in

Πέθανε ο καθηγητής Κοινωνιολογίας Ζίγκμουντ Μπάουμαν

Πέθανε ο καθηγητής Κοινωνιολογίας Ζίγκμουντ Μπάουμαν

Την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 91 ετών, άφησε την Δευτέρα ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές των τελευταίων δεκαετιών, ο Πολωνός Ζίγκμουντ Μπάουμαν, ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λιντς.

Πολέμησε ενάντια στους Ναζί μέσα από τον πολωνικό στρατό, από τον οποίο αποστρατεύτηκε μετά τον πόλεμο εξαιτίας της αντισημιτικής εκκαθάρισης. Επηρεασμένος από τον Μαρξ και τον Βέμπερ, αλλά και τους Αντόρνο, Καστοριάδη και Λεβινάς, μελέτησε εμβριθώς τη ρευστότητα της ανθρώπινης ταυτότητας, το Ολοκαύτωμα, το φαινόμενο του καταναλωτισμού και την παγκοσμιοποίηση.

Πέθανε στο σπίτι του στο Λιντς κοντά στην οικογένειά του. Τελευταίο του βιβλίο στα ελληνικά το «Πλούτος και ανισότητα» από τις εκδόσεις οκτώ.

Διαβάστε τη συνέντευξη του Ζ. Μπάουμαν στην Εφημερίδα των Συντακτών, που δημοσιεύτηκε στις 6 Ιουλίου του 2014:

Η σοφία της αγάπης

Από τον Θανάση Γιαλκέτση

Ο Πολωνός κοινωνιολόγος Ζίγκμουντ Μπάουμαν έχει μελετήσει ιδιαίτερα τις μεγάλες αλλαγές που επιφέρει στις ανθρώπινες και τις κοινωνικές σχέσεις η μετάβαση από το «σταθερό» στο «ρευστό» στάδιο της νεωτερικότητας. Ο ρευστός σύγχρονος κόσμος στον οποίο κατοικούμε είναι ένα σύμπαν απορρυθμισμένο, εξατομικευμένο, εκτεθειμένο στη διαρκή ανασφάλεια και αβεβαιότητα που συνοδεύει τις επιταχυνόμενες μεταβολές. Η ρευστή νεωτερικότητα απεχθάνεται οτιδήποτε στέρεο και ανθεκτικό. Στο βιβλίο του «Ρευστή αγάπη» (Εστία, 2006) ερευνά αυτή τη νέα ευθραυστότητα των ανθρώπινων δεσμών. Η ακόλουθη συνέντευξη του Μπάουμαν δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «La Repubblica».

• Τι είναι αυτό που μας ωθεί να αναζητάμε πάντα νέες σχέσεις;

Η ανάγκη να αγαπάμε και να μας αγαπούν, σε μια διαρκή αναζήτηση ικανοποίησης, χωρίς ποτέ να είμαστε σίγουροι ότι είμαστε αρκετά ικανοποιημένοι. Η ρευστή αγάπη είναι ακριβώς αυτό: μια αγάπη διαιρεμένη ανάμεσα στην επιθυμία για συγκινήσεις και στον φόβο του δεσμού.

• Επομένως είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε σύντομες σχέσεις ή να ζούμε μέσα στην απιστία.

Κανείς δεν είναι «καταδικασμένος». Μπροστά σε διάφορες δυνατότητες εναπόκειται σε μας η ευθύνη να επιλέξουμε. Ορισμένες επιλογές είναι πιο εύκολες και άλλες είναι πιο ριψοκίνδυνες. Εκείνες που είναι φαινομενικά λιγότερο δεσμευτικές είναι πιο απλές σε σχέση με εκείνες που απαιτούν προσπάθεια και θυσίες.

• Ωστόσο, εσείς ζήσατε μιαν αγάπη με πολύ μεγάλη διάρκεια, εκείνη με τη σύζυγό σας τη Γιανίνα, που πέθανε πριν από λίγα χρόνια.

Η αγάπη δεν είναι ένα προκατασκευασμένο και έτοιμο προς χρήση αντικείμενο. Εναπόκειται στις δικές μας φροντίδες, χρειάζεται διαρκή προσπάθεια για να αναγεννιέται, να αναδημιουργείται και να αναζωογονείται καθημερινά. Πιστέψτε με, η αγάπη ανταμείβει θαυμάσια αυτήν την αφοσίωση. Οσο για μένα (και ελπίζω έτσι να ήταν και για τη Γιανίνα) μπορώ να σας το πω: όπως το κρασί, η γεύση της αγάπης βελτιώθηκε με το πέρασμα του χρόνου.

• Σήμερα ζούμε περισσότερες σχέσεις στη διάρκεια μιας ζωής. Είμαστε πιο ελεύθεροι ή μόνο πιο φοβισμένοι;

Ασφάλεια και ελευθερία είναι και οι δυο τους αξίες αναγκαίες, αλλά βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε για μεγαλύτερη ασφάλεια είναι λιγότερη ελευθερία και το τίμημα μιας μεγαλύτερης ελευθερίας είναι λιγότερη ασφάλεια. Οι περισσότεροι άνθρωποι προσπαθούν να βρουν μιαν ισορροπία, χωρίς ποτέ να το καταφέρνουν.

• Εσείς, ωστόσο, γεράσατε μαζί με τη σύζυγό σας. Πώς αντιμετωπίσατε την πλήξη της καθημερινότητας; Το να γερνούν δυο άνθρωποι μαζί έχει γίνει παλιομοδίτικο;

Είναι η προοπτική των γηρατειών αυτή που θεωρείται ήδη παλιομοδίτικη, καθώς ταυτίζεται με τον περιορισμό των δυνατοτήτων επιλογής και την απουσία «νεωτερισμών». Εκείνων των «νεωτερισμών» που σε μια κοινωνία καταναλωτών έχουν εξυψωθεί στο υψηλότερο επίπεδο της ιεραρχίας των αξιών και θεωρούνται το κλειδί της ευτυχίας. Τείνουμε να μην ανεχόμαστε τη ρουτίνα, επειδή ήδη από την παιδική μας ηλικία έχουμε συνηθίσει να θέλουμε αντικείμενα «μιας χρήσης», για να τα αντικαθιστούμε γρήγορα. Δεν γνωρίζουμε πλέον τη χαρά των πραγμάτων που έχουν μεγάλη διάρκεια, που είναι καρποί της προσπάθειας και μιας επιμελούς εργασίας.

• Καταλήξαμε να μετατρέψουμε τα συναισθήματα σε εμπορεύματα. Πώς μπορούμε να ξαναδώσουμε στον άλλον τη μοναδικότητά του;

Η αγορά διέβλεψε στην απελπισμένη ανάγκη μας για αγάπη την ευκαιρία πελώριων κερδών. Και μας δελεάζει με την υπόσχεση ότι θα μπορέσουμε να τα έχουμε όλα χωρίς κόπο: ικανοποίηση χωρίς εργασία, κέρδη χωρίς θυσίες, αποτελέσματα χωρίς προσπάθεια, γνώση χωρίς διαδικασία μαθητείας. Η αγάπη απαιτεί χρόνο και ενεργητικότητα. Σήμερα όμως το να ακούσουμε το πρόσωπο που αγαπάμε, το να αφιερώσουμε τον χρόνο μας για να βοηθήσουμε τον άλλον στις δύσκολες στιγμές, το να ανταποκριθούμε στις ανάγκες του και στις επιθυμίες του περισσότερο απ’ όσο στις δικές μας, έχει γίνει περιττό. Το να αγοράζουμε δώρα σε ένα κατάστημα αρκεί για να αντισταθμίζει τη δική μας έλλειψη συμπόνιας, φιλίας και ενδιαφέροντος. Μπορούμε όμως να αγοράσουμε τα πάντα εκτός από την αγάπη. Δεν θα βρούμε την αγάπη σε ένα κατάστημα. Η αγάπη είναι ένα εργοστάσιο που εργάζεται αδιάκοπα είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο και εφτά μέρες τη βδομάδα.

• Ισως συσσωρεύουμε σχέσεις για να αποφύγουμε τους κινδύνους της αγάπης, λες και η «ποσότητα» θα μας καθιστούσε απρόσβλητους από την οδυνηρή αποκλειστικότητα των σχέσεων.

Ετσι είναι. Οταν αυτό που μας περιβάλλει γίνεται αβέβαιο, η αυταπάτη ότι έχουμε τόσες «δεύτερες επιλογές», που μας αποζημιώνουν για το βάσανο της προσωρινότητας, είναι ελκυστική. Το να μετακινούμαστε από τον ένα τόπο στον άλλο (που είναι περισσότερο ελπιδοφόρος επειδή δεν τον έχουμε ακόμα δοκιμάσει) φαίνεται πιο εύκολο και δελεαστικό από το να δεσμευόμαστε σε μια μακρά προσπάθεια επιδιόρθωσης των ατελειών του σημερινού τόπου διαμονής μας, προκειμένου να τον μετασχηματίσουμε σε αληθινή κατοικία μας και όχι μόνο σε ένα μέρος στο οποίο ζούμε. Η «αποκλειστική αγάπη» σχεδόν ποτέ δεν είναι απαλλαγμένη από οδύνες και προβλήματα, αλλά η χαρά βρίσκεται στην κοινή προσπάθεια για το ξεπέρασμά τους.

• Σε έναν κόσμο γεμάτο πειρασμούς μπορούμε να αντισταθούμε; Και γιατί;

Χρειάζεται να έχουμε πολύ ισχυρή θέληση για να αντισταθούμε. Ο Λεβινάς είχε μιλήσει για τον «πειρασμό του πειρασμού». Αυτό που στην πραγματικότητα επιθυμούμε είναι η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε όταν νιώθουμε τον πειρασμό και όχι αυτό που ο πειρασμός υπόσχεται να μας δώσει. Επιθυμούμε αυτήν την κατάσταση επειδή είναι μια ρωγμή στη ρουτίνα. Από τη στιγμή που νιώθουμε τον πειρασμό νομίζουμε ότι είμαστε ελεύθεροι: κοιτάζουμε ήδη πέρα από τη ρουτίνα, αλλά δεν έχουμε ακόμα ενδώσει στον πειρασμό, δεν έχουμε ακόμα φτάσει στο σημείο από το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή. Μια στιγμή αργότερα, αν ενδώσουμε, η ελευθερία χάνεται και αντικαθίσταται από μια νέα ρουτίνα. Ο πειρασμός είναι μια παγίδα στην οποία τείνουμε να πέφτουμε χαρούμενα και με τη θέλησή μας.

• Εσείς όμως γράφετε: «Κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει δυο φορές τον ίδιο έρωτα και τον ίδιο θάνατο». Ερωτευόμαστε μόνο μια φορά στη ζωή;

Δεν υπάρχει ένας κανόνας. Το ζήτημα είναι ότι κάθε έρωτας, όπως και κάθε θάνατος, είναι μοναδικός. Γι’ αυτόν τον λόγο κανείς δεν μπορεί να «μάθει να αγαπάει», όπως και κανείς δεν μπορεί να «μάθει να πεθαίνει».

• Το 1968 έλεγαν: «Τα θέλουμε όλα και αμέσως». Η επιθυμία μας για άμεση ικανοποίηση είναι και τέκνο εκείνης της περιόδου;

Το 1968 θα μπορούσε να είναι μια αφετηρία, αλλά η αφοσίωσή μας στην άμεση και χωρίς δεσμούς ικανοποίηση είναι το προϊόν της αγοράς, που κατόρθωσε να κεφαλαιοποιήσει την τάση μας να ζούμε το παρόν.

• Σε έναν κόσμο που καταναλώνει τα πάντα οι «ανθρώπινοι δεσμοί» είναι ένα εμπόδιο;

Οι ανθρώπινοι δεσμοί αντικαταστάθηκαν από τις «συνδέσεις». Ενώ οι δεσμοί απαιτούν δέσμευση και αφοσίωση, η «σύνδεση» και η «αποσύνδεση» είναι ένα παιχνίδι για παιδιά. Στο Facebook μπορούμε να έχουμε εκατοντάδες φίλους κινώντας ένα δάχτυλο. Το να αποκτά κανείς φίλους στη ζωή είναι πιο περίπλοκο. Αυτό που κερδίζουμε σε ποσότητα το χάνουμε σε ποιότητα. Αυτό που κερδίζουμε σε ευκολία (που νομίζουμε ότι είναι ελευθερία) το χάνουμε σε ασφάλεια.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Η ελληνική αριστερά και ο νόμος του Μέρφι. Του Χρήστου Λάσκου

Silence