογικής», οι εκφραστές του «κοινού αισθήματος», η πολιτική του «αναγκαίου κακού» που φορά τη στολή της ουδετερότητας για να πείσει με την υποτιθέμενη μεσότητά της τους πολλούς. Χρυσή ευκαιρία για την κυβέρνηση να παίξει ένα παιχνίδι με διπλή απεύθυνση. «Απεταξάμην» τη Χρυσή Αυγή, διαρρηγνύει τα ιμάτιά του ο Σαμαράς, προκειμένου, ξεπλένοντας τα χέρια του από το αίμα, να εξιλεωθεί έστω την τελευταία στιγμή από σχέδια ακόμα και κυβερνητικής συνεργασίας με αυτήν και να μη ζημιωθεί πολιτικά από το αυγό του φιδιού. «Απεταξάμην» γιατί η εξομοίωση της Χρυσής Αυγής με τον ΣΥΡΙΖΑ  αρχικά μπορεί να βάλει στο στόχαστρο του κοινοβουλευτικού αποκλεισμού τη Χρυσή Αυγή αλλά σε δεύτερο χρόνο θα στραφεί ενάντια σ’ εκείνη την αριστερά που το σύστημα θα εμφανίσει ως επικίνδυνη για την «κοινωνική ομαλότητα».

Αν παράλληλα δεχτούμε ότι σημαντικό πολιτικό διακύβευμα είναι να κερδηθούν τα λεγόμενα μεσαία στρώματα, τότε είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη ριζοσπαστική αριστερά να κερδίσει την ιδεολογική αυτή μάχη όχι απλά απορρίπτοντας τη λογική των δύο άκρων –πράγμα που ήδη κάνει- αλλά πολύ παραπάνω να αποκαλύψει την πολιτική φύση της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου και να την καταγγείλει ως το κατεξοχήν άκρο. «Είστε το άκρο, είστε η ανομία, είμαστε η δημοκρατία!» Η συνοχή της κοινωνίας, τα πολιτικά δικαιώματα, η ίδια η δημοκρατία κινδυνεύει από την νεοφιλελεύθερη μνημονιακή πολιτική που επιβάλλεται στη χώρα από την κυβέρνηση και την τρόικα και εκτρέφει τους νεοναζί, όπως το 1930 στη Γερμανία. Ας μην τους επιτρέψουμε να χρησιμοποιήσουν ακόμα μια φορά το πολυκαιρισμένο σκιάχτρο του «διχασμού» φοβίζοντας και απομονώνοντας τους ήδη φοβισμένους ανθρώπους. Ας αποκαλύψουμε την προπαγάνδα τους, ας τους αφαιρέσουμε τα δημοκρατικά προσχήματα, ας αδειάσουμε την Κολυμπήθρα του Σιλωάμ που επίμονα προσπαθούν να γεμίσουν. Αυτοί είναι ο φασισμός της στέρησης των κοινωνικών μας δικαιωμάτων, ο φασισμός της φτώχειας και της εξαθλίωσης, ο φασισμός που στερεί τα παρόν και το μέλλον από εμάς και τα παιδιά μας. Εμείς είμαστε η δημοκρατία της δικαιοσύνης και της ισότητας, η δημοκρατία του σεβασμού του ανθρώπου και των δικαίων του. Εμείς έχουμε το δημοκρατικό ηθικό πλεονέκτημα, γιατί η δικαιοσύνη είναι η βάση κάθε ηθικής!

Απέναντι στο αντιφασιστικό μέτωπο που δυναμικά επιχειρούν να συγκροτήσουν εμείς πρέπει να αντιτάξουμε εξίσου αποφασιστικά το αντιμνημονιακό μέτωπο. Η προσπάθεια του συστήματος για τη δημιουργία δήθεν «συνταγματικού τόξου» απέναντι στο φασισμό επιχειρεί στην πραγματικότητα να ρυμουλκήσει και να ενσωματώσει τη ριζοσπαστική αριστερά στην αστική νομιμότητα. Αν τα καταφέρουν, τότε στη συνείδηση του λαού θα «είναι όλοι ίδιοι» και η ριζοσπαστική αριστερά θα έχει απωλέσει τον αντισυστημικό της χαρακτήρα. Και τότε η απώλεια θα είναι διπλή: αφενός ο λαϊκός και εργατικός ριζοσπαστισμός θα αναζητήσει άλλη πολιτική έκφραση -ίσως και στο φασισμό, που έστω δολοφονώντας, θα εμφανίζεται ως η μοναδική αντισυστημική δύναμη- και αφετέρου τα «μεσαία στρώματα» θα στραφούν προς την κυβέρνηση ως τον πιο αυθεντικό εκφραστή του κέντρου και της «ομαλότητας».

Ταυτόχρονα να καταγγείλουμε το επωαζόμενο νομοθετικό πλαίσιο, ως τη θεσμοθέτηση της θεωρίας των δύο άκρων και ως προσπάθεια του Σαμαρά να εξοπλιστεί θεσμικά και νομοθετικά για την αντιμετώπιση του κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού. Διότι αυτό που επιχειρείται είναι μια καθοριστική ποιοτική τομή για το πολιτικό σύστημα του αστικού κοινοβουλευτισμού, ένα βήμα πριν

το «γύψο». Η κυβέρνηση επικαλείται το σύνταγμα για να εξοπλιστεί νομοθετικά και να νομιμοποιηθεί ως η προστάτιδα δύναμη της δημοκρατίας, η οποία εν ανάγκη ασκεί και «συνταγματική» βία. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, «η οργάνωση και δράση των κομμάτων οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Όπως το ερμηνεύουν «έγκριτοι» συνταγματολόγοι: «Αυτό σημαίνει ότι κάθε κόμμα που δεν πληροί αυτές τις προδιαγραφές βρίσκεται εξ ορισμού εκτός συνταγματικού πλαισίου. Αρκεί ο νομοθέτης να προσδιορίσει με σαφήνεια τους όρους και τις προϋποθέσεις που εξειδικεύουν τη συνταγματική διάταξη (π.χ. ρητή δήλωση για αποφυγή ρατσιστικών, ξενοφοβικών, μισαλλόδοξων, ολοκληρωτικών και βίαιων πολιτικών πρακτικών), κατά τρόπον ώστε: Πρώτον, ένα κόμμα που δεν αποδέχεται αυτούς τους όρους να μην είναι δυνατόν να κατέλθει στις εκλογές. Δεύτερον, ένα κόμμα που κατέρχεται μεν στις εκλογές, αλλά στη συνέχεια παραβιάζει στην πράξη αυτούς τους όρους και αυτές τις προϋποθέσεις, δηλαδή δρα αντιδημοκρατικά, να τίθεται αυτόματα εκτός νόμου, με ταυτόχρονη έκπτωση των βουλευτών του από το αξίωμά τους.» (Γιώργος Χ. Σωτηρέλης καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών )

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Είναι βέβαιο ότι το μεγάλο απεργιακό μέτωπο δοκίμασε το όριο ανοχής και αντοχής του συστήματος. Δικαιώνεται, επομένως, η επιλογή του παρατεταμένου απεργιακού αγώνα, ικανού να συνεγείρει τον λαϊκό ριζοσπαστισμό, να προκαλεί μεγάλα κοινωνικά γεγονότα, να ενεργοποιεί την κρίσιμη κοινωνική μάζα και να προετοιμάζει το κοινωνικό μπλοκ εξουσίας.

Απέναντί του κυβέρνηση και σύστημα νιώθουν την απειλή και εκδηλώνουν την αντεπίθεσή τους. Αυτός που δεν έχει τίποτα να μοιράσει στους κολασμένους καταφεύγει στην πολιτική τρομοκρατία. Άλλωστε, όπως αποδεικνύεται ιστορικά, ο εκφασισμός και η στρατηγική της έντασης επιλέγεται όταν δεν υπάρχουν περιθώρια για πολιτικές αναδιανομής του πλούτου – ένα «new deal»-  και ταυτόχρονα όταν το εργατικό κίνημα και η αριστερά θέτουν στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Επιχειρούν, λοιπόν, να εμφανίσουν τους απεργιακούς αγώνες και ιδιαίτερα των εκπαιδευτικών ως μια «αντιδημοκρατική ακρότητα», ως έναν κίνδυνο για την «ομαλότητα» και την «κοινωνική ειρήνη». Είναι φανερό, λοιπόν, ότι αν καταφέρουν να σπείρουν το φόβο, να διαβάλουν και να ενοχοποιήσουν τις διαδηλώσεις του λαού και τις απεργίες ως αντιδημοκρατική «ακρότητα» θα έχουν καταφέρει να πετύχουν τον άμεσο, τακτικό τους στόχο: να κάμψουν το μεγάλο απεργιακό μέτωπο.

Πέρα όμως και από τις τακτικές στοχεύσεις υπολανθάνει το στρατηγικό διακύβευμα, να δημιουργήσουν μια υγειονομική ζώνη ανάμεσα στις δυνάμεις της εργασίας και τους εν δυνάμει συμμάχους της, τα καθημαγμένα από τα μνημόνια μεσαία και μικροαστικά στρώματα. Η μεγάλη αυτή ιδεολογική διαπάλη έχει ως πολιτικό διακύβευμα τη δυνατότητα συγκρότησης κοινωνικού συνασπισμού εξουσίας από το εργατικό κίνημα και τη ριζοσπαστική αριστερά. Γνωρίζουν ότι, αν το καταφέρουν, θα είναι αδύνατη η ανατροπή. Εξάλλου ένα μείζον ιστορικό δίδαγμα για την αριστερά είναι ότι ο φασισμός απευθύνεται προνομιακά σ’ αυτά ακριβώς τα κοινωνικά στρώματα.

Τέλος, η εναλλακτική πολιτική πρόταση της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν θα φανεί πραγματοποιήσιμη παρά μόνο αν η δύναμή για την υλοποίησή της έχει ήδη εν δυνάμει αποδειχτεί, αν ο συσχετισμός των κοινωνικών δυνάμεων έχει ανατραπεί με άμεσες μαζικές κινητοποιήσεις, οι οποίες οργανωμένες και καθοδηγημένες από τον πολιτικό φορέα της εργασίας θα αμφισβητήσουν την πολιτική της υπάρχουσας κυβέρνησης. Με άλλα λόγια η δύναμη υπολοίησης ενός προγράμματος καταχτιέται πρωταρχικά από την αποδεδειγμένη ικανότητα του κινήματος των εργαζομένων να θέτουν σε κρίση και να ακυρώνουν την μνημονιακή πολιτική αλλά και πολύ παραπάνω να προσδιορίζουν μια άλλη που να αντιστοιχεί στον νέο και κατακτημένο συσχετισμό δυνάμεων. Ελλείψει μιας αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στις τάξεις, ελλείψει μιας ρήξης της οικονομικής και κοινωνικής ισορροπίας του συστήματος ως αποτέλεσμα του αγώνα των εργαζομένων θα επικρατήσει η κοινοβουλευτική λογική της θεσμικής αντιπολίτευσης, η οποία μοιραία θα τείνει σε μια διαχείριση της κρίσης και την ενσωμάτωση των εργαζομένων. Στην περίπτωση αυτή η ριζοσπαστική αριστερά θα έχει απωλέσει το αντισυστημικό της φορτίο.

Για όλους αυτούς τους λόγους το απεργιακό μέτωπο δεν πρέπει να σπάσει! Αντίθετα είναι απαραίτητο να διευρυνθεί και να κλιμακωθεί περιλαμβάνοντας στα αιτήματά του την  υπεράσπιση της δημοκρατίας. Το εργατικό κίνημα αποδεικνύεται ότι είναι η πιο αποτελεσματική άμυνα της κοινωνίας απέναντι στα μνημόνια και στο φασισμό. Το παράδειγμα της ΕΡΤ μας οδηγεί: νικάμε όταν ο αγώνας μας αφορά όλη την κοινωνία, όταν οι δυνάμεις της εργασίας υπερασπίζονται την ίδια τη δημοκρατία. Στη λογική αυτή πρέπει να υπερασπιστούμε με όλες μας τις δυνάμεις την ηρωική απεργία των εκπαιδευτικών, γιατί έχει για το σχέδιο της ανατροπής στρατηγικό χαρακτήρα. Ναι, με ενωτικό πνεύμα πρέπει να καλέσουμε όλα τα συνδικάτα, τα πρωτοβάθμια σωματεία, όλες τις ομοσπονδίες -και τις αμαρτωλές ΑΔΕΔΥ και ΓΣΕΕ-  σε έναν μεγάλο πανεργατικό ξεσηκωμό με αίτημα την ανατροπή των μνημονίων και τη δημοκρατία. Ναι, να στήσουμε λαϊκές επιτροπές παντού και να τις καταστήσουμε ασπίδα όχι μόνο των εργασιακών μας δικαιωμάτων αλλά τώρα πια και της δημοκρατίας.

Η μάχη του δρόμου να κερδηθεί από τα συνδικάτα και το συντεταγμένο εργατικό κίνημα και όχι από τις δυνάμεις του τυφλού θυμού. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αφήσουμε το πεδίο του αντιφασιστικού αγώνα βορά στην εκτόνωση του μαινόμενου πλήθους αλλά να το μετατρέψουμε σε μια οργανωμένη και συστηματική πάλη των δυνάμεων της εργασίας ενάντια στο φασισμό. Μόνο σε αυτά τα πλαίσια ο φασισμός μπορεί να αποκαλυφθεί στο βάθος του ως μνημονιακός φασισμός, που εκτρέφει τέρατα και συνδαυλίζει εγκληματικές συμπεριφορές, με μεγαλύτερο όμως και διαρκές έγκλημα τον εξευτελισμό και την ολόπλευρη απαξίωση του ελληνικού λαού και της ζωής του.

Επιμένουμε στο πολιτικό σχέδιο της ανατροπής!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μια δολοφονία, μια αντιφασιστική πορεία και το τέλος της αυταπάτης. Του Αντώνη Γαλανόπουλου

O Μεγάλος Δικτάτωρ στο θερινό σινεμά της ΕΡΤ3