in , ,

Σταμάτης Κραουνάκης στο alterthess: «Να απαιτήσουμε την απόλυση της κυβέρνησης»

Σταμάτης Κραουνάκης στο alterthess: «Να απαιτήσουμε την απόλυση της κυβέρνησης»

Ευφυής, πληθωρικός, εμπνευσμένος καλλιτέχνης με πηγαίο χιούμορ, πολιτική σκέψη και κοφτερό λόγο. Ο Σταμάτης Κραουνάκης αποδέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη την πρόταση για μία εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στο alterthess.gr.

Συνέντευξη στην Ευγενία Χατζηγεωργίου

Τον συνάντησα στη Θεσσαλονίκη με αφορμή την παράσταση «Όταν έχω εσένα» στο Βασιλικό. Κάθισα μαζί του μία περίπου ώρα σε ένα από τα καφέ της Καρόλου Ντηλ. Κόσμος περνούσε και τον χαιρετούσε συνεχώς. Δεν απέφυγε κανέναν. Μοίραζε σε όλους χαμόγελα και καλές κουβέντες. «Κύριε Κραουνάκη, ευχαριστούμε, απλά αυτό», θα του πει ο κύριος από το διπλανό τραπέζι. «Εκπληκτική παράσταση» θα αναφωνήσουν πολλοί, με τον Σταμάτη Κραουνάκη να λέει «ευχαριστώ» και στα μάτια του να βλέπω την ικανοποίηση πως το στοίχημα το μεγάλο που έβαλε με την Σπείρα Σπείρα, το κέρδισε και αυτή τη φορά.  Μετά την Αθήνα όπου αγαπήθηκε από κοινό και κριτικούς, η παράσταση «Όταν έχω εσένα» ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη. Ο ίδιος είχε άγχος για την πρεμιέρα, αλλά η αγωνία του κράτησε μέχρι τη στιγμή που είδε τον κόσμο να χειροκροτά και να γελά με την καρδιά του με τα παιδιά στο πρώτο μισό της παράστασης αλλά και να γίνονται όλοι μαζί μία φωνή στο δεύτερο μισό, απογειώνοντας τις βραδιές στο Βασιλικό Θέατρο.

«Σχέση δύο εραστών»

Το μαγνητοφωνάκι γράφει και η κουβέντα μας ξεκινά από τη Θεσσαλονίκη. Χαρακτηρίζει την σχέση του με την πόλη ως μία σχέση «δύο εραστών που όσο και αν περνάνε τα χρόνια σε κάθε ραντεβού τους την ώρα που ξαναβρίσκονται η αγάπη γίνεται όλο και πιο δυνατή». Παραδοσιακά το κοινό της πόλης τον αγαπάει τον Σταμάτη και τον λαχταρά. Ακόμη και τις φορές που η διαφήμιση ήταν περιορισμένη, η παρουσία του στην πόλη ήταν «γεγονός» για τους Θεσσαλονικείς.

«Τη γουστάρω αυτή την επαφή με τους ανθρώπους που δεν είναι τυπική», θα πει. «Φιλιόμαστε, αγκαλιαζόμαστε, λέμε οικογενειακά, έχει πλάκα αυτό το πράγμα. Ποτέ σε καμία μας ανάβαση είτε προσωπική μου είτε με την Σπείρα δεν λέρωσα τους δρόμους με μπάνερ».

Ο ίδιος τόσο με το κοινό όσο και με τους δημοσιογράφους που επικοινωνούν την εκάστοτε δουλειά του, επενδύει στην ανθρώπινη επαφή. Η σχέση του με το κοινό ιδιαίτερη. «Ανήκω στους καλλιτέχνες που το κοινό δεν το θεωρώ κάτι απρόσωπο και ανώνυμο και προσπαθώ από τη σκηνή όσο μεγάλο και αν είναι το θέατρο να τους κοιτάζω όλους», λέει χαρακτηριστικά.

Από την άλλη, ακόμη και το υλικό που δινόταν στους δημοσιογράφους, όπως τονίζει, αν και η οικονομική δυνατότητα ήταν περιορισμένη, φρόντιζαν να είναι περιποιημένο. «Εγώ είμαι εκπαιδευμένος και από το σπίτι μου γι αυτό. Δηλαδή πιστεύω ότι το νοικοκυριό δεν θέλει πάντα χρήμα. Αντίθετα μπορεί να έχει μεγαλύτερη αξία μία φράση που θα την έχεις γράψει με το χέρι και την δίνεις στον άλλο από ένα τυπωμένο δελτίο Τύπου», δηλώνει χαρακτηριστικά.

Ένα ταξίδι για την Αμερική που δεν έγινε ποτέ

Η Σπείρα Σπείρα μετρά ήδη 14 χρόνια. Ο Σταμάτης άραγε είχε φανταστεί τότε πως η σχέση αυτή θα ήταν… σταθερή; «Όχι μόνο δεν το είχα φανταστεί ήταν και κάτι που δεν το ήθελα καθόλου». Αποκαλύπτει μάλιστα πως ήταν μία εποχή που ήταν έτοιμος να φύγει στην Αμερική, απογοητευμένος από το σύστημα το καλλιτεχνικό που δεν του έδινε την δυνατότητα να δοκιμάσει  κάτι που δεν θα ήταν τόσο υποχρεωτικά εμπορικό. Το μεγάλο του όνειρο «ένα μεγάλο μουσικό θέατρο στην Αθήνα». Και το τόλμησε. Μία επιλογή προσωπική «με όλα τα κόστη» όπως λέει. Η επιλογή αυτή όπως περιγράφει, του ξεκλείδωσε δύο πράγματα: τον θεατρικό εαυτό του που ήταν «εν υπνώσει» και τον σκηνοθέτη εαυτό του που και αυτός υπήρχε αλλά ήταν σε ύπνωση και δεν είχε ανάγκη μέχρι τότε να τον βάλει σε λειτουργία.

Και λίγο πριν αναχωρήσει για Αμερική, δέχεται πρόταση να αναλάβει έναν κύκλο σεμιναρίων, όπου δεν κάνει μάθημα μουσικής αλλά διδασκαλία ερμηνείας τραγουδιού, γνωρίζοντάς το βέβαια ο ίδιος πολύ καλά και με μεγάλη δυνατότητα να καθοδηγήσει ανθρώπους να το εφαρμόσουν σωστά. Έσπευσαν θυμάται πάνω από 1.000 παιδιά. «Κράτησα όχι υποχρεωτικά αυτούς που είχαν καλές φωνές αλλά αυτούς που έβρισκα εγώ ενδιαφέροντες σαν προσωπικότητες», λέει. Στο τέλος των σεμιναρίων ακολούθησε μία μικρή παράσταση, με τους ανθρώπους του χώρου να αναγνωρίζουν το ταλέντο των παιδιών, «αλλά κανείς δεν τους προσέλαβε…» λέει ο Σταμάτης με ένα παράπονο στη φωνή.

«Και κατά τα τέλη Αυγούστου με παίρνει μία κοπέλα και μου λέει “Σταμάτη αποφασίσαμε να κάνουμε εταιρία αν θέλεις να μας τελειώσεις την παράσταση να την κάνουμε μιάμιση ώρα και να την δείξουμε κάπου”. Βέβαια από εκεί και πέρα αρχίζει η περιπέτεια», διηγείται. Μου περιγράφει τα πάντα με λεπτομέρεια. Μου κάνει εντύπωση πως το ζει ακόμη και τώρα. Η φωνή του αποκτά ένταση μεγαλύτερη από πριν. Θυμάται ανθρώπους, φίλους, συνοδοιπόρους. Από το Χυτήριο έως την Αθηναΐδα και στη συνέχεια στο Κακογιάννης. Με τις δυσκολίες αλλά και την ικανοποίηση. Τα θυμάται και συγκινείται.

Ο ίδιος φροντίζει να μην είναι στην αστική μη κερδοσκοπική εταιρία που δημιουργείται, καθώς όπως λέει «δεν είχα καμία όρεξη να έχω θίασο εκείνη την εποχή», όντας έτοιμος να αναχωρήσει για Αμερική.  Όμως εκείνα τα Χριστούγεννα υπήρξαν καθοριστικά. Ειδικά εκείνη η μέρα που άκουσε σε ένα πάρτι με φόντο την Ακρόπολη τα παιδιά να παίζουν το «Μεγάλο Ερωτικό» όλο. Και μένει.

«Ο Κραουνάκης τρελάθηκε», λένε στην πιάτσα. Ο κόσμος σπεύδει. Η παράσταση φτάνει έως αρχές Μαρτίου και στη συνέχεια παρουσιάζεται και εκτός. «Και άρχισαν να κοιτούν τα παιδιά να βρούμε λεφτά να συνεχίσουμε. Εκεί έσκασε η Αθηναΐδα», λέει ο Σταμάτης και προσθέτει «εκεί μπορώ να σου πω εκεί γεννήθηκε η Σπείρα Σπείρα. Από εκεί και πέρα γίνανε όλα. Εγώ χρόνο με τον χρόνο ελευθερώθηκα». Περάσανε πολλά παιδιά, πολλά από αυτά γνωστά πια και με καριέρα. «Πολύς κόσμος. Χρήσιμος. Ευτυχώς δεν βγάλαμε σκάρτους», δηλώνει με καμάρι.

«Άφηνα να μείνουνε αυτοί που θέλανε να μείνουνε. Δεν υπήρχε άλλη παράμετρος έλεγα παιδιά όπως τελείωνε κάθε χρονιά όσοι είναι να μείνουνε του χρόνου να μας το πουν τώρα γιατί προγραμματίζουμε. Αυτή ήταν και μένα η έννοια μου να ανεβάζω τον πήχη χρόνο με τον χρόνο. Να τους δίνω όλο και κάτι πιο δύσκολο αν είχαν επιτυχία σε κάτι να τους πηγαίνω λίγο ανάποδα».

Έτσι κύλησε ο καιρός με την ομάδα. Σιγά σιγά, βήμα βήμα και ένας νέος στόχος κάθε φορά. Με διάβασμα πολύ- και για τα παιδιά και τον Σταμάτη. Εκπαίδευση στην παραγωγή, όπως λέει ο ίδιος, αλλά και ένα κρυφό μυστικό που κράτησε την εμπιστοσύνη και τη σύνδεση της ομάδας. «Πια δεν ντρέπομαι να το πω», σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ο αρχηγός έπαιρνε τα ίδια χρήματα με όλους. Αυτό είναι ένα τρικ το οποίο αφορά το ότι δεν κοστολογείται κανείς. Όπως τα παιδιά δεν κοστολογούν τους χρόνους πρόβας γιατί είναι δικό μας το μαγαζί, ολονών. Έτσι και εγώ δεν μπορώ να κοστολογήσω τον εαυτό μου με την ονομαστική του αξία που έχει στην έξω αγορά».

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ομάδα να εκπαιδευτεί τόσο πολύ εσωτερικά, όπως επισημαίνει, που όταν ήρθε η κρίση ήταν πια έτοιμοι. «Δεν μας πτόησε. Είχαμε εκπαιδευτεί στην φτώχεια», δηλώνει.

«Να στέκεται απέναντι από την εξουσία, αυτή είναι η δουλειά της τέχνης»

Οι παραστάσεις όλα αυτά τα χρόνια είχαν πάντα επίκεντρο πολιτικό.  «Πάντα η αντιστοιχία μας με το τι τρέχει ήταν μέλημα της ομάδας και δικό μου γιατί από την στιγμή που εκφραζόμουν μέσα από μία καινούργια γενιά ήμουν υποχρεωμένος να οδηγώ με την πολιτική αντίστιξη του τώρα», σημειώνει ο ίδιος.

Και φτάνουμε στο σήμερα με την παράσταση «Όταν έχω εσένα», μία πολιτική επιθεώρηση. «Απόλυτα», σχολιάζει ο Σταμάτης Κραουνάκης. Τον ρωτώ για τα ερεθίσματα τα τωρινά, για το μήνυμα που θα ήθελε να περάσει η παράσταση. Aν πρέπει να το γκρουπάρουμε σε κάτι, μου απαντά, θα ήταν κάπως έτσι: «3000 χρόνια ιστορία δεν θα τα φάνε οι τράπεζες. Θα τα καταφέρουμε».

Η παράσταση προσφέρει άφθονο γέλιο. «Γελάει ο κόσμος πάρα πολύ με τα χάλια του», σχολιάζει και θυμάται πως την ώρα που γράφονταν τα κείμενα, έβγαιναν σουρεαλιστικά. Ο ίδιος είχε πει «Ρε παιδιά έχουμε ξεφύγει». Ωστόσο, μέσα σε τρεις μήνες από το ανέβασμα της παράστασης και μετά η ίδια πραγματικότητα, τα έκανε ρεαλιστικά. Μάλιστα, όπως αποκαλύπτει «Ανεβαίνοντας στη Θεσσαλονίκη, αναγκαστήκαμε να αλλάξουμε πράγματα γιατί τα είχε ξεπεράσει η επικαιρότητα». «Η τέχνη δένει με την επικαιρότητα εν τέλει», σημειώνω με τον Σταμάτη να τονίζει πως «Πρέπει να στεκόμαστε απέναντι στην εξουσία. Αυτή είναι η δουλειά της τέχνης».

Διαβάζω πως στους χαρακτήρες της παράστασης είναι μεταξύ άλλων ο τάπερμαν, το κοριτσάκι της αφίσας του ΠΑΣΟΚ και μία απολυμένη καθαρίστρια. Στέκομαι στην τελευταία, καθώς μου έρχονται στο μυαλό οι αγωνιζόμενες καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών. «Όταν το γράψαμε δεν υπήρχε το θέμα. Κάναμε έναν χαρακτήρα που ήταν ένα κορίτσι που είχε σπουδάσει γλώσσες, Pr, μάνατζερ και όλα αυτά και δεν βρίσκει πουθενά δουλειά και αρχίζει να ξεσκατίζει γριές στην πολυκατοικία της και σιγά-σιγά αρχίζει να ξεσκατίζει γριές και στις γύρω πολυκατοικίες», αναφέρει.

Τον ρωτώ αν άλλοι αγωνιζόμενοι κλάδοι, όπως για παράδειγμα οι εργαζόμενοι της ελεύθερης ΕΡΤ, οι απεργοί της Coca Cola, το κίνημα ενάντια στις εξορύξεις χρυσού, αν οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να εμπνεύσουν έναν καλλιτέχνη όπως εκείνον. «Ναι, είναι δουλειά μας», αναφέρει, προσθέτοντας ωστόσο πως «Αυτό που θα γεννήσεις, πρέπει να έχει τη δύναμη και εκτός της εποχής του. Αλλιώς είναι επίκαιρο». Φέρνει ως παράδειγμα το «Άξιον Εστί», που όπως υπογραμμίζει, αφορούσε στη γενιά της κατοχής και ήταν βασισμένο σε αυτόν τον θεϊκό λόγο και σε αυτήν την εμπνευσμένη μελοποίηση, που το έκανε να τρυπήσει την εποχή και να γίνει κλασσικό. «Αν ήταν απλώς μία κινηματική δράση, θα είχε εκπνεύσει», τονίζει.

Η κουβέντα πάει στην συναυλία για την μνήμη του Παύλου Φύσσα. Ο ίδιος είχε προσκληθεί να συμμετέχει, ωστόσο λόγοι υγείας δεν του το επέτρεψαν. «Ήθελα να στείλω κάτι», τονίζει. Κι έτσι προέκυψε ένα ποίημα αφιερωμένο στον αδικοχαμένο μουσικό, το οποίο στη συνέχεια μελοποιήθηκε και τραγουδήθηκε από την Μαρία Πανοσιάν.

«Δεν θα ήθελα να γράψω πέντε συναισθηματικούμπες γραμμές για μία δολοφονία», αναφέρει ο Σταμάτης και προσθέτει: «Αυθόρμητα μου βγήκαν αυτοί οι είκοσι στίχοι και εξίσου αυθόρμητα μου βγήκε ο στίχος που πήρε ο Κόκκινος και την έκανε σήμα «Ο φασισμός πουλάει τη δόση και ο καναπές την αγοράζει»».

«Αυτή η κυβέρνηση πρέπει να φύγει»

Στο δρόμο κατεβαίνει πολύς κόσμος για να διαδηλώσει, αναφέρω στη συνέχεια. «Θα μπορούσαν να είναι περισσότεροι ή θεωρείται πως σε έναν βαθμό ο θυμός τους εξαντλείται μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης». «Ο θυμός εξαντλείται στο πληκτρολόγιο», δηλώνει χαρακτηριστικά και σκέφτομαι πως δεν έχει άδικο. Αλλά πως αλλάζει αυτή η συνολική απάθεια; Πως αλλάζει αυτό το σκηνικό;.

«Αντί να μάχονται οι απολυμένοι να ξαναπροσληφθούν, θα έπρεπε όλοι εμείς οι απολυμένοι μίας ελεεινής κυβέρνησης -γιατί μας έχουν απολύσει όλους- να απαιτήσουμε την απόλυση της κυβέρνησης, αντί να απαιτήσουμε να ξαναπροσληφθούμε εμείς», μου απαντά.

Στέκεται ειδικά στην περίπτωση της Coca Cola. «Εγώ δεν πίνω Coca Cola. Απαγόρευσα στη μάνα μου και στα αδέρφια μου να μπαίνει Coca Cola στο σπίτι. Τέλος. Αν θες να κάνεις κάτι, δεν ξαναψωνίζεις το προϊόν αυτό. Τέλος».

Είμαι σχεδόν σίγουρη πως κατά καιρούς έχει δεχτεί πολλές προτάσεις για να πολιτευτεί. Καλλιτέχνης πετυχημένος, σκέφτομαι, με ευρεία αναγνώριση και σημαντική επιρροή, πολλοί θα τον έχουν προσεγγίσει. Με διαψεύδει.

«Δεν με ενδιαφέρει σε καμία περίπτωση», ξεκαθαρίζει και τονίζει «Έχω την τέχνη μου και το μόνο κόμμα που δεν με έχει προδώσει, που είναι η μουσική». Δεν φαντάζεται τον εαυτό του σε συνεδρίαση δημοτικού συμβουλίου ή να συνδιαλέγεται με «στενόμυαλους κομματικούς οποιασδήποτε προέλευσης». Επίσης κάτι άλλο που το ξέρουνε, όπως λέει είναι πως είναι : «Ανένταχτος. Άρα αταξινόμητος. Άρα επικίνδυνος».  «Να βοηθήσω, ναι», προσθέτει και στη συνέχεια αναφέρεται στην τελευταία εκλογική μάχη. «Η εκπομπή μου πριν από τις εκλογές ήταν προσκλητήριο όλης της Αριστεράς, δεν ήταν προσκλητήριο των Συριζαίων- και που ενόχλησε στενά κομματικά στελέχη. Έκανε 5.000 share από το portal του Κόκκινου και έφερε ψήφους στον ΣΥΡΙΖΑ από κόσμο απολιτίκ. Είχα μαρτυρίες γι αυτό. Γιατί δεν βγήκε ένας κομματικός παράγων να πει “Ψηφίστε μας”. Βγήκε ένας καλλιτέχνης και είπε “Παιδιά το δέντρο της Αριστεράς είναι ένα: Ψηφίστε ο,τιδήποτε είναι Αριστερά. Αυτοί πρέπει να φύγουν».

Αναφέρομαι σε συνάδελφους του, καλλιτέχνες που παρόλο που «κάτι χάνουν» από την τέχνη τους, έχουν ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική. «Δεν αντιλέγω», λέει, αλλά τονίζει πως δεν μένει χρόνος. Χαρακτηρίζει τον εαυτό του «αλήτη», «του δρόμου». «Θέλω να βγω να κυκλοφορήσω. Δεν θέλω να βαράνε τα τηλέφωνα μου για ρουσφέτια», σημειώνει.

«Ο επώνυμος οφείλει να διατυπώνει δημόσια αυτό που ανώνυμος αδυνατεί»

Κάπου εκεί κι ενώ η κουβέντα συνεχίζεται, το ραδιοφωνάκι σταματά να γράφει. Αντιλαμβάνομαι το… τεχνικό πρόβλημα σχετικά γρήγορα. Ωστόσο, παρασυρμένη από την συζήτηση, δεν έχω προλάβει να σημειώσω τίποτα από τις απαντήσεις του.

«Ό,τι θέλεις, πάρε με τηλέφωνο», μου λέει και με ξε-αγχώνει. Η επόμενη μέρα μας βρίσκει και τους δύο στο γραφείο. Εγώ να απομαγνητοφωνώ τη συνέντευξη και εκείνος να «παίζει» με το μικρόφωνο του Κόκκινου. Δέχεται χωρίς δισταγμό κανένα να τις επαναλάβουμε. «Αν έχω πει αλήθεια, θα πω τα ίδια», μου λέει πριν ξεκινήσει να γράφει (ευτυχώς) το μαγνητοφωνάκι. Και όντως μου λέει τα ίδια.

Μάλιστα, αναφέρεται και σε μία άλλη πτυχή: «Να συντονιστούμε όλοι μαζί στο να ξαναζήσουν τα χωράφια, που με την ένταξη στη ΕΟΚ, διαλυθήκανε με μονόμπατες καλλιέργειες και χάσαμε όλη την προϊοντική μας ακμή, σε μία χώρα που βγάζει τα πάντα».

«Εγώ είμαι κατά του ευρώ, κατά της ένταξης στην ΕΕ. Πιστεύω ότι διαλύσαμε τη χώρα. Δηλαδή σε αυτό το σημείο, είμαι άκρως ΚΚΕ», λέει και διερωτάται: «Που είναι τα κεράσια; Που είναι τα πορτοκάλια; Που είναι τα μήλα; Που είναι τα αυγοτάραχα;». «Αν ζούσε η Μερκούρη, θα είχε βάλει όλες τις γυναίκες στην Ελλάδα να κάνουνε μαρμελάδες με ροδάκινα και θα είχε πάει να τα πουλάει στην πλατεία της Βρυξέλλας. Αυτοί οι Έλληνες μας λείπουνε, από οποιοδήποτε κόμμα. Οι τρελοί», συμπληρώνει.

Ο ίδιος μέσα από τις καθημερινές εκπομπές του στο Κόκκινο αλλά και τον δημόσιο λόγο του στο σύνολο, ασκεί αιχμηρή κριτική που συχνά πυροδοτεί σχόλια στα οποία άλλοτε απαντά και άλλοτε όχι, «Πάλι πολιτικά πρέπει να συμπεριφερθείς», σχολιάζει.

Τον ρωτώ η κριτική του για τα όσα συμβαίνουν πηγάζει από μία δική του, προσωπική ανάγκη να εκφραστεί ή αν θεωρεί πως ο κόσμος θέλει λίγο ταρακούνημα; Θυμάται δύο από τα πράγματα που έμαθε από τον Μάνο Χατζιδάκι. «Ο επώνυμος οφείλει να διατυπώνει δημόσια αυτό που ανώνυμος αδυνατεί» ήταν το πρώτο. «Όταν μιλάς δημόσια», εξηγεί, «είσαι υποχρεωμένος να καλύψεις κι αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουνε».

Το δεύτερο ήταν «Να μην περιμένεις να σε διαλέξει το κοινό σου, διάλεξε εσύ το κοινό σου». «Σε μένα έτυχε κάτι αμφίρροπο, δηλαδή αλληλοδιαλεχτήκαμε με έναν τρόπο και αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο κόσμος δεν είναι βλάκας. Την καταλαβαίνει την μούφα», προσθέτει.

«Μου έριξε το ΠΑΣΟΚ τρομερή λάσπη, βγάλανε αυτή βλακεία με τις ΜΚΟ, στείλανε τις ΣΔΟΕ στην ομάδα», λέει και συμπληρώνει «Δεν μάσησε κανείς γιατί ξέρουνε ποιος είμαι, που ζω, πως ντύνομαι, με τι κυκλοφορώ μέσα στην πόλη, ξέρουνε σχεδόν και τι λογαριασμό έχω στην τράπεζα».

«Στα χρόνια δεν προδίδεις την εμπιστοσύνη και ο άλλος ξέρει ότι μπορεί να σε εμπιστευτεί. Αυτό είναι κάτι» λέει και καταλήγει: «Ο κόσμος δεν κοροϊδεύεται, ξέρει. Και πιστεύω αυτό το σιωπηλό… που δεν μιλιέται και πολύ είναι τελικά η υποθήκη του κάθε καλλιτέχνη. Όταν ο κόσμος στη χώρα αυτή, τον καλλιτέχνη τον πει με το μικρό του όνομα, τέλειωσε το θέμα. Είναι άνθρωπος του σπιτιού του». Και ο Σταμάτης Κραουνάκης, είναι για τον κόσμο όλο, απλά ο Σταμάτης.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Tο επικείμενο Συνέδριο της ΔΗΜΑΡ και μια συμβουλή προς τον Φώτη Κουβέλη, του Χριστόφορου Βερναρδάκη

«Υπεράνω πάσης υποψίας» από την Ταινιοθήκη της ΕΡΤ-3