in

Συνέντευξη με τον Δημήτρη Μυστακίδη με αφορμή το νέο του δίσκο με ρεμπέτικα της Αμερικής

Συνέντευξη με τον Δημήτρη Μυστακίδη με αφορμή το νέο του δίσκο με ρεμπέτικα της Αμερικής

Συνέντευξη στον Βασίλη Στόλη

Η συζήτηση με τον εξαιρετικό μουσικό και δάσκαλο από τη Θεσσαλονίκη, Δημήτρη Μυστακίδη δεν μπορεί παρά να είναι ενδιαφέρουσα. Μέσα από την κουβέντα μαζί του μαθαίνεις πράγματα, τόσο άμεσα και αβίαστα που έκανα προσπάθεια να μην με παρασύρει το ενδιαφέρον μου για τη μουσική γνώση και μπούμε σε τεχνικά ή «τεχνοκρατικά» μονοπάτια αλλά να μιλήσουμε για τη λαϊκή μουσική και την λαϊκή κιθάρα σήμερα, το νέο του δίσκο «ΑΜΕRΙΚΑ» και την μουσική διδασκαλία των λαϊκών οργάνων.

Με μακρά πορεία στο χώρο της μουσικής και με συνεργασίες με μεγάλα ονόματα όπως ο Νίκος Παπάζογλου, ο Γιάννης Αγγελάκας και ο Θανάσης Παπακωσταντίνου ο Δημήτρης Μυστακίδης είναι ταυτισμένος με την λαϊκή κιθάρα. Παίζει λαϊκή κιθάρα, ερευνά τη λαϊκή κιθάρα, διδάσκει λαϊκή κιθάρα στο το τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής του ΤΕΙ Ηπείρου και στο μεταπτυχιακό τμήμα της Σχολής Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Έχει συμμετάσχει σε πάνω από 100 ηχογραφήσεις δίσκων ως οργανοπαίκτης κι έχει βγάλει ο ίδιος δίσκους που έχουν στο επίκεντρο τους τη λαϊκή κιθάρα και το αστικό λαϊκό τραγούδι από τα  «16 Ρεμπέτικα με Κιθάρα»το 2007 μέχρι το «Εσπεράντο» του 2015 με την συμμετοχή 16 σπουδαίων τραγουδιστών που σημείωσε μεγάλη επιτυχία εντός και εκτός Ελλάδος. Σημαντικότατη δουλειά του και το σύγγραμμα «Λαϊκή Κιθάρα, Τροπικότητα και Εναρμόνιση», ιδανικό εργαλείο για κάθε λαϊκό μουσικό που επιθυμεί να μελετήσει τους δρόμους της λαϊκής μουσικής ανεξάρτητα αν παίζει κιθάρα ή κάποιο άλλο όργανο.

Η νέα του δουλειά ονομάζεται “AMERIKA” κυκλοφορεί από την Fishbowl και θα παρουσιαστεί ζωντανά στη Θεσσαλονίκη στις 5 και 6 Μαϊου στη μουσική σκηνή Βεντέτα. Περιλαμβάνει διασκευές και επανεκτελέσεις από τον Δημήτρη Μυστακίδη ρεμπέτικων τραγουδιών που κυκλοφόρησαν και παίχτηκαν ζωντανά μόνο στην Αμερική και διακρίνονται από την τεχνική της «τσιμπητής» κιθάρας που ξεκίνησε και αναπτύχθηκε στην Αμερική στις αρχές του 20ού αιώνα από τους Έλληνες μετανάστες μουσικούς Γιώργο Κατσαρό και Κώστα Δούσα (ή Γκούσια), αλλά και στην Ελλάδα από τον Κώστα Μπέζο (Α. Κωστή).

Ο Δημήτρης Μυστακίδης έκανε έρευνα, έψαξε και τα τραγούδια αλλά αφιέρωσε και ώρες στο να μάθει πράγματα για την ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης  στην Αμερική, γι αυτόν δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αποφάσισε σήμερα να ασχοληθεί με το μουσικό είδος αυτό καθώς θεωρεί πολυ επίκαιρη αυτού του είδους την καλλιτεχνική έκφραση. «Το θεωρώ πως είναι εξελίξιμο αφενός γιατί είναι μινιμαλιστικό αφού παίζει ένας μουσικός που μπορεί να τραγουδάει κιόλας και δίνει τη δυνατότητα να βγάλεις ωραία συναισθήματα. Σίγουρα η ανάγκη ενός ξενιτεμένου να εκφράσει τα πολλά συναισθήματα που φέρει επηρέασε στη διαμόρφωση αυτού του μουσικού είδους.»

Ο ίδιος αφιερώνει το νέο του δίσκο σε όσους άφησαν πίσω τις πατρίδες τους αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, αλλά δεν τα κατάφεραν και μας λέει για τη θεματολογία των τραγουδιών αυτών. «Είναι τραγούδια που μιλούν για τον τζόγο, τα ναρκωτικά, τον αποκλεισμό και άλλα τέτοια θέματα της ζωής στην Αμερική και εκφράζουν μια εσωτερικότητα και που το ρεμπέτικο που ξέρουμε δεν μπορεί να την εκφράσει» λέει χαρακτηριστικά ο Δημήτρης αναλογιζόμενος «πόσο ίδια είναι τα πράγματα σήμερα είτε ως Έλληνες πηγαίνουμε μετανάστες  σε άλλες χώρες έιτε ως υποδοχείς προσφύγων».

Για τους Έλληνες κιθαρίστες στην Αμερική παρατηρεί την ικανότητα προσαρμογής που διακρίνει τους λαϊκούς μουσικούς. «Το είδαμε με το ρεμπέτικο και την έλευση των προσφύγων. Οι Έλληνες μετανάστες στην Αμερική έφεραν τις μουσικές από την πατρίδα τους και προσαρμόστηκαν στα νέα παιξίματα που ανακάλυψαν ακούγοντας τους αφροαμερικανούς μουσικούς κι έτσι δημιούργησαν ένα νέο μουσικό είδος. Υπήρξαν βέβαια και ηχογραφήσεις με ορχήστρες που έπαιζαν με τον τρόπο που έπαιζαν στην Ελλάδα και τη Σμύρνη όπως υπήρξαν και συνεργασίες με αμερικάνικες ορχήστρες αργότερα, όπως με τον Ιορδάνη Τσομίδη που έκανε αυτά τα καταπληκτικά πράγματα ή με τον Τατασόπουλο αργότερα. Στην ουσία έφτιαξαν τα τραγούδια τους και τα έπαιξαν με την τεχνική της κιθάρας που έμαθαν στην Αμερική, την τεχνική του finger picking, τσιμπητή κιθάρα όπως το λέμε εδώ,  χρησιμοποιώντας ανοικτά κουρδίσματα. Είναι ένα πεδίο που σηκώνει πάρα πολύ έρευνα καθώς αυτό το είδος δεν παίχτηκε ζωντανά στην Ελλάδα, παρά μόνο από τον Γιώργο Κατσαρό που γύρισε όλο τον κόσμο παίζοντας αυτό το είδος, και δεν εξελίχθηκε γιατί ελάχιστοι ασχολήθηκαν με αυτό.» Αυτή η προσαρμοστικότητα τον κάνει να θεωρεί  βέβαιο ότι στην περιοχή μας θα υπάρξει όσμωση των ντόπιων μουσικών και των προσφύγων που έρχονται. «Αρκεί να μην γίνεται εξ’επί τούτου αλλά με αυθόρμητο τρόπο. Έχω δει βίντεο με μουσικούς σε καταυλισμό, αν αυτοί οι άνθρωποι έρθουν σε επαφή με ντόπιους μουσικούς και παίξουν μαζί κάτι θα βγει απ’ αυτό. Αρκεί να μην παρουσιάζουμε τέτοιες προσπάθειες  ως ένα εξωτικό φρούτο όπως κάνουμε με το ρεμπέτικο με καβουράκια κτλ και μας αντιμετωπίζουν έτσι έξω. Καλύτερα να πηγαίνουμε και να τους βάζουμε να ακούσουν την αυτούσια ομορφιά της μουσικής είτε της μουσικής που έφτιαξαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες μαζί με τους κατοίκους που βρήκαν εδώ είτε τη μουσική που θα φτιάξουν οι σημερινοί πρόσφυγες με τους σημερινούς ντόπιους».

Αποτέλεσμα εικόνας για μυστακιδης amerika

Στην κουβέντα μας για το λαϊκό τραγούδι και την επιτυχία του «Εσπεράντο» με τα μεταπολεμικά τραγούδια και τη συμμετοχή 16 τραγουδιστών ο Δημήτρης Μυστακίδης κάνει λόγο για τη συναισθηματοποίηση, την ικανότητα αυτή του λαϊκού τραγουδιού να εκτονώνει το συναισθηματικό μας φορτίο. «Όταν έχουμε αυτή την ανάγκη σε αυτό προστρέχουμε γιατί με αυτό το ρεπορτόριο μεγαλώσαμε και σίγουρα έχουμε δει τον μπαμπά μας, τη μάνα μας ή τον παππού μας να ακούν και να γουστάρουν με αυτό. Θέλουμε δε θέλουμε αυτό γράφει μέσα μας. Παίζαμε ας πούμε σε μια συναυλία με τον Αγγελάκα ή τον Σαββόπουλο και μετά καθόμασταν να γλεντήσουμε με ρεμπέτικα και λαϊκά.  Αυτή τη σχέση θέλησα να την κάνω πιο συνειδητή». Η άποψη του είναι ότι τα λαϊκά τραγούδια δεν είναι τραγούδια απλοϊκά, ο στίχος έχει αμεσότητα και περιγράφει τη ζωή και την καθημερινότητα και όσο το ψάξει κανείς ανακαλύπτει την λαϊκή ευφυία της μίξης μεταξύ της μουσικής της Δύσης και της Ανατολής. «Το κοινό που επιλέγει να ακούσει ήταν συγκεκριμένο κι αισθανόμουν ότι έχανα το κίνητρο να κερδίσω τον κόσμο για αυτό και επέλεξα να κάνω ένα άνοιγμα και να ακούσουν κι άλλοι αυτά τα τραγούδια. Όπως για παράδειγμα τα παιδιά που ακούν την Ελεωνόρα Ζουγανέλη ή την Πάολα ακόμα».

Ο Δημήτρης Μυστακίδης εκφράζει την αισοδοξία του για το μέλλον και την παραγωγή του λαϊκού τραγουδιού. «Λόγω της δουλειάς  στο ΤΕΙ αλλά και με τις επισκέψεις μου σε προβάδικα στούντιο έχω δει πολλούς νέους μουσικούς, το πως ασχολούνται, τι κάνουν και τι δυνατότητες έχουν που με κάνει να εκτιμώ ότι τα επόμενα χρόνια θα υπάρξει μεγάλη έκρηξη σε αυτό που λέμε καλή μουσική και καλοί οργανοπαίκτες. Φτάνει να μπορούν να παίξουν τη μουσική τους. Για τους χώρους που παίζεται η μουσική έχει την άποψη ότι γίνεται ένα ανελέητο κυνήγι από τους  κυβερνώντες με αποτέλεσμα να υπάρχουν πλέον λίγοι χώροι που μπορεί να παίζεται αξιοπρεπώς. Πρόστιμα, έλεγχοι και υπερφορολογία που ένα μαγαζί δεν μπορεί να επιβιώσει αν πληρώνει κανονικά.Μπορεί να γράφονται πολλά τραγούδια και μουσικές και να τα βλέπουμε στο youtube και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά αν ο μουσικός δεν παίξει ζωντανά στο κοινό δεν μπορεί να ζήσει. Όχι μόνο για τις χρηματικές απολαβές και την οικονομική επιβίωση αλλά και για την καλλιτεχνική. Αυτή η επικοινωνία με τον κόσμο είναι που δίνει τη δύναμη στον μουσικό να παράγει νέα πράγματα.»

Ο Δημήτρης Μυστακίδης μεγάλωσε με το λαϊκό τραγούδι και έχει βιωματική σχέση με αυτό από τότε που ήταν μικρός και άκουγε τους δίσκους που έβαζε η μητέρα του στο σπίτι και τα τραγούδια που τραγουδούσε η ίδια. «Τα γυμνασιακά μου χρόνια συνέπεσαν με την αναβίωση του ρεμπέτικου, τότε που άρχισαν να φτιάχνονται κομπανίες που έπαιζαν τα παλιά τραγούδια και ειδικά στον Εύοσμο που μεγάλωσα ήταν πολύ εξελιγμένος πολιτιστικά. Είχε κομμουνιστή δήμαρχο πολλά χρόνια που βοηθούσε πολιτιστικές κινήσεις των πολιτών με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν πολλές ομάδες και παρέες που ασχολούνταν με τη μουσική. Έτσι μπλέχτηκα κι εγώ και με εξίταρε η ορχήστρα, ότι μαζεύονται 5-6 άνθρωποι και παίζουν από ένα όργανο βγάζοντας ένα αποτέλεσμα. Ο Εύοσμος έχει αναδείξει από τότε σπουδαίους καλλιτέχνες με πορεία στο χώρο όπως οι Γιάννης Καρασάββας, Βασίλης Γκάτσος, Δημήτρης Αποστολάκης, οι Πρατσινάκηδες, οι αδερφές Τσαϊρέλη.»

Οι μετέπειτα συνεργασίες του χάρισαν πολλές εμπειρίες και με τις συναυλίες ταξίδεψε πολύ. Θεωρεί ότι ο μουσικός πρέπει να είναι ενεργός και ανοικτός γιατί κάθε παίξιμο προσφέρει κάτι. «Έχω παίξει σε πανηγύρια, γάμους, σκυλάδικα, παντού κι από όλα τα παιξίματα νιώθω ότι έχω πάρει κάτι. Από άλλον παίρνεις πειθαρχία από άλλον παίρνεις ελευθερία. Γι’ αυτό ο μουσικός πρέπει να παίζει και να μαζεύει εμπειρίες και πληροφορίες. Ο Νίκος ο Παπάζογλου σε μαγαζί με άκουσε και με πήρε για συνεργάτη κι έτσι ξεκίνησαν οι συνεργασίες μου με τους έντεχνους καλλιτέχνες. Πέρα από το παίξιμο αυτές οι συνεργασίες με βοήθησαν να ταξιδέψω πολύ και να γνωρίσω μέρη με διαφορετικούς ανθρώπους και τρόπους ζωής. Όλη αυτή η εμπειρία, γνωρίζοντας τον τσοπάνη από τη Νάξο μέχρι τον παπά από την Κάλυμνο, με βοήθησε να φιλτράρω και να μαθαίνω.»

Ο Δημήτρης Μυστακίδης έχει συμβάλλει στο να αποκατασταθεί στη συνείδηση του κόσμου η λαϊκή κιθάρα, να αναδειχθεί η σημαντικότητά της και ο πλούσιος χαρακτήρα της, να μας κάνει να τη γνωρίσουμε ή να τη ξαναθυμηθούμε. Πρόκειται για ένα όργανο που βρισκόταν στην αφάνεια για αρκετά χρόνια. Κατά την άποψη του ένας λόγος που συνέβη αυτό ήταν ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’50 μεγάλωσαν οι ορχήστρες, μεγάλωσαν τα μαγαζιά και χάθηκε ο φυσικός ήχος. «Υπάρχει όμως και το αίσθημα ματαιοδοξίας που λίγο ή πολύ το έχουν όλοι όταν ξεκινούν τη μουσική, όλοι θέλουν να γίνουν σολίστες, έτσι στη λαϊκή μουσική για παράδειγμα κυρίαρχο είναι το μπουζούκι και στην κλασσική το βιολί. Εγώ ήμουν σε μια παρέα που όλοι έπαιζαν μπουζούκια έτσι εγώ έπαιξα αναγκαστικά κιθάρα. Οι ώρες στα μαγαζιά είναι ατελείωτες και με έκαναν να αναρωτηθώ για το παίξιμο. Άκουσα τα παλιά παιξίματα και είδα πόσο ενδιαφέρον έχει τελικά η λαϊκή κιθάρα έτσι ανακάλυψα και τον αγαπημένο μου Κώστα Σκαρβέλη που τον θεωρώ κορυφαίο.»

Σήμερα θεωρεί ότι είναι μια πολύ καλύτερη εποχή για τα φυσικά όργανα και ότι η στροφή σε αυτά θα επηρεάσει την μουσική και το τραγούδι και σε αυτό το πλαίσιο η λαϊκή κιθάρα βρίσκει το χώρο και τη θέση που της αξίζει. «Από την δεύτερη αναβίωση του ρεμπέτικου και σταδιακά μέχρι σήμερα επανήλθε ο φυσικός ήχος. Επανήλθαν και τα μικρά σχήματα και υπήρξε ανάγκη για λαϊκούς κιθαρίστες οι οποίοι αναγκαστικά επανέφεραν και τα μελωδικά παιξίματα. Πήρε αρκετά χρόνια μέχρι να επανέλθουν οι τεχνικές της λαϊκής κιθάρας αλλά τώρα πια είναι στην καλύτερη του φάση. Έχει νεαρούς κιθαρίστες όπως ο Κωστής Κωστάκης που έχουν πάει τον τρόπο της συνοδείας και της εναρμόνισης μπροστά.»

Την αγάπη του για την έρευνα και τη μελέτη την βασίζει στην απέχθεια του για τη στασιμότητα. «Δε με εκφράζει να βολεύομαι με μια κατάσταση και παραμένω εκεί, αντίθετα θεωρώ πως πρέπει να υπάρχει ενδιαφέρον στη δουλειά και εξέλιξη και μέσα από τη δουλειά να γίνομαι καλύτερος. Προσπαθώ οι δουλειές που κάνω να έχουν τη γνώση από πίσω, να ερευνώ πριν κάνω μια δουλειά. Έχει σημασία για μένα μια δουλειά, κάτι που φτιάχνεις να έχει έρευνα και εργασία από πίσω, στοιχεία που δείχνουν το πόσο συνειδητά κάνεις κάτι. Για μένα αυτές οι δουλειές περιέχουν  αλήθεια που μεταφέρεται στον κόσμο που έρχεται να ακούσει και κάνουν κι εμένα καλύτερο. Τα παραπάνω με βοηθούν και σαν μουσικό αλλά εξίσου βοηθούν και στο εκπαιδευτικό κομμάτι πράγμα πολύ σημαντικό».

Ολοκληρώνοντας τη συζήτηση στο θέμα της εκπαίδευσης ο Δημήτρης Μυστακίδης χαρακτήρισε τη λαϊκή μουσική ένα σύνθετο φαινόμενο, μουσικό και κοινωνικό θεωρώντας ότι η εξέλιξη επηρεάζει και την εκπαιδευτική διαδικασία. Για τον ίδιο η εγγράμματη διαδικασία μαθητείας έχει αλλάξει τη διαδικασία μάθησης από δάσκαλο σε μαθητή, πλέον η μουσική δεν μαθαίνεται όπως παλιά όταν ο μουσικός πήγαινε και άκουγε άλλους για να μάθει. Άρα πρέπει να αλλάξει και ο τρόπος που διδάσκεται. Πλέον η διδασκαλία της λαϊκής μουσικής βρίσκεται στην ανώτατη βαθμίδα εκπαίδευσης. Τα λαϊκά όργανα όμως δεν αναγνωρίζονται από την πολιτεία είτε από άγνοια και βλακεία είτε συνειδητά ,κατά τον Δημήτρη ο οποίος δεν αμφιβάλλει ότι η ίδια η μουσική δε μας έχει ανάγκη η μουσική εμείς έχουμε ανάγκη να τη μάθουμε καλά και να την προχωρήσουμε τεχνικά και αισθητικά. Δε φτάνει μόνο να μάθεις να παίζεις αλλά να αποκτήσεις γνώσεις και στο  τι σημαίνει το όργανο και η θέση του ανάμεσα στα υπόλοιπα.

Έχει συμμετάσχει σε πάρα πολλές συζητήσεις για το τι πρέπει να αλλάξει στην μουσική εκπαίδευση και εκτιμάει ότι το επίπεδο των δασκάλων είναι πολύ καλό και υπάρχουν πολλοί μουσικοί με γνώσεις. Ωστόσο εκφράζει το παράπονο του για την έλλειψη πολιτικής βούλησης και προτείνει το να γίνει άμεσα ισότιμη αναγνώριση των λαϊκών οργάνων ώστε να αναγνωριστεί το αστικό λαϊκό τραγούδι ως ισότιμο κομμάτι της ελληνικής μουσικής. «Να φτιαχτεί μια ομάδα εργασίας που σε ένα διάστημα να δώσει στη δημοσιότητα τα συμπεράσματα της έρευνας και της εμπειρίας όλων αυτών των ετών, να φτιαχτεί μια ύλη διδασκαλίας και τα επόμενα χρόνια με συνεργασία όλων των εμπλεκομένων μουσικών να φτάσει στο τελικό του στάδιο. Γνωρίζω τις αντιδράσεις που όλο αυτό θα προκαλέσει αλλά πρέπει κάποια στιγμή να ξεκινήσει, από ανθρώπους που θα είναι ανθεκτικοί στο πέσιμο που θα δεχθούν. Σε αυτή τη χώρα προσπαθούμε να αποσυνδεθούμε με τη σχέση μας με την Ανατολή κι αυτό είναι ένας λόγος που δημιουργούνται αντιδράσεις. Υπάρχουν όμως και πολλά μαγαζιά που υποσκάπτουν μια τέτοια κεντρική προσπάθεια, πολλές σχολές, παραμάγαζα, αυθεντίες που θα θιγεί το οικονομικό τους συμφέρον. Πρέπει να υπάρξει πολιτική απόφαση κι αυτοί που θα το κάνουν θα πρέπει να έχουν γερό στομάχι.»

Ο δίσκος AMERIKA κυκλοφορεί από την εταιρεία Fishbowl

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Λακκούβες δίχως όνομα. Του Γιώργου Θεοδωρόπουλου

#Φωτοσχόλιο_στο_alterthess