in

Ρόζα Λούξεμπουργκ (In Memoriam). Του Τάσου Ξένου

Ρόζα Λούξεμπουργκ (In Memoriam). Του Τάσου Ξένου

Στις 15 Ιανουαρίου του 1919, πέφτει νεκρή από αμέτρητες σφαίρες παρακρατικών η επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ήταν ο αιματηρός επίλογος της λαϊκής εξέγερσης που είχε ξεσπάσει μία εβδομάδα νωρίτερα στο Βερολίνο. Μαζί με εκείνη δολοφονήθηκε και ο Καρλ Λίμπκνεχτ, γιος του ιστορικού στελέχους της γερμανικής αριστεράς και κορυφαίου μαρξιστή Βίλχελμ. Η δολοφονία τους πραγματοποιήθηκε από τα Φράικορπς που δρούσαν ύστερα από εντολή του Φρίντριχ Έμπερτ, σοσιαλδημοκράτη ηγέτη, συντρόφου για πολλά χρόνια και μαθητή της ίδιας της Λούξεμπουργκ. Η Ρόζα υπήρξε μία από τις πλέον αγνές, συνεπείς και ανεξάρτητες μορφές του παγκόσμιου σοσιαλιστικού κινήματος. Η δράση της και οι ιδέες της, ανεξίτηλες στην ιστορία της αριστεράς, την κατατάσσουν στις ιδρυτικές μορφές του επαναστατικού δυτικού μαρξισμού, του ονομαζόμενου και «δημοκρατικού σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο».

Σύντομη Βιογραφία

     Η Ρόζα Λούξεμπουργκ γεννήθηκε στο Ζάμος της Πολωνίας στις 5 Μαρτίου του 1870 (ή 1871). Μέρος της καταρρέουσας τσαρικής Ρωσίας, η Πολωνία παλλόταν την εποχή εκείνη από εθνικιστικές και απελευθερωτικές ιδέες. Στο μικροαστικό οικογενειακό περιβάλλον της Λούξεμπουργκ κυριαρχούσαν ιδιαίτερα προοδευτικές απόψεις που την σημάδεψαν και την χάραξαν ήδη από τα παιδικά της χρόνια.

     Στο γυμνάσιο οργανώθηκε για πρώτη φορά σε μία παράνομη αριστερή οργάνωση, από την οποία αποχώρησε λίγο καιρό αργότερα λόγω της μυστικής, απολυταρχικής και άκρως εξουσιαστικής λογικής που τη διέπνεε. Στα δεκαοχτώ της, αναγκάζεται λόγω της πολιτικής δράσης της, αλλά και της θέλησης της να συνεχίσει σε ανώτατες σπουδές, να καταφύγει στην Ελβετία. Η χώρα αυτή έμελλε να διαμορφώσει και να μορφοποιήσει τον χαρακτήρα της νεαρής Πολωνής, σφυρηλατώντας τη με επαναστατικές και ριζοσπαστικές ιδέες. Η Ελβετία, λόγω της ουδετερότητάς της, αποτελούσε ένα ασφαλές καταφύγιο για πολλούς αριστερούς της εποχής. Είναι τότε που η Λούξεμπουργκ έρχεται σε βαθιά γνώση των μαρξικών και μαρξιστικών ρευμάτων που σάρωναν τη γηραιά ήπειρο. Εκεί γνωρίζει τον «πατριάρχη» της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας Γκέοργκι Πλεχάνοφ και τον παντοτινό φίλο της, έκτοτε, Λέο Γιόγκιχες. Μόλις ολοκλήρωσε τις διδακτορικές της σπουδές στην πολιτική οικονομία και τα νομικά, θέλησε να εγκατασταθεί στην πάλλουσα καρδιά του παγκόσμιου προλεταριάτου(1), στη μιλιταριστική και αντιδραστική Γερμανία του Κάιζερ Γουλιέλμου Β’ και του καγκελαρίου Βίσμαρκ.

     Το 1898  παντρεύεται τον Γκούσταφ Λύμπεκ, με σκοπό να αποκτήσει την γερμανική ιθαγένεια. Στη συνέχεια, εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, αποφασισμένη να εργαστεί στις τάξεις του μεγαλύτερου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Β’ – κομμουνιστικής – Διεθνούς, του SPD (Γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα).

Δράση

    Από εκείνη την χρονιά, αρχίζει τη μεγαλειώδη και ακαταπόνητη δράση της. Μία δράση, που σφραγιζόταν από το μαρξικό θεωρητικό σύστημα, αλλά συνάμα διαπνεόταν και από πνεύμα ανανέωσης των καθιερωμένων μαρξιστικών αντιλήψεων που κυριαρχούσαν σε γερμανικό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο σπάνιος δυναμισμός και το τεράστιο εύρος γνώσεων της την κατέστησαν από πολύ νωρίς ηγετική φιγούρα της επαναστατικής πτέρυγας του SPD και της Β’ διεθνούς. Δεν φοβόταν να συγκρουστεί ακόμα και με τα «μεγαθήρια» της αριστεράς, όπως τον Καρλ Κάουτσκυ, τον Πλεχάνοφ και τον Βίλχελμ Λίμπκνεχτ (η σχέση της με το «γέρο(2)»  ομαλοποιήθηκε μόνο προς το τέλος της ζωής του). Η καχυποψία και η ανοιχτή αποδοκιμασία που συχνά βίωνε λόγω του φύλου της, του νεαρό της ηλικίας της και της εθνικότητάς της (ποτέ δε ξεχάσανε το γεγονός ότι ήταν ένα ξένο σώμα στη γερμανική κουλτούρα) ήταν συχνά μεγάλη, άδικη και αδυσώπητη. Η έντονη πολιτική δράση της, με πολλές δημοσιεύσεις, ομιλίες και οργάνωση διαδηλώσεων, έκανε τη Ρόζα Λούξεμπουργκ να πολεμά πάντοτε σε δύο μέτωπα: στο ένα αντιμετώπιζε τον αιώνιο πολιτικό και ταξικό εχθρό, την αστική τάξη, και στο άλλο – όταν αυτό χρειαζόταν – τους ομοϊδεάτες της σοσιαλιστές.

     Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Λούξεμπουργκ πέρασε τεράστιο χρονικό διάστημα στις φυλακές. Οι συνεχείς αντιμιλιταριστικές δηλώσεις της, η ανοιχτή παραίνεση στους στρατιώτες να «κατεβάσουν τα όπλα» δείχνοντας ανυπακοή στις προσταγές του καπιταλισμού, η παρακίνηση τέλος για εξεγερσιακή ανάφλεξη σε διεθνές επίπεδο, κατέστησαν τη Λούξεμπουργκ μεγάλη εχθρό του κατεστημένου – αστικού, αλλά και αριστερού. Η ψήφιση υπέρ της συμμετοχής στον πόλεμο πραγματοποιήθηκε από το σύνολο του γερμανικού κοινοβουλευτικού σώματος, συμπεριλαμβανομένης και της βουλευτικής ομάδας του SPD (3). Αυτή η ανήκουστη και ανίερη συμμαχία του ιστορικότερου και μεγαλύτερου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος με το επεκτατικό, ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο, αποτέλεσε τεράστιο πλήγμα στο παγκόσμιο αριστερό κίνημα. Σε όλες τις χώρες η διάσπαση ήταν ραγδαία και απότομη. Η Ρόζα ιδρύει την αριστερή ομάδα Σπάρτακος και συμμετέχει στην ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας.

     Η Γερμανία βγήκε από τον πόλεμο ηττημένη στρατιωτικά και χρεωκοπημένη ιδεολογικά. Οι απολυταρχικές και μιλιταριστικές απόψεις του Κάιζερ, αν και νικήθηκαν στα πεδία των μαχών, συνέχισαν να επηρεάζουν μεγάλο μέρος της καταρρακωμένης και πληγωμένης αστικής κοινωνίας. Η Ρόζα, μαζί με τους συντρόφους της, θέλησε να μετουσιώσει αυτήν την πολιτική εξαθλίωση σε επαναστατική οργή που θα σάρωνε όλο τον αστικό κόσμο του παρελθόντος. Νικήθηκε, όμως, από την αντιδραστική και φασίζουσα πολιτική που εφάρμοσε το μέχρι πρότινος κόμμα της: το SPD. Απόλυτα ρεφορμιστικό κόμμα πλέον, έχοντας  εγκαταλείψει οριστικά τους επαναστατικούς προσδιορισμούς του παρελθόντος, το SPD εκδίωξε και τελικά αποσιώπησε την μεγάλη επαναστάτρια.

  Θεωρητικές Θέσεις

     Τί ήταν όμως εκείνο που έκανε την Ρόζα Λούξεμπουργκ μία από τις πλέον σπουδαίες μορφές της αριστεράς; Τί θέσεις υποστήριξε στην πιο κρίσιμη καμπή του σοσιαλιστικού κινήματος, που την μετέτρεψαν σε πρωτοπόρο της κομμουνιστικής ανανέωσης; Παρακάτω, θα εκτεθούν ακροθιγώς οι σπουδαιότερες.

Α) Το πρώτο θέμα στο οποίο έλαβε αιχμηρή και «αιρετική» για την πλειοψηφία θέση, ήταν στο ζήτημα της αυτοδιάθεσης των λαών. Οι απόψεις της ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες σε σχέση με αυτές του Πλεχάνοφ ή ακόμα και του Λένιν σε κατοπινό στάδιο. Η Λούξεμπουργκ πίστευε ότι η αυτοδιάθεση στην ουσία εξασθένιζε το παγκόσμιο σοσιαλιστικό κίνημα και δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να ενισχύει την κυριαρχία της αστικής τάξης στα κράτη που αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους. Για την ίδια, σαν μόνη λύση φάνταζε η επαναστατική πρακτική του προλεταριάτου και η διεθνιστική του δράση. Ήταν η πρώτη μετά τον Μαρξ και Ένγκελς που υποστήριξε ότι το προλεταριάτο δε μπορεί να έχει πατρίδα, αφού και το ίδιο το κεφάλαιο δε γνώριζε σύνορα. Η νεαρή επαναστάτρια, στην ουσία, θέλησε να σπάσει τον έντονα τοπικιστικό και «κρατοκεντρικό» προσανατολισμό του σοσιαλισμού που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή. Θέλησε να μετατρέψει τη Β’ Διεθνή από μια χαλαρή συνένωση κομμάτων σε φορέα διεθνούς οργάνωσης της εργατικής τάξης.

Β) Το δεύτερο θέμα που ανέδειξε η μεγάλη θεωρητικός, ήταν ο καταστροφικός κίνδυνος που ελλόχευε στις πρωτοεμφανιζόμενες ιδέες του ρεβιζιονισμού. Η Ρόζα, θέλοντας να υπερασπιστεί αποτελεσματικά την αναγκαιότητα της επαναστατικής πρακτικής,  αναπτύσσει τη διαλεκτική του αυθόρμητου.

     Το 1897, ο Έντουαρτ Μπερνστάιν αρχίζει να δημοσιεύει στην Νέα Εποχή μία σειρά από άρθρα, με το γενικό τίτλο: Προβλήματα του Σοσιαλισμού, που εκθέτουν τις απόψεις του περί σοσιαλδημοκρατικής στρατηγικής(4). Εξαιτίας των άριστων διαπροσωπικών σχέσεων που εκείνος είχε με τον Ένγκελς, θεώρησε πως είχε και την δυνατότητα να αλλάξει άρδην και να διαστρεβλώσει τις θεωρίες του επιστημονικού σοσιαλισμού. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι αυτή η προσπάθεια έλαβε χώρα μετά το θάνατο και του Ένγκελς, οπότε ο Μπερνστάιν θεώρησε πως με το κύρος του θα μπορούσε να αλλάξει την πολιτική γραμμή πλεύσης. Ο Μπερνστάιν ήταν ιδρυτής του ρεβιζιονιστικού κινήματος και, όπως χαρακτηρίστηκε αργότερα δικαίως, «ολετήρας της μαρξικής θεωρίας». Ήταν εκείνος που πρώτα απ’ όλους μίλησε για το ανήκουστο δόγμα του ανθρώπινου καπιταλισμού! Εκείνα τα χρόνια, ο καπιταλισμός περνούσε την πρώτη τεράστια δομική κρίση του (όπως αργότερα και το 1929, το 1973) και η εξαθλίωση που επέβαλε στο προλεταριάτο ήταν παροιμιώδης.

     Σύμφωνα με τον εμπνευστή του, το δόγμα αυτό προσπαθούσε να «επικαιροποιήσει» τις παρωχημένες ιδέες του Μαρξ και του Ένγκελς. Η επανάσταση δεν θεωρούνταν πλέον ο κατάλληλος τρόπος μετάβασης της εξουσίας από την μπουρζουαζία στην εργατική τάξη. Κατά το Γερμανό σοσιαλδημοκράτη, ο ενδεδειγμένος δρόμος για την κατάληψη της εξουσίας ήταν ο δρόμος των μεταρρυθμίσεων και της αλλαγής του νομοθετικού πλαισίου της αστικής δημοκρατίας μέσω του κοινοβουλίου. Τα μέσα παραγωγής θα μπορούσαν να είναι και στα χέρια του κράτους, χωρίς αυτό κατ’ ανάγκη να αποτελεί αρνητικό παράγοντα για τους εργαζόμενους. Το πρωτάκουστο για εκείνα τα χρόνια είναι πώς ένας καλός φίλος του Ένγκελς και για χρόνια «πιστός» στον Μαρξ δήλωσε πως η δικτατορία του προλεταριάτου είναι κάτι το επικίνδυνο και οπισθοδρομικό για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Η ταξική πάλη, κατά τον Μπερνστάιν, ήταν ένα ευφυολόγημα που δεν έχει πια νόημα ύπαρξης.

     Η Ρόζα Λούξεμπουργκ τότε, σημαίνον στέλεχος της επαναστατικής πτέρυγας του SPD και μία από τις κορυφαίες θεωρητικούς του κόμματος, απάντησε άμεσα στα πρώτα σημάδια εμφάνισης του ρεφορμιστικού κινήματος. Γνώριζε πως αυτό θα μπορούσε μέσα σε λίγο καιρό να διαλύσει ολοσχερώς το οικοδόμημα που άρχιζαν να χτίζουν με τόσο κόπο χιλιάδες αγωνιστές και διανοητές, όπως ο Μαρξ και ο Λασάλ(5). Στο έργο της, Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση, η Λούξεμπουργκ απαντά με αφοπλιστικά επιχειρήματα στον Μπερνστάιν. Του διαλύει κάθε επιχείρημα και αμφισβητεί το δόγμα του ανθρώπινου καπιταλισμού. Το γελοίο επιχείρημα του έμπειρου στελέχους του κόμματος, ότι ο καπιταλισμός θα υιοθετούσε μέσω της κοινοβουλευτικής πίεσης διάφορες φόρμουλες σοσιαλιστικής φύσεως και έτσι μοιραία θα «εξανθρωπιζόταν» και τελικά θα κατέρρεε, αποτελούσε πολιτικά ανεδαφική ανάλυση. Κατά τον Μπερνστάιν, «η εξέλιξη του καπιταλισμού καθιστά όλο και περισσότερο απίθανη μία γενική κατάρρευσή του»(6), κάτι που απλά αντέβαινε στην κοινή λογική, μιας και ο καπιταλισμός δεν διαθέτει γραμμική ανάπτυξη όπως ισχυρίζονταν οι θεμελιωτές του, αλλά μια βίαιη, γεμάτη βάρβαρες κρίσεις, πορεία.

     Η Γερμανίδα επαναστάτρια επιπλέον χρεώνει στον Μπερνστάιν το γεγονός ότι πρώτος αυτός κατέστησε τη μεταρρυθμιστική πολιτική από μέσο σε σκοπό της σοσιαλιστικής πρακτικής. Τέτοιο ήταν το εύρος της αναθεώρησης της κομμουνιστικής ιδεολογίας από τον ιδρυτή του ρεβιζιονισμού, που, κατά τη Λούξεμπουργκ, ο «νέος» και «εκσυγχρονισμένος» σοσιαλισμός δεν έχει καμία ουσιαστική διαφορά από τις πολιτικές ομάδες του «αστικού ριζοσπαστισμού». Για τον τελευταίο, ο καπιταλισμός πρέπει απλά να είναι φιλελεύθερος και να «επικουρεί» την εργατική τάξη, έτσι ώστε η πάλη των τάξεων να εξαλειφθεί μέσω της «ευδαιμονίας» των υποτελών στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού συστήματος.

     Αυτό που ενόχλησε βαθύτατα τη Λούξεμπουργκ ήταν η πλήρης απαξίωση από το Γερμανό σοσιαλδημοκράτη των δυναμικών κινητοποιήσεων των εργατών (απεργίες και διαδηλώσεις) ως αποτελεσματικών μέσων πάλης και η ταυτόχρονη «θεοποίηση» του θεσμού του αστικού κοινοβουλίου. Κατά τον Μπερνστάιν, το κοινοβούλιο αποτελούσε το μόνο αποτελεσματικό μέσο διεκδίκησης μέτρων σοσιαλιστικής υφής και όχι ο «δρόμος» και οι διαδηλώσεις. Αυτό εξόργισε όχι μόνο τη Λούξεμπουργκ, αλλά και μία τεράστια μερίδα των στελεχών του κόμματος και τη συντριπτική πλειοψηφία της βάσης του (που τότε αποτελούνταν σχεδόν στο σύνολό τους από γνήσιους προλεταρίους). Αυτή η άποψη ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με τη χρόνια άποψη του κόμματος ότι τόσο το κοινοβούλιο όσο και το «πεζοδρόμιο» αποτελούσαν τους δύο πυλώνες κοινωνικής δράσης του SPD. Η Λούξεμπουργκ θύμισε στον Μπερνστάιν την εποχή όπου το Ράιχσταγκ (το γερμανικό κοινοβούλιο), υιοθέτησε μία σειρά από αντισοσιαλιστικούς νόμους, επί καγκελαρίας Μπίσμαρκ, με τους οποίους το SPD έμπαινε ουσιαστικά σε καθεστώς παρανομίας. Ένας από τους βουλευτές του κόμματος που βγήκαν τότε στους δρόμους και διαδήλωσαν με αξιομνημόνευτη μαχητικότητα, σε συνθήκες πλήρους κρατικής τρομοκρατίας, ήταν και ο Έντουαρτ Μπερνστάιν. Αυτό που ηθελημένα κατά τη Ρόζα απέκρυβε το ιστορικό στέλεχος του κόμματος είναι ότι οι τότε κοινωνικές διαδηλώσεις αύξησαν κατακόρυφα την επιρροή του SPD στην κοινωνία και αχρήστευσαν τους αντισοσιαλιστικούς νόμους που ψήφισε το κοινοβούλιο. Με λίγα λόγια, το κοινοβούλιο «κατανικήθηκε» από το «αναποτελεσματικό» και βίαιο μέσο της διαδήλωσης!

     Είναι η πρώτη φορά όπου η Ρόζα Λούξεμπουργκ μιλά για την «ανωτερότητα» και την πολιτική χρησιμότητα του «αυθόρμητου» κοινωνικού στοιχείου της απεργίας και της διαδήλωσης.(7) Είναι τόσο ορθή η ανάλυση της Ρόζα για τη χρησιμότητα των κοινωνικών κινημάτων, που τα ρεβιζιονιστικά κόμματα ολόκληρου του κόσμου θα αναγνωρίσουν το πολιτικό σφάλμα του Μπερνστάιν (για την ανωτερότητα των κοινοβουλίων έναντι των κινημάτων) και πολλά απ αυτά θα ανέλθουν στην εξουσία λόγω της υιοθέτησης μίας – ευκαιριακής βέβαια – «κινηματικής» πολιτικής.

    Το 1898 αποτελεί μία χρονιά θεμελιώδους σημασίας για τη ραγδαία ανάπτυξη του παγκόσμιου ρεβιζιονιστικού κινήματος. Ο Γάλλος σοσιαλιστής Millerand έπραξε κάτι το πρωτόγνωρο και επαίσχυντο. Συμμετείχε για τρία ολόκληρα χρόνια ως υπουργός σε αμιγώς δεξιά αστική κυβέρνηση. Αυτό ξεσήκωσε θύελλα στη ριζοσπαστική πτέρυγα του διεθνιστικού κομμουνιστικού κινήματος.

          Η Ρόζα Λούξεμπουργκ απαντά και σε αυτό το φαινόμενο άμεσα και αποστομωτικά. Μια σειρά άρθρων της στη Νέα Εποχή, που δημοσιεύτηκαν το 1899 μέχρι το 1902, με το γενικό τίτλο: Η Σοσιαλδημοκρατία στο Ειδώλιο, επιχειρεί να διαλύσει από τα θεμέλιά του το συνεχώς αυξανόμενο ρεφορμιστικό κίνημα του ρεβιζιονισμού. Η οξύτητα με την οποία απαντά στο Γάλλο «σύντροφό» της είναι τεράστια και οφείλεται στο γεγονός ότι ο Millerand θεωρεί ότι θέτει σε εφαρμογή το «νέο σοσιαλισμό» του Μπερνστάιν. Και σε αυτό το έργο, που αποτελεί κορυφαίο διάβημα ανάλυσης του ρεβιζιονιστικού φαινομένου, η Λούξεμπουργκ υπαινίσσεται την αναγκαιότητα του «αυθόρμητου» απέναντι σε ένα κοινοβούλιο που αρχίζει πλέον να «εξαγοράζει» και σοσιαλιστές. Ο Μπερνστάιν είναι το «φάντασμα» που κινείται σε όλο το έργο. Η Ρόζα θεωρεί πως άτομα σαν αυτόν και τον Millerand αποτελούν μόνο την αρχή για να ξεπηδήσουν και άλλοι «προδότες» του σκοπού και της πολιτικής ύπαρξης των σοσιαλιστών, που δεν είναι άλλη από την κατάργηση του καπιταλισμού.

Γ) Το τρίτο και τελευταίο θέμα που θα θίξουμε εδώ είναι οι απόψεις της Πολωνής επαναστάτριας περί κόμματος. Αξίωσε να επαναδιατυπωθούν οι μαρξικές θέσεις γύρω από το επαναστατικό κόμμα.

     Αυτοί που «διασταυρώνουν», εδώ, τα ξίφη τους είναι η Ρόζα Λούξεμπουργκ και το ανερχόμενο τότε στέλεχος της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, Βλαντιμίρ Λένιν. Η Ρόζα στέκεται επιφυλακτική στον υπό σκαριά λενινισμό και αντιπροτείνει στο Λένιν μία οργανωτική δομή, που θα βασιζόταν στο στοιχείο του «αυθόρμητου» και όχι στην αυστηρά ιεραρχική δομή του κόμματος, που πρότεινε αυτός.

      Η Λούξεμπουργκ αναγνώριζε τις τεράστιες δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει η ρωσική σοσιαλδημοκρατία, αλλά θεωρεί ότι η φόρμουλα του Λένιν δεν ήταν επαρκής. Τα σχεδόν απροσπέλαστα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η ρωσική σοσιαλδημοκρατία ήταν το απολυταρχικό καθεστώς του τσαρισμού, μία αστική τάξη που εξυπηρετούσε την αριστοκρατία, και το μηδαμινό ποσοστό του βιομηχανικού προλεταριάτου σε μία αχανή, αλλά αγροτική ακόμη αυτοκρατορία. Με λίγα λόγια, η ρωσική αυτοκρατορία δεν μπορούσε να υπαχθεί «αυτούσια» στην κλασική μαρξική ανάλυση για την επαναστατική εναλλαγή(8).

      Σε αυτό το σημείο, θα ήταν χρήσιμο να παρατεθούν τα βασικά στοιχεία του λενινισμού. Σύμφωνα με αυτή την επαναστατική θεωρία, η ταξική πάλη (καθ)οδηγείται, οργανώνεται και αναπτύσσεται από ένα κόμμα «εμπροσθοφυλακής» ή «πρωτοπορίας». Το κόμμα αυτό έχει τη δομή ενός μορφώματος που θα διέπεται από την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού(9). Κατ’ αυτόν τον τρόπο και με την μέγιστη δυνατή ιεραρχική δομή, το «απαίδευτο» ρωσικό προλεταριάτο μπορεί να έρθει στην εξουσία χωρίς να κινδυνεύει από τους αστούς και τις σειρήνες τους. Ένα τέτοιο κόμμα θα μπορούσε κατά τον Λένιν να ανταπεξέλθει άριστα στις δυσκολίες και τις αντιξοότητες του απολυταρχικού τσαρισμού, αλλά και μέσα σε μία «φιλελεύθερη» αστική δημοκρατία.

     Σ’ αυτή την λογική εναντιώθηκε η Λούξεμπουργκ. Το 1904 αρχίζει να δημοσιεύει μία σειρά από άρθρα στη Νέα Εποχή και την Ίσκρα με το γενικό τίτλο: Οργανωτικά ζητήματα της Ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας. Σκοπός της ήταν να αποκαταστήσει την μαρξική θεωρία και να θέσει σε σωστές βάσεις τους νεωτερισμούς που εισήγαγε ο Λένιν στο βιβλίο του Τί να κάνουμε. Η πρώτη παρατήρηση που κάνει η Γερμανίδα επαναστάτρια είναι πως οι ρωσικές μάζες κατάφεραν, χωρίς το υπερσυγκεντρωτικό κόμμα που προτείνει ο Λένιν, να αναπτύξουν κίνημα στους «δρόμους» και να επιτύχουν κάποιες πρώτες νίκες (όπως η παραχώρηση ενός – επισφαλούς βέβαια – συντάγματος).

     Επειδή το σοσιαλιστικό κίνημα στη Ρωσία πρέπει να καλύψει μία ολόκληρη ιστορική περίοδο, και να αναπτυχθεί μέσα σε συνθήκες εντελώς εχθρικές γι’ αυτό (χωρίς δηλαδή τις εγγυήσεις που μπορεί να δώσει μία αστική δημοκρατία), είναι αναγκαίο να βρεθεί η σωστή τακτική. Η απάντηση που δόθηκε από την πλειοψηφία των Ρώσων σοσιαλιστών αποκρυσταλλώνεται σε μία λέξη – επιταγή: «Συγκεντρωτισμός!». Το έργο του Λένιν Ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω αποτελεί «Βίβλο» ενός ανελέητου συγκεντρωτισμού. Κατά τον εκφραστή της υπέρ – συγκεντρωτικής τάσης της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, το ανοργάνωτο και απαίδευτο προλεταριάτο πρέπει να συσπειρωθεί και να πειθαρχήσει γύρω από ένα κόμμα «πρωτοπορίας». Κατά τον Λένιν, η κεντρική επιτροπή (Κ.Ε) του κόμματος έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί και να συγκροτεί όλες τις τοπικές οργανώσεις του, να τις διαλύει ή να τις επανασυστήνει χωρίς να εγείρονται αμφισβητήσεις από τα απλά μέλη του. Με λίγα λόγια, το μόνο «σκεπτόμενο» όργανο είναι η Κεντρική Επιτροπή. Έτσι, η Κ.Ε θα μπορεί να καθορίζει σύμφωνα με τις επιθυμίες της τη σύνθεση όλων των οργάνων του κόμματος. Με αυτόν τον τρόπο, «η κεντρική επιτροπή θα είναι το μόνο σκεπτόμενο στοιχείο στο κόμμα. Οι υπόλοιποι κομματικοί σχηματισμοί θα είναι τα απλά εκτελεστικά άκρα της.»(10)

     Η Λούξεμπουργκ καταγγέλλει την πεποίθηση του Λένιν ότι ο συγκεντρωτισμός είναι γνώρισμα του μαρξιστικού σοσιαλισμού. Ο συγκεντρωτικός παράγοντας προέρχεται από το καπιταλιστικό σύστημα. Αμέσως μετά, η Γερμανίδα επαναστάτρια αρχίζει να εξυφαίνει την κλασική πλέον θεωρία της για το πολιτικό «αυθόρμητο» κίνημα στο προτσές των μαζών. Είναι η πρώτη φορά που ερμηνεύεται διαλεκτικά η οργάνωση με την «αυθόρμητη» κίνηση του σοσιαλιστικού υποκειμένου.

     Κατά τη Ρόζα, «η σοσιαλδημοκρατία είναι το πρώτο κίνημα στην ιστορία των ταξικών αγώνων που βασίζεται, σε όλες τις φάσεις και την πορεία του, στην οργάνωση και στην άμεση, ανεξάρτητη δράση των μαζών»(11). Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα δημιουργεί ένα οργανωτικό τύπο που καμία σχέση δεν είχε με τα προηγούμενα επαναστατικά κινήματα των Γιακοβίνων ή των Μπλανκιστών (των γνωστών ιλεγγαλιστών). Παρολαυτά, ο Λένιν δείχνει -κατά την Λούξεμπουργκ πάντα- να αγνοεί αυτή την παρατήρηση και στο βιβλίο του αναφέρει ότι «ο επαναστάτης σοσιαλδημοκράτης δεν είναι τίποτε άλλο από Γιακωβίνος ακατάλυτα δεμένος στην οργάνωση του ταξικά συνειδητοποιημένου  προλεταριάτου. Για τον Λένιν, δηλαδή, η διαφορά του μπλανκισμού με τη σοσιαλδημοκρατία είναι ότι αντί μιας χούφτας συνωμοτών έχουμε ένα ταξικά συνειδητό προλεταριάτο.

     Κάτι τέτοιο, όμως, κατά την Ρόζα, οδηγεί μία σειρά αξιών του σοσιαλισμού σε αναθεώρηση. Ο μπλανκισμός δεν βασιζόταν στην άμεση δράση της εργατικής τάξης. Με λίγα λόγια, δεν οργάνωνε τον κόσμο για επανάσταση. Ο κόσμος θα έπαιζε ρόλο κατά τη διάρκεια της επανάστασης και μόνο. Η προετοιμασία όμως αυτής ήταν δουλειά μας χούφτας συνωμοτών. Έτσι λοιπόν, ο λενινισμός μιλά για ένα «μαρξιστικό» συνωμοτικό συγκεντρωτισμό. Η σοσιαλδημοκρατία, ωστόσο, υπακούει σε εντελώς διαφορετικούς κανόνες.  Προκύπτει ιστορικά από τον ταξικό αγώνα. « Ο προλεταριακός στρατός στελεχώνεται και συνειδητοποιεί τους στόχους του στην πορεία του αγώνα».(12) Η συνειδητότητα των σκοπών του αγώνα και ο ίδιος ο αγώνας δεν χωρίζονται μηχανιστικά, ούτε  χρονολογικά, και γι’ αυτόν τον λόγο δεν μπορούν να υπάρχουν λεπτομερή σχήματα τακτικής, με τα οποία η κεντρική επιτροπή μπορεί να «εκπαιδεύσει» τα μέλη της, κατά τον ίδιο τρόπο που εκπαιδεύονται οι στρατιώτες στα στρατόπεδα.

     Ο συγκεντρωτισμός της σοσιαλδημοκρατίας δεν μπορεί να βασιστεί στην πλήρη καθυπόταξη των μελών στο κέντρο του κόμματος, ούτε βέβαια να αποκόψει «αεροστεγώς» τους ταξικά συνειδητοποιημένους προλεταρίους από το άμεσο λαϊκό περιβάλλον, που μοιράζονται με τα μη κομματικά τμήματα του προλεταριάτου.

     Έτσι λοιπόν, οι δύο αρχές συγκεντρωτισμού του Λένιν, πιστές στο δόγμα «ότι ο επαναστάτης σοσιαλδημοκράτης είναι Γιακωβίνος δεμένος στην οργάνωση του ταξικά συνειδητοποιημένου προλεταριάτου», μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

1. «Η τυφλή καθυπόταξη, και στην πιο μικρή λεπτομέρεια, όλων των οργάνων του κόμματος στο κέντρο του κόμματος που μόνο αυτό σκέφτεται, καθοδηγεί και αποφασίζει για όλα.

2. Ο αποφασιστικός διαχωρισμός του οργανωμένου πυρήνα των επαναστατών από το κοινωνικό – επαναστατικό περιβάλλον τους.»(13)

    

Οι απαράβατοι όροι για την πραγμάτωση του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος κατά τα πρότυπα της Λούξεμπουργκ είναι:

1.Η ύπαρξη ενός μεγάλου αντιπροσωπευτικού τμήματος της εργατικής τάξη, εκπαιδευμένου στην ταξική πάλη.

 2. Η δυνατότητα για τους εργάτες να αναπτύσσουν τη δικιά τους πολιτική δραστηριότητα μέσα από την άμεση επιρροή στη δημόσια ζωή, στον κομματικό τύπο, στις δημόσιες συγκεντρώσεις κ.λ.π.

 

     Επειδή, όμως, η πρώτη συνθήκη τώρα δημιουργείται στην Ρωσία, πρώτο μέλημα του Λένιν είναι να δημιουργήσει μία εμπροσθοφυλακή με ταξική συνείδηση. Για τη δεύτερη προϋπόθεση, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, στο βαθμό που χρειάζεται ένα καθεστώς πολιτικών ελευθεριών. Δυστυχώς ο Λένιν δείχνει να διαφωνεί με τα παραπάνω συμπεράσματα. Θεωρεί πως οι αναγκαίες συνθήκες για το σχηματισμό ενός ισχυρού σοσιαλιστικού κόμματος υπάρχουν ήδη στην Ρωσία.  Δηλώνει ότι «δεν είναι οι προλετάριοι, αλλά συγκεκριμένοι διανοούμενοι στο κόμμα μας που χρειάζονται εκπαίδευση στα θέματα της οργάνωσης και της πειθαρχίας».

     Η Λούξεμπουργκ στηλιτεύει αυτές τις μηχανιστικές αντιλήψεις του Ρώσου επαναστάτη. Όπως σημειώνει το ιστορικό μέλος του SPD, η πειθαρχία που έχει ο Λένιν στο μυαλό του «δεν εμφυτεύεται στην εργατική τάξη μόνο στο εργοστάσιο αλλά και στο στρατό και στην κρατική γραφειοκρατία, δηλαδή από ολόκληρο το μηχανισμό του αστικού κράτους». Η πειθαρχία είναι μια λέξη που κακοποιήθηκε από τον Λένιν. Για τον υπερσυγκεντρωτικό επαναστάτη, η πειθαρχία είναι η απουσία σκέψης και θέλησης σε ένα σώμα με χιλιάδες αυτόματα κινούμενα πόδια και χέρια, ενώ για τη Γερμανίδα θεωρητικό, πειθαρχία είναι ο αυθόρμητος συνδυασμός της συνειδητής πολιτικής πράξης σε ένα σώμα ανθρώπων. Η διαφορά μεταξύ των δύο αντιλήψεων είναι τεράστια, μιας και η πρώτη έχει στοιχεία τυφλής υπακοής και δουλοπρέπειας ενώ η δεύτερη στοιχεία ηθελημένης πειθαρχίας για την ελεύθερη ανάπτυξη του κινήματος.

     Η λειτουργία ενός υπεροργάνου σαν την Κεντρική επιτροπή κατά την Ρόζα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί πολιτικά μόνο αν αυτό αναλάμβανε να καθοδηγήσει με πυγμή μία πλατιά επαναστατική δράση διεθνιστικού χαρακτήρα και είχε υπό την εποπτεία του μόνο τους τεχνικούς τομείς της διαχείρισης των οικονομικών, τη μεταφορά και κυκλοφορία των έντυπων υλικών κ.α. Η Λούξεμπουργκ πιστεύει ότι η τάση των διοικητικών οργάνων με πολλές και απόλυτες υπερεξουσίες είναι να παίζουν ένα βαθιά συντηρητικό και οπισθοδρομικό ρόλο. Φέρνει στην μνήμη του Λένιν τις νίκες που έφερε το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα στη Ρωσία χωρίς την παρουσία του γραφειοκρατικού και συγκεντρωτικού κόμματος, το σημαντικό ρόλο που έπαιξε σ’ αυτές το αυθόρμητο στοιχείο (14) και τον πραγματικά ασήμαντο, από την άλλη, ρόλο που έπαιξε την εποχή εκείνη η ηγεσία των σοσιαλιστικών οργανώσεων. Αν εκείνη την περίοδο υπήρχε το παντοδύναμο κόμμα του Λένιν, τότε τα πράγματα θα ήταν χειρότερα, επειδή θα αυξανόταν η αταξία μεταξύ των τοπικών οργανώσεων και των οργισμένων μαζών. Με λίγα λόγια, η πολιτική τακτική δεν είναι κάτι που μπορεί να «εφευρεθεί». «Είναι το προϊόν μιας σειράς μεγάλων δημιουργικών πράξεων του συχνά αυθόρμητου ταξικού αγώνα, που αναζητά τον δρόμο του.»(15)

     Το ασυνείδητο έρχεται πριν το συνειδητό. Η λογική του ιστορικού προτσές έρχεται πριν την υποκειμενική λογική των ανθρώπων που συμμετέχουν σ’ αυτό το προτσές. Η εμπειρία δείχνει κατά την Λούξεμπουργκ, ότι κάθε φορά που το εργατικό κίνημα κερδίζει νέο έδαφος, τα συντηρητικά διοικητικά όργανα μετατρέπουν τα κεκτημένα σε «οχυρό αντίδρασης», αρκούνται σε αυτά, πράγμα που καθυστερεί την επαναστατική ανάπτυξη σε ευρύτερη κλίμακα. Η πολιτική της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας είχε κερδίσει καθολική εκτίμηση διότι ήταν ευέλικτη και σταθερή, τουλάχιστον την χρονική περίοδο εκείνη. Οι κομματικές οργανώσεις και οι ομοσπονδίες χρειάζονται την «ελευθερία στην δράση». Μόνο αυτή μπορεί να τους επιτρέψει να αναπτύξουν επαναστατική πρωτοβουλία. Αντίθετα, ο υπέρ – συγκεντρωτισμός του Λένιν «είναι γεμάτος από το πνεύμα του επιστάτη», όπως γλαφυρά σημειώνει η μεγάλη θεωρητικός. Εν κατακλείδι, κανένα θεσμικό πλαίσιο δεν μπορεί εκ των προτέρων να αποδειχθεί αλάνθαστο. «Πρέπει μέσα στην φωτιά να αποδειχθεί αυτό».

     Αξίζει να σημειωθεί πως η Λούξεμπουργκ, στη συνέχεια του βιβλίου της, αρχίζει να «κατακεραυνώνει» τις απόψεις του Λένιν περί οπορτουνισμού. Ο τελευταίος θεωρεί πως ένα υπερσυγκεντρωτικό κόμμα, μαζί με μία κεντρική επιτροπή που θα μπορεί να εξουσιάζει κατά τρόπο απόλυτο τα όργανα και τα μέλη, θα αποτελούσε ανάχωμα για τους «οπορτουνιστές» – διανοητές. Πιστεύει ότι οι διανοητές είναι ατομικιστές και ρέπουν προς τον αναρχισμό ακόμα και αν είναι ενταγμένοι στο σοσιαλιστικό κίνημα. Θεωρεί ότι μόνον αυτοί απεχθάνονται την «γραφειοκρατία» και την αυστηρή πειθαρχία (παραγνωρίζοντας τους προλεταρίους που μπορεί να δυσανασχετούν με τη δομή του κόμματος αλλά μένουν σ’ αυτό χάριν του κινήματος..).

     Η Ρόζα, εξάλλου, σημειώνει: «Γενικά, όμως, οι οπορτουνιστές διανοούμενοι προτιμούν τον ανελέητο, δεσποτικό συγκεντρωτισμό σε περιόδους που τα επαναστατικά στοιχεία μέσα στους εργάτες δεν έχουν ακόμα συνοχή και το κίνημα ψάχνει τον δρόμο του, όπως σήμερα η Ρωσία. Σε μια επόμενη φάση, κάτω από το κοινοβουλευτικό καθεστώς και σε συνδυασμό με ένα δυνατό εργατικό κόμμα, οι οπορτουνιστικές τάσεις εκφράζονται με την κλίση προς την αποκέντρωση.»(16) Η εισροή μη προλεταρίων στο κόμμα οφείλεται, κατά την Λούξεμπουργκ, στην οικονομική κατάρρευση των μικροαστών, στη χρεοκοπία του αστικού φιλελευθερισμού και στον εκφυλισμό της αστικής δημοκρατίας. Είναι απλά αφελές να θεωρεί κανείς πως μπορεί να σταματήσει το ρεύμα αυτό με κάποια προκαθορισμένη φόρμουλα καταστατικής ισχύος. Οι όποιες οπορτουνιστικές καταστάσεις εμφανιστούν θα ξεπεραστούν μέσα από την πολιτική ζύμωση στο κόμμα και, κυρίως, στο κίνημα.

     Η Γερμανίδα επαναστάτρια κλείνει το έργο της με τα θρυλικά πια λόγια: «Ας μιλήσουμε ανοικτά. Ιστορικά, τα λάθη που διαπράττονται από ένα πραγματικά επαναστατικό κίνημα είναι απείρως περισσότερο καρποφόρα από το οποιοδήποτε αλάθητο της πιο έξυπνης κεντρικής επιτροπής.»

Επίλογος    

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν συνεπής στα επαναστατικά ιδεώδη, αλλά χωρίς να αρκείται στις εύκολες λύσεις και τις απλές απαντήσεις. Πολεμούσε με προσήλωση τους αστούς, αλλά δεν δίσταζε να τα βάλει και με τους συντρόφους της. Μπορεί να ξεχάστηκε με τα χρόνια, αλλά σήμερα ένα τεράστιο μέρος της αριστεράς στρέφεται εκ νέου στη μεγάλη επαναστάτρια. 

 

«Ελευθερία μόνο για τα μέλη της κυβέρνησης, μόνο για τα μέλη του Κόμματος – όσο πολυάριθμα και να είναι – δεν είναι καθόλου ελευθερία. Η ελευθερία είναι πάντα η ελευθερία αυτού που σκέφτεται διαφορετικά». 

(Ρόζα Λούξεμπουργκ)

(1)     Η άποψη ότι η πάλλουσα καρδιά του παγκόσμιου προλεταριάτου χτυπά στην Γερμανία αποτελεί θέση του Ένγκελς. Ο Μαρξ πίστευε ότι τουλάχιστον μέχρι το 1875 αυτή η καρδιά χτυπούσε στην Γαλλία. Ο Ένγκελς ωστόσο αναγνωρίζοντας το αξιόλογο πολιτικό δυναμικό του SPD αλλά και την κατακόρυφη αύξηση της επίδρασής του στο γερμανικό προλεταριάτο, διέβλεψε ότι αυτό το κόμμα θα μπορούσε να αποτελέσει τον φορέα  αναδιοργάνωσης του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, το οποίο βρισκόταν εκείνη την εποχή σε απελπιστική κατάσταση λόγω της βίαιης κατάπνιξης της παρισινής κομμούνας. 

(2) Αυτό ήταν το προσωνύμιο του Βίλχελμ Λίμπκνεχτ, της πλέον σεβάσμιας μορφής του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.

(3) Ο μόνος βουλευτής του SPD που καταψήφισε τις πολεμικές δαπάνες για τον ΑΠΠ ήταν ο σύντροφος της Ρόζα και μεγάλος αγωνιστής Καρλ Λίμπκνεχτ, γιος του Βίλχελμ.

(4) Εκείνη την εποχή, ο Μπερνστάιν δημοσιεύει και το βιβλίο του Οι Προϋποθέσεις του Σοσιαλισμού, το οποίο ακόμη και σήμερα, θεωρείται ότι αποτελεί το πολιτικό μανιφέστο του ρεβιζιονιστικού κινήματος.

(5) Ο Φέρντιναντ Λασάλ (1825-1864) αποτελούσε μία εμβληματική μορφή για τους σοσιαλιστές της Γερμανίας εφάμιλλης με εκείνη του Μαρξ και του Ένγκελς. Έμεινε στην ιστορία για το «σιδερένιο νόμο» του μεροκάματου και θεωρείται ο «πατέρας» του SPD (παρόλο που απεβίωσε αρκετά χρόνια πριν την ίδρυση του κόμματος). Ο Μαρξ άσκησε αυστηρή κριτική στις θεωρίες του Λασάλ και θεωρούσε τους «Λασαλικούς» ως πολιτικά αφερέγγυους σοσιαλιστές. Παρολαυτά ο Μαρξ τον σεβόταν σε μεγάλο βαθμό και του αναγνώρισε το γεγονός ότι με τη δράση του έβαλε τα θεμέλια του σοσιαλισμού στην Γερμανία.

(6) Βλ. Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση, εκδ. Κορόντζη Αθήνα 2007. 

(7) Το «αυθόρμητο» είναι κατά πολλούς ο πρόγονος των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων. Το «αυθόρμητο» κατά την Λούξεμπουργκ μπορεί να νοηθεί ακόμα και κομματικά αυτόνομο, μαζικό και άκρως αποτελεσματικό. Παρολαυτά, στην Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση, το «αυθόρμητο» στοιχείο των κοινωνικών μαζών μόνο υπονοείται και θίγεται ακροθιγώς. Η Λούξεμπουργκ θα αναπτύξει την θεωρία της περί του «αυθόρμητου» πέντε χρόνια αργότερα, πράγμα που θα εξετάσουμε αναλυτικότερα σε άλλο σημείο.

(8) Εδώ ακριβώς έγκειται και το κρίσιμο σημείο της ενότητας της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας. Ο Πλεχάνοφ, ο οποίος αποτελεί πατριαρχική φιγούρα για τους Ρώσους σοσιαλιστές, υποστηρίζει ότι θα πρέπει να περιμένουν την αστική επανάσταση στη χώρα και  την εγκατάσταση μίας «υγιούς» μπουρζουαζίας. Τότε μόνον θα έχει νόημα η σοσιαλιστική επανάσταση. Στην παρούσα φάση, ο κίνδυνος να επωφεληθούν μίας σοσιαλιστικής επανάστασης τα ρεφορμιστικά αστικά στοιχεία και να ανέλθουν αυτά στην εξουσία, στο μέτρο που ακόμα δεν έχουν αναπτύξει ακόμα την «αντιδραστική» πολιτική τους, είναι μεγάλος. Ο Λένιν γνώριζε αυτόν τον κίνδυνο. Γι αυτό τον λόγο, αρχίζει να «προσαρμόζει» τον ορθόδοξο μαρξισμό στη ρωσική πραγματικότητα. Έρχεται σε σύγκρουση με τον Πλεχάνοφ – τον οποίο βέβαια υπερεκτιμά και σέβεται – και αρχίζει να δημιουργεί ένα σύστημα ιδεών, ικανό να αντιπαρέλθει τις δυσκολίες και να αντιπαρατεθεί στους αστούς ρεφορμιστές. Ο λενινισμός, με λίγα λόγια, έρχεται να δώσει μία σοσιαλιστική απάντηση σε μία χώρα που δεν έχει εργατική τάξη και βιώνει ένα απολυταρχικό καθεστώς αντί μίας αστικής δημοκρατίας.

(9) Ο Λένιν στο έργο του Τί να κάνουμε, διακηρύττει τα βασικά γνωρίσματα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Σύμφωνα με αυτόν, τα μέλη του κόμματος μπορούν να μιλούν ελεύθερα και να αποφασίζουν για την πολιτική πλεύση του κόμματος (αυτό είναι το δημοκρατικό σκέλος), αλλά άπαξ και παρθεί η απόφαση τα μέλη υποχρεούνται να την υιοθετήσουν και να την υπερασπιστούν προς τα έξω ακόμα και αν διαφωνούσαν πρωτύτερα μ’ αυτήν (αυτό είναι το συγκεντρωτικό σκέλος). Σκοτεινό σημείο του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού είναι η ιεραρχική δομή που αυτός επιβάλλει. Τα απλά μέλη του κόμματος πρέπει να υπακούν τυφλά στα κομματικά όργανα και εκείνα στην ηγεσία. Η τελευταία μπορεί να διαγράψει ή να παύσει την λειτουργία οργάνων και μελών. Έτσι θεωρεί ο Λένιν ότι η “εισβολή” ρεφορμιστικών στοιχείων στο κόμμα είναι αδύνατη. Πάντως αξίζει να αναφερθεί πως ο μηχανισμός του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού χρησιμοποιήθηκε από τον ίδιο τον Λένιν το 1921 για να καταπολεμηθεί ο “φραξιονισμός” στο κόμμα, πράγμα που αδυνάτισε την αμεσοδημοκρατική λειτουργία των σοβιέτ και θεοποίησε την Κεντρική Επιτροπή του κόμματος που λειτουργούσε σαν μία ολιγαρχική πολιτική ελίτ στη χάραξη της πολιτικής και αποξένωσε το κόμμα από τον λαό. 

(10)  Βλ.. Τα οργανωτικά ζητήματα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας (Πηγή: Αριστερή στροφή).

(11) Βλ. ό.π , σελ. 3.

(12)  Βλ. ό.π σελ. 4

(13) Βλ. ό.π, σελ. 5

(14)          Για παράδειγμα η Γερμανίδα θεωρητικός αναφέρει την αυθόρμητη γενική απεργία στην Αγ. Πετρούπολη το 1896, τις αυθόρμητες διαδηλώσεις των φοιτητών στην ίδια πόλη το 1901,τη γενική απεργία στο Ροστόβ του Ντον το 1903. Αυτές οι «αυθόρμητες κινήσεις» είναι που άλλαξαν το πρόσωπο της σοσιαλδημοκρατίας στην Ρωσία και αυτές που στην ουσία την γέννησαν και την «έθρεψαν». Κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί πριν λίγα χρόνια αυτή την ζύμωση στους δρόμους και τις μνημειώδεις ανοιχτές συγκεντρώσεις κατά του τσαρισμού.

(15)           Οργανωτικά ζητήματα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας. Πηγή: Αριστερή στροφή

(16)          βλ. ό.π σελίδα 11

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο alterthess.gr το 2012

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ανοιχτό γράμμα στον Αλέξη Τσίπρα, δυό χρόνια μετά. Του Χρήστου Λάσκου

Συγκέντρωση στα δικαστήρια και τη Δευτέρα για το κίνημα ενάντια στους πλειστηριασμούς