in

«Ασθενοκεντρική Ανταποκρισιμότητα» της Ευαισθησίας – «Mέθοδοs DEA» (Περί Αξιολόγησης)

Γράφουν η Νίκη Γιάνναρη και η Χριστίνα Κυδώνα

Στο προ μηνών υπό διαβούλευσιν νομοσχέδιο για την αξιολόγηση των νοσοκομείων υπάρχει και ένα κριτήριο «ποσοτικής μέτρησης της ποιότητάς τους», η περίφημη «ανταποκρισιμότητα (!) – ασθενοκεντρική προσέγγιση», που χάριν του ασθενούς, προσμετρά «τη συμπόνια» καθενός, το «σεβασμό», αλλά και την «ανθρώπινη αξιοπρέπεια». Εάν υπάρχει ένα τέτοιο μηχανάκι ή δυο-τρείς αλγόριθμοι που μπορούν να τα καταφέρουν, εγώ, αρχικά συμφωνώ και λέω: Ναι.

Ναι στη μέτρηση του σεβασμού και  της ανθρώπινης αξιοπρέπειας τρις, μην πω και τετράκις ημερησίως, μαζί με την θερμομέτρηση.

Ναι στις καινούριες αυτές ωραίες λέξεις της αριστείας, στους αλγόριθμους των αισθημάτων, τη στατιστική των δακρύων, τη principal component analysis της αναλγησίας.

Ναι στα Log-ratio γραφήματα, που αποτυπώνουν το φόβο ή την απόγνωση όσων δεν βρίσκουν θέση σε ΜΕΘ.

Ναι στη μέθοδο της Bootstrap, που μετράει το ήθος ή την συναδελφική αλληλεγγύη. Και κυρίως, ναι στις DEA και SFA, που μετρούν τον ψυχικό τρόπο με τον οποίο εγκαθίσταται η θεραπευτική σχέση, τις εισροές του αγγίγματος και τις εκροές της ελπίδας.

Ναι στα ολοκληρώματα που προσδιορίζουν το ιατρικό βλέμμα, αυτό το αδιάφορο ή το άλλο της αγωνίας μπροστά σε δραματικά ενδεχόμενα.

Ναι.

Κυρίως ναι στη μέτρηση του σεβασμού αυτής της γυναίκας που, όταν είδε πως η διπλανή της στο θάλαμο, που δυσκολευόταν ν΄ αναπνεύσει, δεν είχε μαξιλάρι, είπε: πάρτε και δώστε της το δικό μου, εμένα δεν με νοιάζει.

Ναι, επίσης, και στη μέτρηση της «αξιοπρέπειας» αυτής της «επιστημονικής ομάδας»,  που εν καιρώ κόβιντ, τότε που άλλες επιστημονικές ομάδες έτρεχαν και δεν έφταναν για να ανταποκριθούν στα επείγοντα και στις ελλείψεις, αυτή καθόταν και έγραφε και συνέγραφε για να δημοσιεύσει. Επειδή ήθελε να βαθμολογηθεί με Άριστα και επειδή το Άριστα δεν κατακτιέται άμα επιλέγεις να σουλατσάρεις κάθε μέρα από προσκέφαλο σε προσκέφαλο και από διασωλήνωση σε ανάνηψη, δίχως να στρώνεις κάτω τον κώλο σου, στο γραφειάκι σου, για να δημοσιεύσεις κι εσύ μια ή και δύο ή και τρεις –ακόμα καλύτερα οι τρεις: φέρνουν περισσότερα χρήματα και δόξα– «πρωτότυπες» έρευνες, οι οποίες μελετούν λ.χ την επίδραση της τηγανητής πατάτας στην απορρύθμιση του σακχαρώδη διαβήτη ή τη συσχέτιση της λήψης άλατος με την αρτηριακή υπέρταση.

Επίσης, και επειδή πήρα φόρα με τα ΝΑΙ, υπερασπίζομαι το δόγμα «λιγότερες ΜΕΘ –λιγότεροι νεκροί», καθώς και  το δόγμα «λιγότεροι βαρέως πάσχοντες – λιγότερα ρίσκα θανάτων». Γιατί αυτή η φιλελεύθερη ορθοδοξία προσθέτει μεγάλο βαθμό στην αξιολόγηση, φέρνει περισσότερα χρήματα για να κάνουμε νέες «πρωτότυπες έρευνες» και να αλλάζουμε επίπλωση στα διευθυντικά γραφεία.

 

Κι εκείνα τα νοσοκομεία στα οποία συρρέουν –μετά τις εφημερίες των «αρίστων» νοσοκομείων– ασθενείς που έχουν λάβει κλωτσηδόν εξιτήρια για να μην αυξήσουν (ως νοσηλευόμενοι) τους κακούς τους δείκτες και τον κακό τους τον καιρό, ας πρόσεχαν κι ας μην τους δέχονταν. Γιατί, αφού τους δέχονται και δεν τους λένε να πάνε σπίτι τους ή κάπου αλλού,  σημαίνει πως αποδέχονται την επιβάρυνση των δεικτών τους, της θνησιμότητας, άρα αυτοβούλως παραδέχονται πως είναι άχρηστα, αφού σε αυτά πεθαίνουν περισσότεροι ασθενείς και πρέπει αμέσως να τιμωρηθούν με υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση. Ας πρόσεχαν!

Γιατί σε αυτόν τον καφκικό εφιάλτη, άμα ξεφλουδίσεις τα λόγια και τις προϋποθέσεις, καλό νοσοκομείο και άξιο επιβράβευσης είναι το νοσοκομείο χωρίς ασθενείς ή χωρίς, φυσικά, ανασφάλιστους αρρώστους, ή αυτό με σχεδόν υγιείς ασθενείς, που από πάντα γυμνάζονταν, τρέφονταν με βιολογικά, δεν κάπνιζαν, δεν έπιναν παρά μόνο smoothies,  ποτέ δεν έμειναν άνεργοι και όχι μόνον δεν είχαν κοινωνικά ή ψυχικά προβλήματα, αλλά αντίθετα είχαν την αξιοσύνη να γεννηθούν και να ζήσουν σε ένα περιβάλλον «άριστο», που σημαίνει με επάρκεια πόρων και παιδείας και κοινωνικής αποδοχής και τα λοιπά, το μόνο, με λίγα λόγια περιβάλλον, που αξίζει το σεβασμό των αρίστων. Οι άλλοι, οι πληβείοι, ας φρόντιζαν να μην αρρωστήσουν ή, εάν αρρωστήσουν, να πάνε αλλού, σε κανένα «πλεμπέικο» νοσοκομείο αντίστοιχο της αναξιοπρέπειάς τους. Στο τέλος-τέλος, καλύτερο νοσοκομείο είναι το μη ζημιογόνο νοσοκομείο, δηλαδή το κλειστό νοσοκομείο ή αυτό στο οποίο ασκείται αποτελεσματικά η μανατζερική με μπόνους από τις εταιρείες, τα καρτέλ και τις πανεπιστημιακές δημοσιεύσεις. Η μανατζερική που ζητά, επιτέλους, Λογοδοσία.

Γιατί, όσοι λανσάρουν τους δείκτες, γνωρίζουν πως τα κρίσιμα πράγματα, η γαϊδουριά και το ήθος, δεν μπαίνουν σε δείκτες λογοδοσίας και επίσης γνωρίζουν πως είναι πάντα αριστότερο και καθόλου plebean το να αδιαφορείς, να παραπέμπεις, να μη δίνεις λύση και να λες απελθέτω.

Γνωρίζουν επίσης, πως αυτό που κυρίως δεν μπορεί να μετρηθεί και που μπορεί να σε εξαντλεί, αλλά πρέπει να το κάνεις, είναι η λογοδοσία απέναντι στον εαυτό:

Να ελέγχεις τον διπλανό ή τον αποπάνω σου, να μεριμνάς, να αποδίδεις σεβασμό εκεί που πρέπει και να παραδίδεις –χωρίς, ίσως, φωνασκίες– στη χλεύη του βλέμματός σου έστω, αυτούς τους στεγνούς-στυγνούς ανθρώπους, να επισημαίνεις  τις ανακολουθίες, τα τερτίπια και τις αναντιστοιχίες μεταξύ λόγων και έργων, να έχεις  το νου σου όταν τρυπώνουν από παραπορτάκια όσοι μωροφιλόδοξοι ή φιλοχρήματοι ή διαπλεκόμενοι δεν πρέπει, να μην κάνεις όπως όσοι νίπτουν τας χείρας τους, να βουλώνεις τρύπες γνωρίζοντας πως τις βουλώνεις όχι επειδή είσαι ηλίθιος ή επειδή ζητάς αναγνώριση, αλλά επειδή ξέρεις πως, μερικές φορές, το επείγον αυτό ακριβώς επιτάσσει, να κάνεις όχι αυτό που «πρέπει», υπακούοντας στους τύπους, αλλά αυτό που ξέρεις ότι μπορεί να τινάξει όλα τα μανατζερικά σχέδια στον αέρα! Και ποιο είναι αυτό;

Να αναλάβεις την ευθύνη απέναντι στον άλλον, επειδή  χωρίς τον άλλον, απλώς, δεν υφίστασαι. Και πως, για να μπορείς να κοιμάσαι καλά ή για να έχεις το κουράγιο να εργάζεσαι ή για να ελπίζεις πως κάποτε θα αλλάξει κάτι, πρέπει να τρως το φαί σου, να αγαπάς το κελί σου και να διαβάζεις –τα μάτια των αρρώστων– πολύ…

 

Γιατί όλα είναι πολιτικά, αλλά το πολιτικότερο όλων είναι η επίγνωση της απεριόριστης Ευθύνης που έχουμε απέναντι στον Άλλον, συνεπώς απέναντι στον εαυτό μας, για να αξίζει η ζωή που ζούμε. Ευθύνη απέναντι στο σύντροφό μας, στον ασθενή μας, στο φίλο ή και τον εχθρό μας. Στον εμβολιασμένο και τον ανεμβολίαστο. Τον καταναγκαστικό και τον αμελή. Τον καλόβολο και τον κακόβουλο συνεργάτη. Το φιλόδοξο αργόμισθο και αυτόν που «τα δίνει όλα». Μια ευθύνη που πολλές φορές αναλαμβάνεται ερήμην αυτού στον οποίο αναφέρεται, μια ευθύνη ακόμα κι απέναντι σε όσους δεν μπορούν να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί.  Άλλοι το λένε τρόπο, άλλοι ήθος, άλλοι παράδειγμα, άλλοι απλώς τρόπο του πορεύεσθαι, του πολιτεύεσθαι, γιατί, χωρίς αυτό, ζωή και κοινωνία δεν υπάρχει. Γιατί, χωρίς αυτό, κινδυνεύουν να χαθούν όλες οι σημασίες και οι λεπτές αποχρώσεις, η θέρμη των σωμάτων, τα δάκρυα και λέξεις όπως «ιστορία», «μνήμη» ή «τρυφερότητα», όλα κινδυνεύουν να μη λέγονται, δηλαδή να μη νoιώθονται πια, όλα κινδυνεύουν να μπουν κάτω από τον όρο «αξιολόγηση» και «ανταποκρισιμότητα». Το καταδεχόμαστε; Είναι ποτέ δυνατόν να  το επιτρέψουμε αυτό στον εαυτό μας;

Πηγή: Rednblack.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Το νέο τραγούδι του Δ. Μυστακίδη για τη Θεσσαλονίκη – «Η νεότερη ιστορία της πόλης δεν τιμάει κανέναν μας», λέει ο ίδιος

«Η ανθρωπιά δεν μαθαίνεται στα βιβλία που πουλάτε;»