in

Μανώλης Ρασούλης (28/9/1945 – 3/2011)

Μανώλης Ρασούλης (28/9/1945 – 3/2011)

Του Βαγγέλη Αρναουτάκη

Ο Μανώλης Ρασούλης έφυγε απρόσμενα από την ζωή σε γόνιμη ηλικία.Υπήρξε από τους ανθρώπους του λόγου που με το έργο και τη γενικότερη δράση τους άλλαξαν τα δεδομένα στον χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Με την ιδιαίτερη γραφή του ανανέωσε την κορεσμένη ματιά και θεματολογία του λαϊκού όπως αυτό είχε διαμορφωθεί στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ξαναδίνοντάς του τη χαμένη αμεσότητα και προσθέτοντας διακριτικά σουρεαλιστικά στοιχεία στο τραγούδι.

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ηράκλειο Κρήτης. Από παιδί ασχολήθηκε με την ψαλτική ενώ εντάχθηκε στην νεολαία της Αριστεράς. Ολοκληρώνοντας τις γυμνασιακές του σπουδές έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει σκηνοθεσία. Βρισκόμαστε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60, σ’ ένα κλίμα φορτισμένο, όταν κυριαρχούν οι αντιπαραθέσεις μεταξύ της Δεξιάς και της ευρύτερης Αριστεράς, με το παρακράτος να κινεί τα νήματα πίσω από τους μπερντέδες της επίσημης πολιτικής σκηνής. Ταυτόχρονα όμως ανθούν τα όνειρα, οι προσδοκίες και οι ελπίδες του κόσμου για καλύτερη ζωή, δικαιότερο αύριο. Αγώνες, διαδηλώσεις, συλλαλητήρια, πορείες. Η γενικότερη ατμόσφαιρα σε συνδυασμό με την παρουσία χαρισματικών ηγετών έχει θετικό αντίκτυπο στον χώρο των τεχνών, όπου παρατηρείται οργασμός καταθέσεων που χαρακτηρίζονται από την πρωτοπορία και μοναδικότητά τους.

Ο Ρασούλης εργάζεται στην αριστερών κατευθύνσεων εφημερίδα Δημοκρατική Αλλαγή, παίρνει μέρος σε κινητοποιήσεις, γράφει ποιήματα, σενάρια, και ταυτόχρονα εμφανίζεται ερασιτεχνικά στη μπουάτ Ταβάνια της Πλάκας ως τραγουδιστής. Με τον επιβολή της δικτατορίας -και μετά από πρόσκαιρη σύλληψή του- φεύγει στο Λονδίνο όπου και θα παραμείνει ουσιαστικά καθ’ όλη τη διάρκειά της. Συμμετέχει έντονα στον αγώνα κατά της χούντας στην Ελλάδα, παίρνει μέρος στο τροτσκιστικό κίνημα, γίνεται συνεκδότης της εφημερίδας Σοσιαλιστική Αλλαγή, διευρύνει τους ορίζοντές του με μαθήματα πολιτικής οικονομίας και φιλοσοφίας και γράφει τα πρώτα του βιβλία. Τον Μάη του ’68 βρίσκεται στη Γαλλία, όπου και τραυματίζεται στις διαδηλώσεις που γίνονται στο Παρίσι.

Στην Ελλάδα έρχεται μετά τον Νοέμβρη του ’73 και την ηρωική εξέγερση του Πολυτεχνείου, και συνεχίζει τον πολιτικό του αγώνα. Εργάζεται στα ναυπηγεία στο Πέραμα όπου πρωτοστατεί στις διεκδικήσεις των εργαζομένων. Μπαίνει στη δισκογραφία ως τραγουδιστής, συμμετέχοντας στους δίσκους Τα Νέγρικα , σε μουσική του Μάνου Λοΐζου και στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη, με ερμηνεύτρια τη Μαρία Φαραντούρη, και στον Νέο Ερωτόκριτο , σε μουσική του Νίκου Μαμαγκάκη και ποίηση Παντελή Πρεβελάκη, με την Αφροδίτη Μάνου. Εκδίδει τα πρώτα του βιβλία και εμβαθύνει στη μελέτη των ανατολίτικων φιλοσοφιών, των οποίων οι συνιστώσες εξακολουθούν να χαράσσουν μέχρι σήμερα τη συντεταγμένη της πορείας και του έργου του.

Εκείνη την εποχή μετά από «παραγγελία» του Θεάτρου Τέχνης ο Διονύσης Σαββόπουλος ξεκίνησε να γράφει τη μουσική για τους Αχαρνείς του Αριστοφάνη, μεταφράζοντας ο ίδιος ελεύθερα τα σημεία που θα μελοποιούσε. Διαφώνησαν όμως γύρω από τη μετάφραση-απόδοση και ο Σαββόπουλος παρουσίασε σε δική του παράσταση τους το έργο με τίτλο Ο Αριστοφάνης Που Γύρισε Από Τα Θυμαράκια , σε υπόγειο της Πλάκας. Μαζί με τον Σαββόπουλο τραγουδούσαν οι Σάκης Μπουλάς, Νίκος Παπάζογλου, Μανώλης Ρασούλης, Μελίνα Τανάγρη, Νίκος Ζιώγαλας, Βαγγέλης Ξύδης, Κώστας Γεωργίου και Ηλίας Λιούγκος. Ο τελευταίος γνωρίζει στον Ρασούλη τον γείτονά του Νίκο Ξυδάκη. Τα «μπετά» για την Εκδίκηση Της Γυφτιάς έχουν αρχίσει να ρίχνονται… Minos και CBS απορρίπτουν τα τραγούδια. Ο Σαββόπουλος μεσολαβεί, αναλαμβάνει την παραγωγή και πείθει τον Αλέξανδρο Πατσιφά της Lyra να εκδώσει τον δίσκο, αφού τα χρηματικά έξοδα που απαιτούνται είναι πολύ λίγα. Η ηχογράφηση γίνεται στο τετρακάναλο -τότε- στούντιο Αγροτικόν, του Νίκου Παπάζογλου, στην Κάτω Τούμπα Θεσσαλονίκης. Μέσα σε δύο εβδομάδες οι εγγραφές έχουν ολοκληρωθεί. Εκτός του Παπάζογλου -που έκανε και την ηχοληψία- τραγουδούν οι Δημήτρης Κοντογιάννης και Σοφία Διαμαντή, ενώ προλογίζει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, διά χειρός Ρασούλη, ο Διονύσης Σαββόπουλος:

Βρέχει στην Εθνική Οδό·

σε κάποιο της χιλιόμετρο μούσκεμα μόνος περπατώ

με το τσιγάρο μου σβηστό.

Βλέπω τ’ αμάξια να περνούν

τους οδηγούς να με κοιτούν

μ’ αδιαφορώ και προχωρώ

δεν ξέρω καν για πού τραβώ.

Κάποια τραγούδια γύφτικα

από ένα κέντρο εδώ κοντά

λένε για αγάπες και φιλιά·

μου βαλαντώνουν την καρδιά.

Τώρα σε ποια αγκαλιά ζεστή

να ξενυχτάς τη νύχτα αυτή

κι έξω απ’ την πόρτα την κλειστή

εγώ, η πίκρα κ’ η βροχή.

Οι μουσικοί προέρχονταν από τα λαϊκά κέντρα της περιοχής και οι περισσότεροι συμμετείχαν για πρώτη φορά σε επαγγελματική ηχογράφηση. Το αποτέλεσμα είναι μοναδικό. Ο Ρασούλης ανανεώνει μεστά και ουσιαστικά τη θεματική δομή του λαϊκού τραγουδιού, ξαναδίνοντάς του τη χαμένη ειλικρίνειά, τον λεκτικό του πλούτο, το χιούμορ και την ειρωνεία, που είχαν χαθεί μέσα στην επανάληψη και στασιμότητα που -παρά τις όποιες εξαιρέσεις- επικρατούσε. Ο Ξυδάκης με τις λιτές, κατανοητές, μελωδικές συναισθηματικές και αναρχοπαλαιομοδίτικες μουσικές του ντύνει τους στίχους του Ρασούλη με το κουστούμι που τους ταιριάζει.

Νιώθω ποια είσαι όταν λες το σ’ αγαπώ

σαν μια βασίλισσα Τσιγγάνα που περνάει

και μπαίνει στις καρδιές σαν να ’τανε μετρό

που φωτισμένο βάζει μπρος και ξεκινάει.

Τρελή κι αδέσποτη παρ’ όλη την αγάπη

έτσι σε θέλω κι έτσι είσαι αληθινά

έλα εδώ κάτω στη θλιμμένη μου καρδιά.

Είσαι εκείνη που αν μαζί της κοιμηθώ

θα ’χω ξεχάσει ποιος να είμαι και πού πάω

κι αν αφορμή είσαι ’σύ ν’ αλλάξω εαυτό

το παρελθόν μου μπρος τα πόδια σου πετάω.

Ο Νίκος Παπάζογλου υπογράφει τη σύνθεση δύο τραγουδιών (Κυρ-διευθυντά των δίσκων και Κανείς εδώ δεν τραγουδά, το μοναδικό σε στίχους Τάκη Σιμώτα). Η ιδιόρρυθμη, λαϊκή αλλά και ροκ μαζί, ερμηνεία του Παπάζογλου δίνει στα τραγούδια επιπλέον γοητεία, υπογραμμίζει μοναδικά τη «μαγική» τους ατμόσφαιρα και μέσα από αυτά αναδεικνύεται ένας νέος τραγουδιστής με προσωπικότητα και χαρακτήρα. Ο ίδιος σε συζήτηση που είχα μαζί του τονίζει: «Μετά το 1974 το τραγούδι που κυριαρχούσε, στον μεγαλύτερο όγκο του, ήταν μελοποιημένοι ποιητές με ανούσιες μουσικές, ανούσια τραγούδια από τα οποία δεν θυμάται κανείς τίποτα. Εμείς με ένα πνεύμα του παλιού λαϊκού τραγουδιού φτιάξαμε αυτά τα τραγούδια που… φτιάξαμε, ο Ρασούλης, ο Ξυδάκης, ο Σιμώτας, και βρεθήκαμε σαν παρέα κατά τύχη λόγω της χορωδίας των Αχαρνέων του Σαββόπουλου. Εκεί βρεθήκαμε και δείξαμε ο ένας στον άλλον τι έκανε, τα βάλαμε σε μία συλλογή, προσφέρθηκε ο Σαββόπουλος, και έτσι βγήκε προς τα έξω· αλλιώς θα τα τραγουδούσαμε ακόμα μόνοι μας… Σήμερα δεν βλέπω να υπάρχουν στο τραγούδι ανάλογες παρέες με ανατρεπτική διάθεση…»

Ο Σαββόπουλος αναφέρει σχετικά στο οπισθόφυλλο του δίσκου «… Βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σας παρουσιάσω, πρώτον, δύο νέους συναδέλφους, τον στιχουργό Μανώλη Ρασούλη και τον συνθέτη Νίκο Ξυδάκη, που γράφουν λαϊκά τραγούδια, όχι ιδεολογικά ή αισθητικά, αλλά αγαπητικά. Και να σας αναγγείλω, δεύτερον, ότι στη Θεσσαλονίκη φτιάχτηκε από τον θαυμάσιο τραγουδιστή και μηχανοτεχνικό Νίκο Παπάζογλου, ή Πουσπούλ, όπως θα τον θυμούνται οι παλαιότεροι θαμώνες της Αρετσούς και του Καραμπουρνάκι, στούντιο ηχογραφήσεως δίσκων. Το εγκαινιάζουμε με την Εκδίκηση Της Γυφτιάς .

Να πω τώρα δυο λόγια πάνω στον τίτλο. Λαγοκοιμόμουν σ’ αυτό το νυχτερινό τρένο που σας έλεγα (το Αθηνών – Θεσσαλονίκης με το οποίο έφτασα στη συμπρωτεύουσα για την ηχογράφηση) και ανάμεσα σε όνειρα και απότομα τινάγματα αλάφιασα και σαν ο συρμός να μ’ έτρεχε πίσω στα 1962. Σ’ αυτό συνέτεινε πολύ που κάποιος δίπλα άκουγε Καζαντζίδη από μία κασέτα που έκλαιγε. Μετά τη Λάρισα ξύπνησα εντελώς. Έκανε ψόφο. Τυλίχτηκα καλά και προχώρησα πέντε βαγόνια δρασκελώντας κοιμισμένους ταξιδιώτες ώσπου να φτάσω στο κυλικείο. Εκεί ήταν όλο στρατιώτες αδειούχοι, με μπίρες, και μου ζήτησαν -ρε, ο Σαββόπουλος- να τους τραγουδήσω κάτι. Αρνήθηκα σταθερά, κάθισα ανάποδα και πήρα έναν καφέ σε πλαστική κονσέρβα, απελπισμένος, χάλια, που ούτε ένα τραγούδι απ’ όσα έχω γράψει δεν ταίριαζε με τα πράγματα εκείνης της στιγμής. Μισώ το τραγούδι της “κουλτούρας”. Γίνεται συνεχώς και πιο άχαρο, περιγράφει τις πραγματικότητες, καθόλου δεν τις εκφράζει. Το ελαφρό πάλι ποτέ μου δεν το χώνεψα. Θυμάμαι μετά τον πόλεμο το ’λεγαν, τότε, αρχοντορεμπέτικο. Ο Χιώτης τα κατάφερε καλούτσικα, είχε δεξιοτεχνία. Μ’ αυτά και μ’ αυτά όμως φτάσαμε στα “γαλλικά” με λίγο μπουζούκι. Η πλέμπα αντέδρασε αμέσως με ένα λιγδερό είδος που αργότερα ονομάστηκε, από τους υπερασπιστές της καθαρότητας της φυλής, ινδοπρεπές, τουρκογύφτικο, ή γυφτιά. Είναι το αντίθετο του αρχοντορεμπέτικου. Το αρχοντορεμπέτικο, ή ελαφρολαϊκό, είναι το ρεμπέτικο καπελωμένο από την Ευρώπη, ενώ η «γυφτιά» είναι ούτως ειπείν ρεμπέτικο καπελωμένο από την Ανατολή. Μα δεν είναι η πρώτη φορά που όταν οι άνθρωποι εδώ αγανακτούν, μουντζώνουν την Ευρώπη και λένε: καλύτερα οι Τούρκοι. Το έχουμε αυτό στον Μακρυγιάννη ή στον Παπαδιαμάντη, το έχουμε και με τον Καζαντζίδη, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών.

Πήγα με τον καφέ σιγά σιγά ως την πόρτα και γλίστρησα έξω χωρίς να με πάρουν είδηση. Φοβόμουνα εντελώς παρανοϊκά, ότι θα με πιάνανε και θα μου λέγανε «δεν φεύγεις αν δεν πεις κάτι». Γύρισα πίσω. Ο Μανώλης κι ο Νίκος κοιμόντουσαν. Πρώτη φορά βλέπω παιδιά με ανησυχίες και ιδεολογίες και απ’ όλα να διαλέγουν όχι το κουλτουριάρικο αλλά το ντιπ λαϊκό. Καλημερούδια, τούς σκουντάω, να και τα καφεδάκια σας. Πώς σας φαίνεται για τίτλος Η εκδίκηση Της Γυφτιάς ; Μοιάζει και με ιταλικό γουέστερν, ε;. Ήταν αγουροξυπνημένοι κι έτσι το δέχτηκαν. Ύστερα, στην πλατφόρμα του σταθμού της Θεσσαλονίκης, ένιωσα πάλι αυτό τον πνιγμό. Βάδισα γρήγορα προς τον τηλεφωνικό θάλαμο παράλληλα με κομμένες φυσιογνωμίες στα τζάμια του τρένου που ξεκίναγε αργά κυλώντας πάνω στις ράγες, κι όλα ήταν σαν φιλμ, σου ερχόντουσαν δάκρυα, κάτι σαν “Θεέ μου, βοήθα το λαϊκό τραγούδι, μονάχο του δεν θα τα καταφέρει” ».

Η Εκδίκηση Της Γυφτιάς κυκλοφόρησε το 1978. Οι πρώτες αντιδράσεις από την κριτική και τα ΜΜΕ ήταν αρνητικές. Ο Παπάζογλου εξηγείται: «Υπήρχε μια δικαιολογημένη καχυποψία. Αναρωτιόντουσαν, ποιοι είναι αυτοί, και τι ήταν αυτό που κάναμε». Ο δίσκος πέρασε πρώτα στα νεότερα, φοιτητικά ακροατήρια και στη συνέχεια ακούστηκε από… όλη την Ελλάδα, ξεπερνώντας τις 200.000 αντίτυπα.

Τα Δήθεν , της επόμενης χρονιάς, των Ξυδάκη – Ρασούλη με ερμηνευτές τούς Παπάζογλου, Κοντογιάννη, Διαμαντή, αποτελούν προέκταση της Εκδίκησης . Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια, Το κοτλέ παντελονάκι που φοράς, Από την γυναίκα ούτε ένα καλό δεν είδα/μα πίστεψέ με είναι η μόνη μου ελπίδα, το τολμηρό Φίλε αδελφή ψυχή καθιερώνουν τους συντελεστές ως μια νέα, φρέσκια, δροσερή, ταλαντούχα και πολλά υποσχόμενη δύναμη για το ελληνικό τραγούδι. Ο γράφων αγαπά ξεχωριστά το Σουξεδιάρικο, με τη δυνατή λαϊκή, «καμηλιέρικη» πλοκή, και τον «επίλογο» του δίσκου Σαν μια ταινία:

 

Σαν μια ταινία

γυρνάει η ζωή μου

και πρωταγωνιστείτε

προτού να το σκεφτείτε,

και ’γώ κομπάρσος

στην καρδιά της.

Μα ποιος θα το δει

το τέλος να μου πει.

Τα εξώφυλλα των δίσκων επιμελήθηκε ο ζωγράφος Αλέξης Κυριτσόπουλος. Η Εκδίκηση Της Γυφτιάς επηρέασε βαθιά το ελληνικό τραγούδι. Μεταξύ άλλων έδωσε το έναυσμα στον Μάνο Λοΐζο να επιστρέψει σε ένα καθαρά λαϊκό, «συναισθηματικοκοινωνικοπολιτικό» και νταλκαδιάρικο τραγούδι, το οποίο ίσως είχε αποφύγει να γράψει όλα αυτά τα χρόνια. Τα Τραγούδια Της Χαρούλας, με στίχους του Μανώλη Ρασούλη (9) και του Πυθαγόρα (3) αποτελούν μια από τις καλύτερες εργασίες της Αλεξίου σε επίπεδο ερμηνείας και ρεπερτορίου. Θα έλεγα ότι κάτι ανάλογο ισχύει και για την στιχοπλοκή του ευρηματικού, επίκαιρου και διορατικού Ρασούλη. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα τραγούδια άντεξαν στον χρόνο και παρέμειναν κλασικά: Όλα σε θυμίζουν, Ο φαντάρος, Γύφτισσα τον εβύζαξε, Τίποτα δεν πάει χαμένο, Τέλι, τέλι, τέλι (στίχοι Πυθαγόρας) κ.ά. Ο Λοΐζος θα κλείσει τη δεκαετία ’70 με τον δίσκο Για Μια Μέρα Ζωής , σε στίχους των Παπαδόπουλου, Ρασούλη, Δώρας Σιτζάνη (σύζυγος του συνθέτη), Φώντα Λάδη, Τάσου Λειβαδίτη και του ίδιου. Το 1982 ο συνθέτης φεύγει απ’ τη ζωή σκορπίζοντας θλίψη σε όλη την Ελλάδα και, φυσικά, στον φίλο και συνεργάτη του Μανώλη Ρασούλη. Με το ξεκίνημα του ’80, στην «πράσινη» πολιτικά περίοδο της χώρας με τις μεγάλες προσδοκίες, υπερβολές και αυταπάτες, ο Μανώλης Ρασούλης με την άναρχη, πρωτοποριακή, ευρηματική και «φευγάτη» γραφή θα συμπορευτεί με τις εμπνευσμένες μελωδίες και την ώριμη πια μελωδική γραφή του Χρήστου Νικολόπουλου.

Ο Ρασούλης με την έντονη προσωπικότητα, την κοινωνική ευαισθησία, την πολυπολιτισμική κουλτούρα και τον λόγο-ποταμό που διαθέτει θα φέρει νέο άνεμο στην ελληνική τραγουδοποιία, θα αποτελέσει σχολή και θα δώσει με τη σειρά του στον Νικολόπουλο την αφορμή για να προεκτείνει τους μουσικούς ορίζοντές του και να κινηθεί χωρίς δογματισμούς και στεγανά σε όλα τα μήκη και πλάτη του λαϊκού τραγουδιού αλλά και του προσωπικού οπλοστασίου του. Μέσα απ’ τα άλμπουμ Οι Κυβερνήσεις Πέφτουνε Μα Η Αγάπη Μένει (1981), Παίξε Χρήστο Επειγόντως (1982), Όλοι Δικοί Μας Είμαστε (1984) αλλά και άλλες αποσπασματικά αποτυπωμένες συμπράξεις του ξεπροβάλλουν τραγούδια με σπάνια ομορφιά, διαύγεια, οξύτητα και διάρκεια: Άιντε μάτια μου γλυκά, Ιστορία ζήλειας κι έρωτα, Με τα φώτα νυσταγμένα (Νταλίκες), Καθόμουνα στου Λέντζου, Ο Μάρκος και ο Ομάρ Καγιάμ, Αν πεθάνει μια αγάπη, Ζήλεια μου, Αναμνήσεις απ’ το μέλλον του έρωτά μας κ.ά. Εδώ ο Νικολόπουλος είναι σαφώς πιο «ψαγμένος» αλλά και πιο «νταλκαδιάρης». Ο Νικολόπουλος μέσα από τους στίχους του Ρασούλη φλερτάρει απενοχοποιημένα με το σουξέ με αξιώσεις και δικούς του κανόνες και δεν διστάζει να βγάλει χωρίς ενδοιασμούς την «Ανατολή» που έτσι κι αλλιώς αποδεδειγμένα έχει μέσα του. Ο Ρασούλης συνεχίζει τη δημιουργική του πορεία συμπλέοντας με τον συνθέτη Πέτρο Βαγιόπουλο.

Ο δίσκος Εσύ Κι Αν Γίνεις Υπουργός Εγώ Θα Σ’ Αγαπάω (1985) είναι το ξεκίνημα μιας μακροχρόνιας συνεργασίας που υλοποιεί το σύνθημα «συγκίνηση μεν – συνείδηση δε». Τραγουδά η αδελφή του στιχουργού, Ανθή Κουφουδάκη. Μέσα από την επόμενη συνεργασία τους, Πότε Βούδας Πότε Κούδας (1986) , θα προκύψει το απόλυτο σουξέ της τελευταίας 20ετίας ενώ ξεχωρίζει και το Νιώσε με. Θα περάσουν εννέα χρόνια για να ξανασυναντηθούν δισκογραφικά ο Βαγιόπουλος με τον Ρασούλη. Στο Βαλκανιζατέρ (1995) τραγουδούν οι Ελένη Βιτάλη, Γλυκερία, Πασχάλης Τερζής, Ανδρέα Καρακότας, Αγάθωνας Ιακωβίδης, Πέτρος Γαϊτάνος, Λάμπρος Καρελάς και Θοδωρής Παπαδόπουλος. Αντίστοιχης λογικής και χαρακτήρα, και πολυσυλλεκτικός από πλευράς ερμηνευτών, είναι και το Σελοτέιπ (1997). Την επόμενη χρονιά Στο Νοηματουργείο – Μάγκας Επιζών (1998) Βαγιόπουλος και Ρασούλης ξαφνιάζουν αφού ο Γιώργος Ξηντάρης και ο Γιώργος Λίζος ερμηνεύουν τους ρόλους του παλιού και του νέου μάγκα. Το δίδυμο επιστρέφει στο κοινωνικο-αναρχο-πολιτικο-αισθηματικό του ύφος με τον δίσκο Τι Γυρεύεις Μες Στην Κίνα, Τσάκι Τσαν; (2000) Ξεχωρίζουν τα Ρώσικά μου μάτια, με τον Ορφέα Περίδη. Συμμετέχουν ακόμη η Νένα Βενετσάνου, ο Ορφέας Περίδης, η Γλυκερία, ο Μανώλης Μητσιάς, ο Αντώνης Καφετζόπουλος, ο Γιώργος Λίζος, ο Δημήτρης Μπάσης η Ναταλί Ρασούλη (κόρη του στιχουργού) και τα Ημισκούμπρια.Οι Λοΐζος, Ξυδάκης, Νικολόπουλος, Βαγιόπουλος είναι οι άξονες πάνω στους οποίους κινήθηκαν και κίνησαν ταυτόχρονα οι τροχοί της στιχοπλοκής του Μανώλη Ρασούλη. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ενδιαμέσως και στη συνέχεια ο στιχουργός δεν είχε άλλες αξιοπρόσεκτες στιγμές με τον Γιώργο Γαβαλά, τον Ανδρέα Μικρούτσικο, τον Χρήστο Παπαδόπουλο κ.ά., ενώ και ο ίδιος συχνά σε ρόλο ερμηνευτή μάς ξάφνιασε ευχάριστα με τον αφοπλιστική ειλικρίνειά του, το συναίσθημα και την αμεσότητά του.

Σε όλη αυτή τη διαδρομή, που συνεχίστηκε δυναμικά μέχρι και το μοιραίο φινάλε του, ο Ρασούλης είχε έντονη παρουσία και παρεμβάσεις σε όλες τις κοινωνικοπολιπολιτισμικές δράσεις του τόπου. Με τα βιβλία και τα περιοδικά που εξέδιδε ή συμμετείχε αρθρογραφώντας σε σταθερή βάση, μαζεύοντας υπογραφές για την επιστροφή χωρίς δεσμευτικούς όρους του Καζαντζίδη στη δισκογραφία, για την κατάντια του τραγουδιού έως και το θέμα των κτιρίων της Columbia στο εργοστάσιο δίσκων στον Περισσό, ενώ βοήθησε πολλούς νεότερους να σταθούν στα πόδια τους, όπως τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα που χάρη στη δική του στάση κατάφεραν να διαβούν τις δισκογραφικές στενωπούς.

Τελευταία του ολοκληρωμένη συνεργασία, αυτή με τον Χρήστο Νικολόπουλο, στον δίσκο Με Τον Ομπάμα Αντάμα (2009), με ερμηνευτές τον ίδιο τον Ρασούλη, τον συνθέτη, τον Μπαμπη Τσέρτο, τον Κώστα Σμοκοβίτη, την Σοφία Παπάζογλου, τον Παντελή Θεοχαρίδη, Γιώργο Αιγιώτη, Απόστολο Στεργίου.

Παρά τις εμπνευσμένες μελωδίες του Νικολόπουλου, και τα θέματα του Ρασούλη, που αποσπασματικά θύμιζαν στιγμές του λαμπρού παρελθόντος, η εν λόγω εργασία πέρασε απαρατήρητη. Ο Μανώλης Ρασούλης μπορεί να έφυγε από τον μάταιο ετούτο κόσμο, μένουν όμως με βαριά χνάρια, η δυναμική προσωπικότητα και το σπουδαίο έργο του. Χειμαρρώδης, ακαταπόνητος, καυστικός αλλά γλυκός και κελαριστός -όπως ο φίλος και συνοδοιπόρος του Άκης Πάνου- ο Μανωλης Ρασούλης, έδωσε και θα δίνει με την τέχνη του στη ζωή των ανθρώπων και στη μοίρα του τόπου τις απρόσμενες ρίμες και τα βαθιά νοήματα των καταστάσεων.

Κεντρική φωτό: Νικολόπουλος, Ρασούλης, Κοντογιάννης, όταν Οι Κυβερνήσεις Πέφτουνε Μα Η Αγάπη Μένει.

Φωτό 2: Παπάζογλου, Ρασούλης, Βαγιόπουλος, Βαρδής εν ώρα δημιουργίας, στο στούντιο Sierra , στην ηχογράφηση του Πότε Βούδας, Πότε Κούδας.

Φωτό 3: Οι συντελεστές του Όλοι Δικοί Μας Είμαστε

Φωτό 4: Βαλκανιζατέρ. Στούντιο Sierra , 1995. Ο Ρασούλης πλαισιωμένος από τους: Γλυκερία, Καρακότα, Βαγιόπουλο, Θ. Παπαδόπουλο και Αγάθωνα. 

Πηγή: www.ogdoo.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Και Ποτάμι μας έφτιαξαν…Του Νίκου Σαραντάκου

Εκδήλωση: Οι λαοί της Ευρώπης στον αγώνα για την υπεράσπιση του νερού