in

“To ημέρωμα της στρίγγλας”-Συνταγές επιτυχίας από την Βρετανία. Της Αλίκης Κοσυφολόγου

“To ημέρωμα της στρίγγλας”-Συνταγές επιτυχίας από την Βρετανία. Της Αλίκης Κοσυφολόγου

Υπάρχει ένα πλήθος φεμινιστικών αναγνώσεων της εργογραφίας του Σαίξπηρ, αντιφατικών μεταξύ τους, αρκετές εκ των οποίων πασχίζουν να αναμετρηθούν με το βαθμό της ειρωνείας του κυριάρχου έμφυλου καταμερισμού και των έμφυλων ρόλων που λανθάνει στα σαιξπηρικά έργα. Αναμφίβολα, “Το ημέρωμα της στρίγγλας/The taming of the Shrew” έχει αποτελέσει και αποτελεί πεδίο τέτοιων “ασκήσεων”, δεδομένου ότι “προκαλεί” είτε με την αναπαράσταση της απόλυτης άρνησης της επιτέλεσης μιας εναλλακτικής εκδοχής θηλυκότητας (Κατερίνα), είτε με αυτή της διακωμώδησης – ειρωνείας της κυρίαρχης πρακτικής της άρνησης/περιθωριοποίησης της (Πετρούκιος).

Οι περισσότερες από τις σύγχρονες μεταφορές του έργου βρίσκονται στην θέση να αναμετρηθούν με αυτή το “δισεπίλυτο” αίνιγμα των σαιξπηρικών μεταφορών και συμβόλων καθώς το κεντρικό πρόβλημα παραμένει: Είναι η στάση ζωής που επιλέγει η Κατερίνα η ατομική στρατηγική επιβίωσης της σε μια σκληρή πατριαρχική κοινωνία ή μήπως ο Πετρούκιος είναι ο συμβολικός θεματοφύλακας ενός κόσμου που εξαφανίζεται;

Σε μια πρόσφατη τηλεοπτική μεταφορά του έργου (2005, Shakespeare Re-told :http://www.bbc.co.uk/drama/shakespeare/tamingoftheshrew/ ,http://www.imdb.com/title/tt0453555/ )στο BBC, η Κατερίνα/Κειτ εμφανίζεται ως μια ανερχόμενη πολιτικός του συντηρητικού κόμματος, η οποία αν και μόλις 38 χρονών, διεκδικεί την προεδρία του κόμματος στο επερχόμενο συνέδριο. Μοναδικό πρόβλημα ο στριφνός οξύθυμος χαρακτήρας της, που δυσκολεύει την συναναστροφή της με τους οικείους της αλλά και με τους συναδελφούς της στο κόμμα, θέτοντας εμπόδια στην πολιτική της σταδιοδρομία. Και στην περίπτωση της “σύγχρονης Κατερίνας” /Kειτ εν προκειμένω, η οποία όχι μόνο είναι “ελεύθερη”/single, αλλά δεν έχει ποτέ καταφέρει να δημιουργήσει μία συναισθηματική σχέση – αναφέρεται κάποια στιγμή πως είναι 38 ετών και παρθένα- η λείανση των όψεων του χαρακτήρα της που θεωρούνται αντικοινωνικοί/μη αποδεκτοί θα επιχειρηθεί μέσω ενός συνοικεσίου που θα εξελιχθεί σε έρωτα και γάμο με τον ιδιόρρυθμο Πετρούκιο. Σε αυτή την εκδοχή της ιστορίας το χαπι εντ βρίσκει την Κειτ, σφόδα ερωτευμένη με τον σύζυγο και πατέρα των τριδύμων της Πετρούκιο, αλλά και στη θέση του προέδρου του κόμματος. Με άλλα λόγια, οι ατίθασες όψεις της προσωπικότητας έχουν χειραγωγηθεί, ενώ μέσω του γάμου και της παιδοποιείας έχει συντελεστεί και μία συμφιλίωση μεταξύ της “φυσικής”/κοινωνικής της προδιαγραφής της ως γυναίκας αλλά και της εκσυγχρονιστικής ανάγκης της παρουσίας μιας γυναίκας σε μια θέση λήψης αποφάσεων.

H μορφή της πολιτικού Κειτ πόσα κοινά μπορεί να έχει με την βασίλισσα Ελισάβετ, την εμβληματική Μάργκαρετ Θάτσερ ή Μάγκι, ή ακόμη και με τη νέα πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας Τερέζα Μέι; Μια εύκολη πρώτη απάντηση ότι όλες είναι γυναίκες, οι οποίες βρίσκονται στο κέντρο λήψης αποφάσεων ασκώντας κατά βάση συντηρητική πολιτική. Επιπλέον, τουλάχιστον οι δύο πρώτες, παρήγαγαν κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους πλούσιους λόγους σχετικά με τις αρετές της “γυναικείας φύσης” στην διαδικασία άσκηση της πολιτικής: από τη μία οι αποφασιστικές “φροντίδες” της βασίλισσας “μεγάλης μητέρας του έθνους”, από την άλλη η πειθαρχία και η φυσικοποιημένη γυναικεία ορθολογικότητα της Θάτσερ που θα έβαζε τάξη στο “σπάταλο κράτος” όπως θα έπραττε αντίστοιχα και με ένα νοικοκυριό.

Όπως λέει η Τζούντι Ντεντς υποδυόμενη την Ελισάβετ του 15ο αιώνα στην ταινία Ερωτευμένος Σαίξπηρ (1998): “Ξέρω πόση δυσκολία έχει να είσαι γυναίκα σε ένα ανδρικό επάγγελμα”.-

Aν και ελλοχεύει ο κίνδυνος της υπεραπλούστευσης και της παραγνώρισης σημαντικών όψεων της πολιτικής και κοινωνικής συγκυρίας στην Αγγλία και στην υπόλοιπη Ευρώπη, θα μπορούσε να υποτεθεί έστω, ότι η εμφάνιση της Τερέζα Μέι στην θέση της Πρωθυπουργού που θα υλοποιήσει το Brexit –παίρνοντας ταυτόχρονα πρωτοβουλίες για την διατήρηση των εσωκομματικών ισορροπιών στους Συντηρητικούς, όπως για παράδειγμα έπραξε με την τοποθέτηση του ακροδεξίου Μπόρις Τζόνσον στην θέση του υπουργού εξωτερικών- αποτελεί μεταξύ άλλων προιόν της πολιτικής κουλτούρας του συντηρητικού κόμματος στην Βρετανία. Δηλαδή, της πολιτικής κουλτούρας που αναγνωρίζει – αποδέχεται την κατ εξαίρεση γυναικεία παρουσία – εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα της ανδρικής/αρρενωπής κυριαρχίας- στον θεωρούμενο “ανδρικό ρόλο”/ “ανδρικό επάγγελμα” του πρωθυπουργού. Εξάλλου, όπως η ιστορία έχει δείξει δε θα είναι η πρώτη φορά που το συντηρητικό κόμμα θα ακολουθήσει αυτή την συνταγή.

Η συνταξιούχος τραπεζικός Τερέζα Μει είχε μια μακριά αλλά σταθερή πορεία ανέλιξης στο συντηρητικό κόμμα καταφέρνοντας να εκλεγεί πρώτη φορά στην Βουλή των Κοινοτήτων το 1997 για το Μέιντενχεντ. Από τότε μέχρι το 2010 είχε αναλάβει πόστα αυξανόμενης σημασίας κι επίσης είχε διατελέσει αρκετές φορές Σκιώδης Υπουργός. Από το 2010 ως σήμερα που είναι πλέον πρωθυπουργός έχει αλλάξει δύο χαρτοφυλάκια: Υπουργός Γυναικών και Ισότητας του Ηνωμένου Βασιλείου και στη συνέχεια Υπουργός Εσωτερικών. Μεταξύ άλλων, η εξέλιξη της εκ μέρους της ανάληψης της αρχηγίας του συντηρητικού κόμματος απηχεί μία προσπάθεια εξομάλυνσης του πλήθους εσωκομματικών αντιπαραθέσεων που κλιμακώθηκαν με φόντο την “επιτυχία” του Brexit. Γνωρίζοντας το μάλλον αυτό η ίδια δεν έχασε την ευκαιρία να επισημάνει με δηλώσεις της την ανάγκη για “ισχυρή” και “αποφασιστική” αρχηγία με βλέμμα στην υλοποίηση του “Brexit που σημαίνει Brexit”(http://www.tmay.co.uk/).

Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι το συντηρητικό κόμμα σύμφωνα με τα επικαιροποιημένα από το 2015 παραμένει ένα μάλλον ανδροκρατούμενο κόμμα, το οποίο έχει μια επίσης συγκριτικά ανδροκρατούμενη κοινοβουλευτική ομάδα – η πιο ανδροκρατούμενη κοινοβουλευτική ομάδα είναι αυτή των Φιλελεύθερων, αφού μεταξύ των 8 μελών της δεν υπάρχει ούτε μία γυναίκα- σε ένα κοινοβούλιο 650 μελών, εκ των οποίων μόνο τα 191 είναι γυναίκες.

Εξάλλου, ο ίδιος ο Κάμερον είχε παραδεχτεί το 2010 “το γυναικείο πρόβλημα” στο κόμμα του και μάλιστα είχε δεσμευτεί να αναλάβει μέριμνες για την ενδυνάμωση των γυναικών πολιτικών και την ενίσχυση της παρουσίας τους στο κοινοβούλιο και σε θέσης λήψης αποφάσεων. Είναι μάλλον θεμιτό να ειπωθεί πλέον ότι το παραπάνω σχέδιο δεν ευοδώθηκε ποτέ καθώς με την εξαίρεση της Μει, ελάχιστες βουλεύτριες των συντηρητικών προήχθησαν σε κομβικής σημασίας χαρτοφυλάκια. Κι ακόμη κι αν αναλάμβαναν κάποια, αυτά σχετίζονταν με τους τομείς της κοινωνικής πολιτικής, της οικογένειας ή ακόμη και της εκπαίδευσης που θεωρούνται περισσότερο “γυναικείου ενδιαφέροντος” και όχι για παράδειγμα με την οικονομία.

Από την σκοπιά αυτή, η παρουσία της Μέι δεν θραύει τις κυρίαρχες αντιλήψεις αναφορικά με την θέση των γυναικών στο στίβο της πολιτικής, – όπως ούτε με την Θάτσερ, ούτε με την Μέρκελ έγινε κάτι τέτοιο-. Αντιλήψεων που εξακολουθούν να αντλούν τις καταβολές τους από τον νεωτερικό διαχωρισμό της δημόσιας από την ιδιωτική σφαίρα και τον έμφυλο καταμερισμό ρόλων που αυτός ο συμβολικός διαχωρισμός παγιώνει, αλλά και από ουσιακρατικές ιδεοληψίες περί “γυναικείας φύσης”.

Βεβαίως,αν και αυτού του τύπου οι γενικεύσεις δεν είναι απολύτως θεμιτές, θα μπορούσε ακόμη να ειπωθεί πως τόσο η εμβληματική προκάτοχος της Μει, η Μάργκαρετ Θάτσερ, όσο και η εξίσου επιδραστική για την διαμόρφωση της πολιτικής στην Ευρώπη Άνγκελα Μέρκελ, έχουν το δίχως άλλο συμβάλλει στην εμβάθυνση των έμφυλων ανισοτήτων μέσω της προσήλωσης τους στην υλοποίηση της πρώτης και της “τρίτης” φάσης της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης. Κι αν πάει “πιο μακριά η βαλίτσα”, είναι αλήθεια πως η Χίλαρι Ρόουνταμ Κλίντον μετατοπίστηκε σε μια πιο προοδευτική κατεύθυνση αναμορφώνοντας την ατζέντα της αναφορικά με θέματα εργασίας και κοινωνικής ασφάλισης – θέματα που συνδέονται άρρηκτα με την όξυνση ή άμβλυνση των ανισοτήτων, έμφυλων και άλλων- μέσα από την πίεση της καμπάνιας του Σάντερς.

Τα παραπάνω βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν γράφονται για να υπηρετήσουν την αναπαραγωγή της έτερης ιδεοληψίας σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες που ασχολούνται με την πολιτική είναι συντηρητικότερες από τους άνδρες, η οποία εδράζεται στη στερεότυπη επίσης πατριαρχική αντίληψη ότι οι γυναίκες είναι πιο συντηρητικές από τους άνδρες και ότι εκδηλώνουν μικρότερο ενδιαφέρον για την ενασχόληση με αυτήν. Αναμφίβολα οι αντιλήψεις αυτές εξακολουθούν να λειτουργούν ως συμβολικές νομιμοποιήσεις της αναπαραγωγής νέων μορφών αποκλεισμού των γυναικών από την πολιτική καθώς και αμφισβήτησης της πολιτικότητας τους.

Aκόμη όμως κι αν η παρουσία γυναικών – τα αυξανόμενα ποσοστά της ψήφους προς τις γυναίκες είναι επίσης ενθαρρυντικά – στις πιο κομβικές θέσεις για την άσκηση πολιτικής και την λήψη αποφάσεων ασκεί επί της αρχής μια θετική συμβολική κοινωνική επιρροή, είναι βέβαιο πως δεν αντιστοιχίζεται ευθέως με μια “αναταραχή φύλου” στην πολιτική σκηνή, ούτε αντανακλάται σε επίλυση του προβλήματος της υποαντιπροσώπευσης γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Τούτων δοθέντων, ανακύπτει κι ένα ακόμη ερώτημα που σχετίζεται με τα δυνητικά διευρυνόμενα ή μη όρια της αποδοχής των γυναικών στην “εξουσία”, όταν αυτές υλοποιούν μια πολιτική που δοκιμάζει/προκαλεί ή δεν δοκιμάζει/προκαλεί το κυρίαρχο σύστημα αξιών.

πηγή: k-lab

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Οι νέες ταινίες (κριτική και παρουσίαση). Του Στράτου Κερσανίδη

Ένα προσχεδιασμένο έγκλημα!