in

Tα «καθαρά χέρια» της Χρυσής Αυγής

Tα «καθαρά χέρια» της Χρυσής Αυγής

Μιλάει για την «ιατροποινική καταστολή», τη διάχυση του νεοναζισμού, τον εκφασισμό κράτους και κοινωνίας, το σχολείο, τον σύγχρονο αντιφασισμό
«Η πολιτική και κοινωνική εξουδετέρωση της Χ.Α. περνάει μέσα από την ίδια τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και το κράτος πρόνοιας»

Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε η μελέτη του Κωστή Παπαϊωάννου Τα «καθαρά χέρια» της Χρυσής ΑυγήςΕφαρμογές ναζιστικής καθαρότητας (εκδ. Μεταίχμιο). Ο συγγραφέας, εκπαιδευτικός και πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, είναι γνωστός από την αρθρογραφία και τη δράση του, εδώ και χρόνια, ενάντια στον ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία και τον νεοναζισμό. Σήμερα, με το βιβλίο του (που γράφτηκε το καλοκαίρι, αλλά πρόλαβε και τις τελευταίες εξελίξεις, με τη σύλληψη Μιχαλολιάκου) μας προσφέρει μια ολοκληρωμένη ανάλυση. Ξεκινώντας από τη γνωστή φράση του Ν. Μιχαλολιάκου για τα «καθαρά χέρια», εξετάζει κομβικά ζητήματα, όπως η άνοδος της Χ.Α., τα «νοσήματα» στους διάφορους χώρους στα οποία οι νεοναζί έρχονται να «απολυμάνουν», τον εκφασισμό του κράτους και της κοινωνίας. Για όλα αυτά, μιλήσαμε μαζί του. 

Το βιβλίο επιγράφεται Τα «καθαρά χέρια» της Χρυσής Αυγής. Αλλά και σε όλο το κείμενο το δίπολο «καθαρότητα/καθαρό» vs «βρομιά/βρόμικο» είναι κεντρικό στην ανάλυση. Ποιο ρόλο παίζει στον λόγο και την πρακτικής της Χ.Α.;

Η διαρκής προβολή της αξίας της καθαρότητας, τα «καθαρά χέρια», ο «τόπος που θα ξεβρομίσει», δεν είναι απλή επικοινωνιακή στρατηγική. Η καθαρότητα αποτελεί κομβικό σημείο στην πρόσληψη του ναζιστικού φαινομένου γενικά, και του σύγχρονου ελληνικού νεοναζισμού ειδικά. Διατρέχει τον λόγο ως καθαρότητα, και την πράξη ως εκκαθάριση και εξόντωση του βρόμικου, του μιαρού. Στο αίτημα για καθαρότητα συναρμόζεται η τακτική με την πολιτική, γιατί αποτελεί πρωτίστως εκ των ων ουκ άνευ όρο για την υλοποίηση του προγράμματος της Χ.Α. και αντανακλά το προγραμματικό της εύρος. Η έννοια της καθαρότητας, ως δομικό στοιχείο κάθε εθνικοσοσιαλιστικού και φασιστικού προγράμματος, δεν μένει στο επίπεδο του αιτήματος. Το αίτημα συνοδεύεται από την επιβολή του.

Ας πάρουμε το κοινωνικό σώμα, το σώμα της κοινότητας του λαού, που θα έλεγαν και οι νεοναζί, πάλαι ποτέ αγαπημένοι των τηλεοπτικών πάνελ και του λαϊφστάιλ. Αυτό ταυτίζεται με το σώμα των Ελλήνων· οι υπόλοιποι δεν ενδιαφέρουν. Μετά περνάμε στο δεύτερο στάδιο της εκκαθαριστικής λογικής, στάδιο ιστορικά αναγκαίο για τον φασισμό: ακόμα και αν αποβάλουμε τους ξένους, το σώμα των Ελλήνων δεν θα περιλαμβάνει όλους τους Έλληνες, αλλά όσους αναγνωρίζουν αυτό το σώμα ως τέτοιο, όσους αποδέχονται τους όρους ένταξης σε αυτό, άρα όσους πληρούν τα κριτήρια καθαρότητας. «Ανθέλληνες», «απάτριδες», «ελληνόφωνοι», όσοι αποτυγχάνουν στο τεστ ελληνοφροσύνης πρέπει να αποκοπούν από το εθνικό σώμα. Η κατηγορία περιλαμβάνει από φιλελεύθερους δεξιούς κοσμοπολίτες μέχρι αριστερούς διεθνιστές, από σοσιαλδημοκράτες ευρωπαϊστές αστούς μέχρι αναρχικούς, όλους τέλος πάντων όσοι δεν συντάσσονται εφ’ ενός ζυγού σε θέματα εθνικής ταυτότητας και αυτοεικόνας, διεθνών σχέσεων, ελληνικού και βαλκανικού εθνικισμού, σχέσεων κράτους και Εκκλησίας κ.λπ.

Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, τον βαθύτατα ταξικό προσανατολισμό της εκκαθαριστικής μανίας. Οι στόχοι είναι οι πιο αδύναμοι: οι φτωχοδιάβολοι μετανάστες που δίνουν εύκολο στόχο στο δρόμο, οι εργάτες που οργανώνονται σε σωματεία. Ο ναζιστικός λόγος είναι λόγος επιλεκτικής απέχθειας, όχι με βάση μόνο την καταγωγή –ενίοτε ούτε καν κυρίως– αλλά και την οικονομική θέση. Ο πλούσιος Άραβας, ο «επενδυτής από το Κατάρ», δεν αποτελεί αντικείμενο κανενός είδους επιθετικότητας, κι ας είναι εκπρόσωπος των πιο σκληρών εκδοχών θρησκευτικής και πολιτισμικής ετερότητας. 

 Γράφεις ότι ο νεοναζισμός χρησιμοποιήθηκε ως πολιτικός μανδύας για να καλύψει μια καθαρά εγκληματική δράση. Με ποιο τρόπο συνδέεται η εγκληματική δράση της Χ.Α., με τον νεοναζιστικό της χαρακτήρα;

«Σε εφαρμογή των καταστατικών “αρχών” και επιδιώξεων της εγκληματικής αυτής οργάνωσης, διαπράχθηκαν στα πλαίσια της επιλήψιμης, κατά τις προηγούμενες αναπτύξεις, δραστηριότητάς της, δεκάδες αξιόποινες πράξεις», αναφέρει το πόρισμα του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Αυτό που αποκαλύπτεται είναι ότι οι αμιγώς εγκληματικές δραστηριότητες αποτελούσαν το κύριο μέρος του κύκλου εργασιών του ναζιστικού μορφώματος. Ο ναζισμός ήταν η διασκέδαση, η βαριά εγκληματικότητα ήταν η δουλειά. Οι ίδιοι το είπαν στις καταθέσεις τους.

 Δεν πρέπει, βέβαια, να υποτιμήσουμε τη ναζιστική διάσταση και να θεωρήσουμε τη Χ.Α. απλό οργανωμένο έγκλημα, όπως κάποιοι υπαινίσσονται, φοβάμαι εκ του πονηρού. Οι χρυσαυγίτες ασκήθηκαν στο ναζιστικό και το κοινό έγκλημα, για συντομία στο ναζιστικό κοινό έγκλημα, με υψηλές επιδόσεις. Στη δράση της Χ.Α. ο ναζισμός αποκτά την πλήρη αυθεντική του διάσταση: εφαρμοσμένη εθνοφυλετική καθαρότητα και οργανωμένο ποινικό έγκλημα γίνονται ένα. Οργανωμένες ομάδες, περιπολίες, αστυνόμευση και προστασία, πίεση για κλείσιμο επιχειρήσεων. Μπραβιλίκια, πληρωμένα συμβόλαια, κυκλώματα, ραντεβού για κυνήγι, άλλοτε με έτοιμο πρόγραμμα και στόχους, άλλοτε μόνο για τη «χαρά του αθλήματος». Κρίσιμο στοιχείο, ο έλεγχος του χώρου, ακριβώς με τον τρόπο που η Μαφία ελέγχει και «προστατεύει» ολόκληρες περιοχές. Θα έλεγα πως σε τίποτα δεν διαφοροποιούνται από τις κλασικές μεθόδους ναζιστικής επέκτασης, αν εξαιρέσουμε πως εδώ έχουμε εντονότερη τη διάσταση «Βalkan Μafia» που προσιδιάζει, ας πούμε, στην εγκληματική ιδιόλεκτο του Αρκάν στη Σερβία.

To βιβλίο αναφέρεται στην υπόθεση των οροθετικών, στον «Ξένιο Δία», την επιχείρηση «Θέτις», θέτοντας το ζήτημα του εκφασισμού μηχανισμών του κράτους. Θα ήθελα να σταθούμε εδώ και στον ρόλο της Χ.Α. στον εκφασισμό αυτό.

Σε συνθήκες ακραίας εξαθλίωσης, το σώμα καθίσταται προνομιακός χάρτης των διαδρομών του συλλογικού φόβου. Όσο μάλιστα η νεοφιλελεύθερη αποδιάρθρωση των κοινωνικών δομών πρόνοιας γίνεται η ίδια λοιμώδης παράγοντας αποκλεισμού, νόσου και ανασφάλιστης οδύνης, τόσο ο λόγος για την υγεία και καθαρότητα του εθνικού σώματος γίνεται πιο φοβικός και εκφοβιστικός. Αυτά όλα σηματοδοτήθηκαν από τις τρεις παραπάνω υποθέσεις και τις αντίστοιχες εκρήξεις του «ηθικού πανικού», που φέρνουν πιο κοντά μια διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης ως θεμελιακή βιοπολιτική συνθήκη: δεν υπάρχει χώρος για μολυσμένα σώματα και στην αντιμετώπιση του κινδύνου δεν υπάρχουν κανόνες. Το μήνυμα είναι «Ιατρική μέχρις εσχάτων» και αυτό σημαίνει υποκατάσταση της κοινωνικής πρόνοιας από «ιατροποινική καταστολή». Οι υγειονομικές επιχειρήσεις με αρχαιοπρεπή ονόματα (κρίμα που ο κ. Λοβέρδος δεν ονόμασε «Ασπασία» την επιχείρηση σύλληψης των οροθετικών γυναικών…) στοχοποιούν την περιθωριοποίηση ως νοσογόνο παράγοντα, την αλλοδαπότητα ως τεκμήριο ενοχής και την εξαθλίωση ως υγειονομική βόμβα.

Κοινό σημείο, και στις τρεις επιχειρήσεις, η ομηρία των σωμάτων, άρρωστων ή δυνάμει άρρωστων. Σε συνθήκες ακραίας φτωχοποίησης το σώμα μετατρέπεται σε πεδίο της πιο θεμελιακής διάκρισης. Το δικό μας υγιές, αρτιμελές, παραγωγικό σώμα γίνεται πάσο, άδεια παραμονής σε μια πολιτειακή και πολιτική νησίδα που όλο μικραίνει. Το σώμα του «Άλλου» ξένο, άρρωστο και παρασιτικό, αποτίθεται σε έναν «ου τόπο», σε μια no man’s land, που όλο μεγαλώνει. Το σύνορο ανάμεσα στους δυο τόπους είναι διαπερατό μόνο προς τη μια πλευρά. Συνοριακοί φρουροί κατάφεραν να γίνουν οι περίπολοι της Χ.Α. Ζητάνε πιστοποιητικά σώματος για να κατατάξουν, «εμείς» ή «Άλλοι», εξετάζουν λευκότητα δέρματος και καθαρότητα αίματος. Η Χ.Α. πίεσε για να πάνε τα πράγματα στο πεδίο της εφαρμοσμένης βιοπολιτικής, και ήταν εκεί για να πιστωθεί το πολιτικό κέρδος και να επιτηρήσει την εφαρμογή του σχεδίου.

Μένοντας στο ζήτημα του εκφασισμού του κράτους και των «εκλεκτικών συγγενειών» με τους νεοναζί ιδιαίτερη εντύπωση προξενεί ένα περιστατικό με πρωταγωνιστή τον Π. Μπαλτάκο, που περιγράφεις…

Αφηγούμαι στο βιβλίο αυτό το περιστατικό που έζησα ο ίδιος, γιατί έχει, νομίζω, ιδιαίτερη σημασία. Το απόγευμα της 7ης Δεκεμβρίου 2012, ο γενικός γραμματέας της κυβέρνησης κ. Π. Μπαλτάκος πέταξε την Ετήσια Έκθεση της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου πάνω στο τραπέζι, δηλώνοντας ότι δεν τον ενδιαφέρουν, ως εκπρόσωπο της κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας, τα δικαιώματα του Ανθρώπου, ούτε οι σχετικές διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας. Στην υπόμνησή μας πως υπάρχει ένα διεθνές θεσμικό πλαίσιο που μας δεσμεύει, πως οι μηχανισμοί ελέγχου των διεθνών οργανισμών παρακολουθούν όσα συμβαίνουν εδώ, απάντησε: «Δεν με ενδιαφέρουν όλα αυτά, ας έρθουν αυτοί να ζήσουν με τους λαθρομετανάστες». Και διευκρίνισε πως «η κυβέρνηση ενδιαφέρεται μόνο για τα δικαιώματα των Ελλήνων, και όχι των λαθρομεταναστών». Αντί της ρατσιστικής βίας, είπε, πρέπει να ερευνάται και να αντιμετωπίζεται η ρατσιστική βία κατά Ελλήνων.

Όταν ο υπεύθυνος για τον συντονισμό του κυβερνητικού έργου εκφέρει λόγο ρατσιστικού περιθωρίου, υμνεί σε βιβλία του τα αρχαία «τάγματα εφόδου» της Κρυπτείας, στον Τύπο δημοσιοποιούνται δηλώσεις του (που ποτέ δεν διέψευσε) για πιθανή συνεργασία Ν.Δ. και Χ.Α., και ρητά περιφρονεί θεσμούς προστασίας των δικαιωμάτων, τότε η χώρα έχει πρόβλημα. Η ελπίδα όλα αυτά να οφείλονται σε κάποια ιδιοσυγκρασιακή ιδιαιτερότητα που τον οδηγεί σε μια ιδιότυπη, sui generis, εξτρεμιστική πρόσληψη της θεσμικής του ιδιότητας κατέρρευσε όταν έγινε σαφές πως ο πρωθυπουργός προσφέρει πλήρη κάλυψη στον συνεργάτη του.

Με βάση την εμπειρία σου ως εκπαιδευτικού, θα θέλαμε ένα σχόλιο για το μεγάλο θέμα νεοναζί και σχολείο. Ποια είναι η διείσδυση της Χ.Α. στο σχολείο και, κυρίως, τι μπορούμε και πρέπει να κάνουμε;

Όπως οι αυθεντικοί ναζί, οι εγχώριοι επίγονοί τους κατάλαβαν τη σημασία που έχει η πώληση της ιδεολογίας τους στους νέους και η στρατολόγηση «φρέσκιας σάρκας». Και όπως ο Χίτλερ διευκρίνιζε πως από τους νέους χρειαζόταν τη γροθιά και όχι το μυαλό, έτσι και οι δικοί μας έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στη δημιουργία ομάδων κρούσης από ανήλικους. Τέτοιες δημιουργήθηκαν σε πολλά σχολεία και γειτονιές· τα αποτελέσματα είναι γνωστά: βία εντός σχολείων και στον δρόμο, παραβατικότητα, συγκρούσεις. Κυρίως όμως με ενδιαφέρει η γκρίζα ζώνη της εκπαιδευτικής πράξης, η αιωρούμενη απειλή, η υπονόμευση της αυτονομίας του εκπαιδευτικού και της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αναφέρομαι στο πεδίο φόβου που συνδιαμορφώνεται από τους νεοναζιστικούς πυρήνες μαθητών, τους «ανήσυχους» γονείς ή εξωσχολικούς και τη Χ.Α.

Δεν είναι τυχαίο πως οι περισσότερες ανακοινώσεις της Χ.Α. για εκπαιδευτικά θέματα καταλήγουν: «Έξω οι μαρξιστές και οι διεθνιστές από τη δημόσια εκπαίδευση — θέλουμε εκπαίδευση Ελληνική!» Η παρέμβαση της Χρυσής Αυγής και οι απειλές πειθαρχικού ελέγχου δεν μπορούν να ιδωθούν βέβαια ανεξάρτητα από την γενικότερη εργασιακή ανασφάλεια στον χώρο της εκπαίδευσης, τη διαθεσιμότητα και τις απολύσεις. Το κυνήγι της καθαρότητας δεν συναρτάται, λοιπόν, μόνο με το περιεχόμενο της εκπαιδευτικής διαδικασίας αλλά συνδέεται ευθέως με τη σύνθεση του διδακτικού προσωπικού. Ευτυχώς, η εκπαιδευτική κοινότητα επιδεικνύει ισχυρά αντανακλαστικά και αντιστάσεις σε αυτές τις παρεμβάσεις, τις αντιμετωπίζει αποφασιστικά και, ως προς το περιεχόμενο της αντιφασιστικής διδασκαλίας, πολύ δημιουργικά.

Καθώς βρισκόμαστε στις παραμονές της 28ης Οκτωβρίου, θα ήθελα να κλείσουμε με την εξής ερώτηση: Ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενο ενός σύγχρονου αντιφασισμού του 21ου αιώνα;

Φοβάμαι πως ο αντιφασισμός δεν αρκεί πλέον, ως τέτοιος, για να συνεγείρει τα πλήθη όπως παλιότερα. Όντως λοιπόν, μέρες που είναι, καλό είναι να αναζητήσουμε το περιεχόμενο του νέου αντιφασισμού. Αυτός πρέπει να πιάνει όχι μόνο την αντιμετώπιση του φασισμού/ναζισμού αλλά και τα ποτάμια που τον αρδεύουν. Μιλάω για τη σκληρή οριζόντια λιτότητα και την ακραία φτωχοποίηση. Την καθολική απαξίωση της πολιτικής και την απονομιμοποίηση κάθε θεσμού εκπροσώπησης. Την ηθικολογική αντιμετώπιση της πολιτικής. Τον ακατέργαστο εθνολαϊκιστικό λόγο που εκπέμπεται Δεξιά κι Αριστερά. Τον ρατσισμό, τον σεξισμό, την ομοφοβία, τον αντισημιτισμό, τον αντιδιανοουμενισμό, όλα όσα έχουν κοιτίδα την Ακροδεξιά αλλά ενδημούν σε όλο το κοινωνικό σώμα. Ακόμα, σκέφτομαι πως ο σύγχρονος αντιφασισμός δεν χωράει ούτε στην κυρίαρχη θεωρία των «δύο άκρων», αλλά ούτε στην ισοπεδωτική θεωρία των «δύο μπλοκ» που ορίζονται στεγανά από το Μνημόνιο.

Ένας τέτοιος αντιφασισμός βάζει σε δοκιμασία πολλές ευκολίες και βεβαιότητές μας, και θέλει πολλή δουλειά. Γιατί από τη μια δεν είναι εύκολη η αστυνομική και ποινική αντιμετώπιση ενός τέρατος που οι κρατικές δομές το ανέχθηκαν επί χρόνια. Δεν είναι απλό τώρα να μαζευτούν αυτοί οι εκατοντάδες φανατικοί, τα μέλη των περιφερόμενων ταγμάτων που αποχαλινώθηκαν. Αυτοί επί χρόνια ζουν το μεθυστικό πανηγύρι της άγριας βίας, του εύκολου χρήματος και της βεβαιότητας πως το αντριλίκι και το μίσος στο τέλος κερδίζουν. Από την άλλη, δεν είναι εύκολο να απευθυνθούμε πειστικά στους πολλούς απελπισμένους μικροαστούς που βρήκαν ελπίδα στον τσαμπουκά και τη στρατιωτική παράταξη. Γι’ αυτό πιστεύω, όπως γράφω στον Επίλογο, πως τα δύσκολα είναι μπροστά μας. Η πολιτική και κοινωνική εξουδετέρωση της Χ.Α. περνάει μέσα από τον δημοκρατικό επαναπατρισμό, την πολιτική επανοικείωση των οπαδών της. Περνάει δηλαδή μέσα από την ίδια τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και το κράτος πρόνοιας. Όλα αυτά όμως είναι ανεπαρκή μεγέθη εσχάτως. Το στοίχημα της δημοκρατίας είναι σήμερα πιο δύσκολο από ποτέ. 

Πηγή: enthemata

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Φθινοπωρινό Ημερολόγιο. Του Ευκλείδη Τσακαλώτου

Διαδικτυακά σεμινάρια για τη Δημοσιογραφία Δεδομένων