in

Πώς (παρα)χαράσσεται η ιστορία. Του Δημοσθένη Παπαδάτου – Αναγνωστόπουλου

Πώς (παρα)χαράσσεται η ιστορία. Του Δημοσθένη Παπαδάτου – Αναγνωστόπουλου

Σπύρος Καράβας, Οι Μακεδονίες των άλλων, Βιβλιόραμα 2018

Η «Ιστορία» έχει αυτές τις μέρες την τιμητική της. Από τους μοναχούς που κατέκτησαν το Ίντερνετ («μην παραχαράσσετε την Ιστορία»), ως την υπερβολική αυτοπεποίθηση της Φώφης Γεννηματά για τις ιστορικές της γνώσεις («είστε ανιστόρητοι»), το επιχείρημα-υπερόπλο κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών δεν ήταν η ένταξη των γειτόνων μας στο ΝΑΤΟ, αλλά «η Ιστορία».

Δεν πρόκειται, ωστόσο, για οποιαδήποτε «Ιστορία», για το πώς σκέφτονται τα πράγματα οι αντίπαλοι των «Πρεσπών», είναι η ιστορία που δικαιώνει τις ελληνικές θέσεις απέναντι σε αυτές των γειτόνων μας: για την ακρίβεια όχι όλες τις θέσεις, αλλά τη θέση πως η Μακεδονία είναι μία και πως ολόκληρη είναι ελληνική. Στη θέση αυτή στηρίζονται τα αλυτρωτικά συνθήματα «στα όπλα να πάρουμε τα Σκόπια» ή «σύνορα με τη Σερβία», και οι αναλύσεις περί «κρατιδίου» και «ψευτομακεδονικού μορφώματος», που αμφισβητούν την εδαφική ακεραιότητα του γειτονικού κράτους. Αυτά δίνουν τον τόνο στα συλλαλητήρια, τις τοποθετήσεις κομμάτων, τις σχολικές καταλήψεις, τα μέσα ενημέρωσης και τις συζητήσεις καφενείου.

Πώς χαράχτηκε, όμως, αυτή η «ιστορία»; Πώς έφτασαν να υιοθετούν ως προφανή τον αλυτρωτισμό μαθητές, δημοσιογράφοι και πολιτικοί αρχηγοί;

Στο πέμπτο βιβλίο του από το 2010 για το Μακεδονικό, ο ιστορικός Σπύρος Καράβας ψάχνει τις ρίζες της πίστης πως Μακεδονία είναι μόνο «η δική μας» και πως οι «Μακεδονίες των άλλων» είναι ανύπαρκτες στα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας και Γεωγραφίας, στις εγκυγκλοπαίδειες και σε άλλα ιστοριογραφικά τεκμήρια, στα χρόνια μεταξύ 1912 και 1992.

Γιατί, όμως, ξεκινά τότε η αναζήτηση;

Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου                                                                                

Το 1912, χρονιά που ένας στους τρεις κατοίκους της ελληνικής Μακεδονίας έχει ως μητρική του γλώσσα τα σλαβομακεδονικά[1], ξεκινούν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι: ο πρώτος πόλεμος είναι των συμμαχικών νέων βαλκανικών εθνών (Ελλάδας, Σερβίας, Βουλγαρίας, Μαυροβουνίου), απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο δεύτερος, των βαλκανικών χωρών μεταξύ τους.

Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, το 1913, δίνει τέλος στους Βαλκανικούς Πολέμους – μοιράζοντας τον γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας σε Ελλάδα, Σερβία και Βουλγαρία. Αυτό, λοιπόν, που ψάχνει ο Καράβας είναι πώς στέκονται μπροστά στη μοιρασιά σχολικά βιβλία, εγκυγκλοπαίδειες και άνθρωποι που «παράγουν» ιστορική συνείδηση: ιστορικοί, κρατικοί αξιωματούχοι, δημοσιολόγοι, κόμματα. Ναι, και τα κόμματα παράγουν ιστορική συνείδηση: στη μελέτη του Σωτήρη Βαλντέν «Ελλάδα-Γιουγκοσλαβία» (1991), που παραθέτει ο Καράβας, υπενθυμίζεται πως η Ένωση Κέντρου χρησιμοποίησε το Μακεδονικό κατά της ΕΡΕ, στο πλαίσιο του «Ανένδοτου», προκαλώντας κρίση στις σχέσεις Ελλάδας-Γιουγκοσλαβίας την περίοδο 1961-62. Με το ίδιο νόμισμα την πλήρωσε το 1965 η ΕΡΕ, εργαλειοποιώντας και αυτή ένα «εθνικό θέμα» για αντιπολιτευτικούς σκοπούς (ό.π., σ. 170-1).

Ας ακολουθήσουμε, όμως, τη δομή του βιβλίου: πώς στέκονται τα βιβλία Ιστορίας μπροστά στη μοιρασιά της Μακεδονίας, το 1913; Ο πρώτος τρόπος είναι η ασάφεια: «Το γενικό σχήμα για τα αποτελέσματα των Βαλκανικών πολέμων ως προς την τύχη της Μακεδονίας», γράφει ο Καράβας, «δεν είναι διόλου σαφές, και η ασάφεια αυτή σπανίως θα αρθεί στη συνέχεια» (σ. 17). Η σιωπή, οι μισές αλήθειες, οι αποσιωπήσεις για το τι συνιστά Μακεδονία μετά τους Βαλκανικούς θα γίνουν εύφορο έδαφος για τον ελληνικό αλυτρωτισμό μέχρι σήμερα.

Τα πράγματα μπερδεύονται περισσότερο στα βιβλία Ιστορίας που φιλοξενούν χάρτες. Τέτοιο παράδειγμα είναι το εγχειρίδιο «Ιστορία Ελληνική και Ευρωπαϊκή των Νέων Χρόνων Διά της Δ’ Τάξιν των Γυμνασίων», των Θεοδωρίδη και Λαζάρου (1923), όπου ο προσεκτικός αναγνώστης βλέπει πως στην ελληνική επικράτεια δεν συμπεριλήφθηκε ολόκληρη η Μακεδονία («Οι Μακεδονίες των άλλων», σ. 19). Άλλο εγχειρίδιο των ίδιων συγγραφέων (1925 και 1927) δεν αναφέρει καν ποιο μέρος της Μακεδονίας πήρε το 1913 η Σερβία. Το διδακτικό εγχειρίδιο του Ν. Γκινόπουλου «Ιστορία του Νέου Ελληνικού για την Στ’ Δημοτικού» (1929) παραδέχεται πως το 1913 «η Σερβία κέρδισε πολλά μέρη της βορινής Μακεδονίας». Όμως, αναφορά στη «Βόρεια Μακεδονία» που παραχωρήθηκε στη Σερβία ξαναγίνεται σε ελληνικό βιβλίο Ιστορίας πολλές δεκαετίες αργότερα. Πρόκειται για το εγχειρίδιο Ιστορίας για την Γ’ Λυκείου των Σκουλάτου, Δημακόπουλου και Κόνδη (1983-2007) (ό.π., σ. 33).

Σε αντίθεση με την Ιστορία, ωστόσο, η Γεωγραφία δεν επιτρέπει σιωπές και λαθροχειρίες. Το 1915, γράφει ο Καράβας, το εγχειρίδιο «Γεωγραφία της παλαιάς και νέας Ελλάδος» του Ν. Γκινόπουλου πληροφορεί τους μαθητές πως «η Σερβική και η Βουλγαρική Μακεδονία ορίζουν προς βορράν την Ελληνική Μακεδονία» (ό.π., σ. 37). Αντίστοιχες γνώσεις δίνει και η «Γεωγραφία του Δημοτικού Σχολείου», των Παντελή Σιγάλου και Κωνσταντίνου Σταυρόπουλου: «η Ελληνική Μακεδονία ορίζεται προς Β. υπό της Σερβικής και Βουλγαρικής Μακεδονίας». Ενώ στο βιβλίο «Γεωγραφία Μέρος Πρώτον. Η Ευρώπη διά την Β’ Τάξιν του Γυμνασίου» αναφέρεται πως η Ελλάδα το 1912 απελευθέρωσε τη «νότια Μακεδονία» και πως η Σερβία «προσήρτησε την παλαιάν Σερβίαν και Μακεδονίαν» (ό.π., σ. 45). Όχι, η Μακεδονία δεν ήταν μόνο μία – ούτε μόνο ελληνική.

Περνώντας στις εγκυκλοπαίδειες, η εθνικόφρων «εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου» αναγκάζεται κι αυτή να παραδεχτεί πως «καθίσταται σήμερον πολύ δύσκολος ο ακριβής καθορισμός των ορίων» της Μακεδονίας (ό.π., σ. 73). Κι η ίδια δεν αντικρούει τον ισχυρισμό των Βουλγάρων ότι «οι λεγόμενοι Μακεδόνες της Γιουγκοσλαυίας είναι και αυτοί καθαροί Βούλγαροι» (ό.π., σ. 75). Όσο για την «Υδρία» του 1985, εκεί διαβάζει κανείς για το «πρώτο σλαβομακεδονικό θέατρο», που δημιουργήθηκε το 1901, και την πρώτη παράσταση, το 1927 (πριν τον Τίτο…), «στη σλαβομακεδονική γλώσσα» (ό.π., σ. 100).

Ανάλογα και στα ιστοριογραφικά τεκμήρια: δύσκολα μπορούν να αρνηθούν τις «Μακεδονίες των άλλων», τη γλωσσική ποικιλία, την ανυπαρξία μιας και μόνης, αποκλειστικά ελληνικής μακεδονικής επικράτειας. Ποιος θα έλεγε στα σοβαρά «παραχαράκτη» τον Αλέξανδρο Μαζαράκη-Αινιάν, λοχαγό του πυροβολικού και μακεδονομάχο, που το 1912, πριν από τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, διαπίστωνε πως «η ποικιλία φυλών, γλωσσών και θρησκευμάτων» κατανέμεται σε «Νότια, Κεντρική και Βόρεια Μακεδονία» (ό.π., σ. 116); Και ποιος θα αμφέβαλλε για τον πατριωτισμό του Βασίλειου Κολοκοτρώνη, που το 1925 («Μελέτη περί εξελληνισμού των ξένων τοπωνυμίων της Μακεδονίας»), παρατηρούσε πως «ουδεμία σοβαρά ενέργεια εγένετο […] προς εξελληνισμό του μεγάλου πλήθους των βαρβαρικών τοπονυμίων», προσθέτοντας πως και αυτός δεν θα έφτανε για να επιτευχθεί «τελειωτικώς το ζήτημα του πλήρους εξελληνισμού της χώρας ταύτης» (σ. 117);

Απέναντι σε όλα αυτά τα τεκμήρια, τον τόνο στη συζήτηση για το Μακεδονικό θα έδιναν ιστορικοί και δημοσιολόγοι όπως ο Σαράντος Καργάκος, που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή («Από το Μακεδονικό ζήτημα στην εμπλοκή των Σκοπίων [με πρόλογο του μετέπειτα αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου], 1992). Ο Καργάκος γράφει ως προπαγανδιστής, για «να μας αφυπνίσει, να μας συνενώσει [ώστε], αν χρειαστεί, να λύσουμε, ως άλλος Αλέξανδρος, με το ξίφος, τον γόρδιο δεσμό του ζητήματος» (ο.π., σ. 176). Ο Καργάκος δεν δέχεται να μιλάμε για Μακεδονικό Ζήτημα, αλλά για «Σκοπιανή Εμπλοκή» που, όπως γράφει «ενδέχεται να εξελιχθεί σε συμπλοκή». Και για την εμπλοκή αυτή κατηγορεί τον «εβραϊκής καταγωγής» Τίτο, που κατασκεύασε το «κρατίδιο», το ΚΚΕ και …τον διεθνή σιωνισμό (σ. 177). Ακόμα και ο Καργάκος, όμως –δείχνει ο συγγραφέας– αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι μετά το μοίρασμα της Μακεδονίας, το 1913, δημιουργήθηκε «πληθυσμιακό μπέρδεμα» ώστε «να μπερδεύεται και η αυτόνομη “μακεδονική συνείδηση”, ένα τεχνητό ιστορικό προϊόν» (σ. 178).

Τέτοια ήταν η ρευστότητα, η έλλειψη σταθερότητας, στα Βαλκάνια, που το ελληνικό κράτος και οι εθνικόφρονες διανοούμενοι χρειάστηκε να προσπαθήσουν πολύ για να στηρίξουν στην «Ιστορία» τα περίφημα εθνικά δίκαια. Τέτοια ήταν η έλλειψη σταθερότητας, που μόνο θλίψη και θυμηδία προκαλεί το ΚΚΕ όταν, για να αρνηθεί σήμερα την ύπαρξη μακεδονικού έθνους, αδειάζει τους Σλαβομακεδόνες του Εμφυλίου, ξεγράφει τη Μίρκα Γκίνοβα και την απολογία Φλωράκη στο Στρατοδικείο που τους αναγνωρίζει. Κι αυτά, για να βγάλει από τη ναφθαλίνη τον ορισμό του Στάλιν για το τι συνιστά έθνος (βλ. «Μαρξισμός και Εθνικό Ζήτημα» 1913)[2]. Με βάση τον ορισμό αυτό, όμως («έθνος είναι μια σταθερή κοινότητα ανθρώπων, γλώσσας, εδάφους, οικονομικής ζωής και ψυχοσύνθεσης»), αν δεν υπάρχει μακεδονικό, δύσκολα μπορεί να τεκμηριωθεί η ύπαρξη και ελληνικού έθνους, τουλάχιστον ως και την προσάρτηση της Δωδεκανήσου, το 1948.

 


[1] Τάσος Κωστόπουλος, Η απαγορευμένη γλώσσα. Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία, 2008.

[2] Για μια περίληψη των σταλινικών θέσεων, βλ. εδώ https://www.rizospastis.gr/story.do?id=3778820. Για την κριτική τους, Μικαέλ Λεβί: «Η Οκτωβριανή Επανάσταση και το Εθνικό Ζήτημα: Λένιν εναντίον Στάλιν» [https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/336…. Εκτενέστερα: Μικαέλ Λεβί: Το εθνικό ζήτημα από τον Μαρξ μέχρι σήμερα, Στάχυ 1993 (ιδίως σελ. 71 κ.ε.) http://tetradia-marxismou.gr/wp-content/uploads/2016/12/To-ethniko-zitima.pdf 

 

Φωτογραφία: Δημήτρης Τοσίδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αντικαπιταλιστική Κίνηση στο δήμο Θεσσαλονίκης συγκροτούν μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Βραζιλία: Κατάρρευση φράγματος τοξικών αποβλήτων. Λίγες ελπίδες για επιζώντες μεταξύ των αγνοουμένων