in

Η Wiener Philharmoniker και ο θεσμός του «New Year’s Concert»

Η Wiener Philharmoniker και ο θεσμός του «New Year’s Concert»

Του Πέτρου Πετράκη

Αν αποδώσουμε βαρύνουσα σημασία στην ερώτηση «πού, πώς σας βρήκε ο χρόνος;» τότε σίγουρα η φράση «ακούγοντας κλασική μουσική» θα ήταν μια καλή, όσο και ιδιαίτερη απάντηση.
Κάπως έτσι θα σκέφτηκε ο μαέστρος της ορχήστρας Clemens Krauss, ο οποίος θέλησε να υποδεχτεί τον νέο χρόνο με τις μουσικές των Strauss, θέτοντας έτσι τις βάσεις για το Πρωτοχρονιάτικο κονσέρτο της Φιλαρμονικής ορχήστρας της Βιέννης.
Το θέμα των συναυλιών αφορά τις συνθέσεις της οικογένειας των Strauss, που έχει τόσο στενούς δεσμούς με την Φιλαρμονική της Βιέννης, όσο και το βαλς με την ίδια την Βιέννη. Η ορχήστρα παίζει τα βαλς και τις πόλκες της μουσικής οικογένειας ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Μάλιστα, ο υιός Johann Strauss είχε διευθύνει την ορχήστρα λίγο πριν τον θάνατο του, παρουσιάζοντας δικές του συνθέσεις.
Ο Clemens Krauss ολοκληρώνει το εγχείρημα του και διευθύνει το πρώτο κονσέρτο το πρωινό της 31ης Δεκέμβρη του 1939, στις «11.30 ακριβώς», στην χρυσοποίκιλτη αίθουσα των Φίλων της Μουσικής (Musikverein). Ο Krauss απέφευγε να δώσει συναυλία την Πρωτοχρονιά, πόσο μάλλον το πρωινό της, φοβούμενος ότι «η προσέλευση του κοινού θα ήταν μικρή, λόγω του εορταστικού κλίματος και διάθεσης που διακατέχει τον κόσμο την παραμονή του νέου έτους».

Η συναυλία πραγματοποιείται μια περίοδο όπου ανθεί ο Εθνικοσοσιαλισμός στην Αυστρία και την Γερμανία και η κίνηση αυτή αφήνει ερωτήματα σχετικά με τις προθέσεις του μαέστρου και της ορχήστρας και το κατά πόσο εξυπηρέτησαν την προπαγάνδα του ναζιστικού καθεστώτος. Ιδιαίτερο προβληματισμό επίσης, προκαλεί το γεγονός ότι τα έσοδα της πρώτης αυτής συναυλίας, δίδονται στο ίδρυμα που συγκεντρώνει χρήματα για το γερμανικό μέτωπο. Το πρόσφατο άνοιγμα των αρχείων της Ορχήστρας, που αφορά την περίοδο 1938-1945, μαρτυρά πως μουσικοί της εποχής ήταν μέλη του ναζιστικού κόμματος. Ακόμη, μουσικοί με εβραϊκή καταγωγή, είχαν εκδιωχθεί από τις τάξεις της. Η στάση του Krauss απέναντι στους Εθνικοσοσιαλιστές παραμένει αδιευκρίνιστη, ήταν όμως γνωστό πως είχε σχέσεις με αρκετά μέλη τους.

Όπως και να έχει, ο θεσμός του Πρωτοχρονιάτικου κονσέρτου ξεκίνησε την… παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1939. Η απήχηση του γεγονότος από το Αυστριακό κοινό ήταν παροιμιώδης, απαντώντας τις όποιες αμφιβολίες διακατείχαν τον Krauss, o οποίος παίρνει τελικά το ρίσκο και το 1941 διευθύνει το πρώτο Πρωτοχρονιάτικο κονσέρτο, με τον τίτλο «Johann Strauss Concert».

Ο Krauss διηύθυνε ανενόχλητος μέχρι και το 1945. H λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όμως και η ήττα του Άξονα δεν θα μπορούσαν να μην επηρεάσουν και την πορεία της Ορχήστρας, με μεγαλύτερο «θύμα» τον ίδιο τον μαέστρο. Οι Σύμμαχοι, παρακολουθώντας τις ενέργειες του στον πόλεμο, του απαγόρευσαν να εμφανίζεται δημοσίως μέχρι το 1947. Τις χρονιές 1946 και 1947, την θέση του πήρε ο Josef Krips, ο οποίος το 1946 έδωσε στο κονσέρτο την επίσημη του ονομασία: «New Year’s Concert», ονομασία που κρατείται μέχρι και σήμερα. Την εποχή εκείνη, η συναυλία ξεκινά να μεταδίδεται ραδιοφωνικά και να αποκτά όλο και μεγαλύτερο κοινό.
Το 1948 ο Krauss, απαλλαγμένος από τους περιορισμούς που του είχαν τεθεί, επιστρέφει στο πόντιουμ, διευθύνοντας όλα τα κονσέρτα μέχρι και το 1954, οπότε και τον βρίσκει ο θάνατος λίγους μήνες μετά. Ο απροσδόκητος χαμός του (ήταν 60 χρονών), θέτει την ορχήστρα μπροστά στο πρόβλημα της ανεύρεσης ενός επιτυχημένου διαδόχου. Κατόπιν ψηφοφορίας, καταλήγουν στον Αυστριακό Willy Boskovsky. Από το 1955 έως και το 1979, ο Boskovsky διευθύνει 25 φορές την Πρωτοχρονιάτικη συναυλία – αριθμός ρεκόρ, που παραμένει αξεπέραστος μέχρι σήμερα.

Η έλευση του Boskovsky, συνδέθηκε με την έναρξη των ζωντανών τηλεοπτικών μεταδόσεων, με την πρώτη να λαμβάνει χώρα το 1959. Το γεγονός, εκτοξεύει σε παγκόσμια εμβέλεια την φήμη του κονσέρτου. Οι πρώτες τηλεοπτικές μεταδόσεις γίνονται σε ασπρόμαυρο τόνο. Όταν όμως κάνει την εμφάνιση της το έγχρωμο, προκύπτει και η ανάγκη διακόσμησης του εσωτερικού χώρου της Musikverein. Οι οργανωτές προχώρησαν την σύναψη συμφωνίας με την Ιταλική πόλη Σαν Ρέμο, η οποία έκτοτε θα φρόντιζε, κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, να στέλνει με ειδικά φορτηγά – ψυγεία 30,000 λουλούδια, ώστε να στολιστεί η αίθουσα.

Στα τέλη του 1979, ο Boskovsky σκεφτόταν να ακυρώσει το Πρωτοχρονιάτικο κονσέρτο του 1980, λόγω των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε. Τα μέλη της ορχήστρας, μπροστά στο κενό που δημιουργούνταν και, σεβόμενοι μια προϊστορία δεκαετιών που δεν ήθελαν να διακοπεί, δεν θα μπορούσαν να δεχτούν μια ακύρωση. Προχώρησαν στην επιλογή νέου μαέστρου και κάλεσαν στο πόντιουμ τον Αμερικανό μαέστρο Lorin Maazel, ο οποίος διευθύνει για επτά συναπτά έτη, μέχρι και το 1986. Εκείνη την χρονιά, τα μέλη της ορχήστρας αποφασίζουν να αλλάζουν τον μαέστρο τους κάθε χρόνο. Στο εξής, θα περάσουν από το τιμόνι της ορχήστρας μεγάλοι μαέστροι.
Η αρχή γίνεται το 1987, οπότε και καλούν τον (ελληνικής καταγωγής) Hebert von Karajan (του οποίου ο θάνατος 2 χρόνια μετά, του αποτρέπει μια πιθανή επάνοδο). Μετά τον Karajan η ορχήστρα συνεχίζει με τον Ιταλό Claudio Abbado (1988, 1991), τον Γερμανό Carlos Kleiber (1989, 1992), τον Ινδό Zubin Mehta (1990, 1995, 1998, 2007), τον διάσημο Ιταλό Riccardo Muti (1993, 1997, 2000, 2004), τον Αυστριακό Nicolaus Harnoncourt (2001, 2003), τον Ιάπωνα Seiji Ozawa (2002), τον Λετονό Mariss Jansons (2006, 2012), τον αγέραστο Γάλλο Georges Pretre (2008, 2010), τον Ισραηλινό-Αργεντινό Daniel Barenboim (2009 και μαέστρος για το κονσέρτο της 1/1/2014) και τον νεότερο Αυστριακό Franz Welser-Most (2011, 2013).

Η συναυλία ηχογραφείται ζωντανά από το 1979 και εξής και κυκλοφορεί στον φορέα ήχου της εκάστοτε εποχής από μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες: Deutsche Grammophon, Teldec, Decca, Sony, Philips, Emi κ.α. Το ηχητικό υλικό διατίθεται προς πώληση μόλις μια εβδομάδα μετά την συναυλία και σημειώνει υψηλότατο αριθμό πωλήσεων. Η δε τηλεθέαση την Πρωτοχρονιά, αγγίζει νούμερα που συγκρίνονται μόνο με αυτά του τελικού του Παγκοσμίου Κυπέλλου (Μουντιάλ). Σήμερα, το τηλεοπτικό σήμα ταξιδεύει σε περισσότερες από 80 χώρες παγκοσμίως, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα (απευθείας μετάδοση, προβολή Δημόσια Τηλεόραση, 12.15 π.μ.)
Η εκδήλωση ενδιαφέροντος για κράτηση εισιτηρίων από το κοινό, ξεκινά την αμέσως επόμενη μέρα της συναυλίας, ημέρα που ανακοινώνεται και το όνομα του επόμενου μαέστρου. Η εκδήλωση ενδιαφέροντος ολοκληρώνεται στις 23 του ίδιου μήνα. Τα εισιτήρια ξεκινούν από τα 30€ και φτάνουν τα 940€. Στον επίσημο ιστότοπο της ορχήστρας (http://www.wienerphilharmoniker.at) κατατίθενται κάθε χρόνο περισσότερες από 100.000 ηλεκτρονικές αιτήσεις, οι οποίες απαντώνται σχεδόν 2 μήνες μετά από τους διοργανωτές και είναι στην πλειοψηφία τους απορριπτικές, μιας που μόνο 2000 άτομα κατορθώνουν να μπουν σε αυτή την αίθουσα – χρυσάφι.

Πρόκειται για την «Großer Saal», την μεγάλη αίθουσα, η ακουστική της οποίας θεωρείται υπεράνω όλων των αιθουσών ανά την υφήλιο. Χτίστηκε το 1863 σε ρυθμό που αντιγράφει το ύφος των αρχαίων Ελληνικών ναών. Σε μια επιφάνεια 1,000 τ.μ., φιλοξενούνται περίπου 1700 καθίσματα. Για την Πρωτοχρονιά, αξιοποιείται κάθε σπιθαμή του χώρου, με την τοποθέτηση καθισμάτων ακόμη και ανάμεσα στους μουσικούς. Επιπλέον, διατίθενται και θέσεις για 300 όρθιους θεατές.
Μέγας χορηγός του εγχειρήματος, ο Ελληνοαυστριακός έμπορος και ευεργέτης Νικόλαος Δούμπας, βλάχικης καταγωγής, που γεννήθηκε στην Βιέννη και μεγαλούργησε στην Αυστριακή πρωτεύουσα. Προς τιμήν της μεγαλειώδους προσφοράς του Δούμπα στην κατασκευή της χρυσής αίθουσας, η οδός που περνά μπροστά από την Musikverein ονομάζεται «Οδός Δούμπα» («Dumba Straße»).
Ο Δούμπας υπήρξε προσωπικός φίλος του υιού Johann Strauss, και μάλιστα αναφέρεται πως στην κατοικία του πρώτου ο διάσημος συνθέτης έγραψε ένα από τα σπουδαιότερα έργα παγκοσμίως, τον βασιλιά των βαλς, «τον γαλάζιο Δούναβη».

Τα τελευταία χρόνια, η παράδοση «σπάει» και οι μαέστροι επεκτείνουν το ρεπερτόριο της ορχήστρας και πέραν των συνθέσεων των Strauss, ορμώμενοι από διάφορες επετείους που αφορούν και άλλους μεγάλους συνθέτες, όπως Mozart, Liszt, Verdi, Wagner κτλ., προσδίδοντας μια ποικιλία στα ακούσματα.
Αυτό που δεν αλλάζει ποτέ, είναι τα 2 τελευταία ανκόρ, που ενώ τυπικά είναι εκτός προγράμματος, είναι αδύνατο να μην παιχτούν. Μετά από παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού, ακούγεται πρώτα «Ο όμορφος, γαλάζιος Δούναβης», σύνθεση του υιού Johann Stauss. Ένα βαλς που δεν χρειάζεται καμία περαιτέρω σύσταση και χωρίς αυτό κάθε κονσέρτο θεωρείται ημιτελές. Το πρόγραμμα ολοκληρώνεται με το «Radetzky Marsch», σύνθεση του πατρός Johann Strauss. Η μοναδική φορά που αθετήθηκε το… πρωτόκολλο, ήταν την Πρωτοχρονιά του 2005, όταν, σε ένδειξη σεβασμού στα θύματα του τσουνάμι, το εμβατήριο Radetzky αφαιρέθηκε από το πρόγραμμα. Μάλιστα, στο όνομα του τότε μαέστρου Lorin Maazel, η ορχήστρα δώρισε 115.000 ευρώ για τα θύματα της καταστροφής.
Πώς τοποθετείται αυτή η μουσική στον 21ο αιώνα; Μπορεί να θεωρηθεί ξεπερασμένη ή παραμένει επίκαιρη; Το γεγονός ότι άνθρωποι διαφορετικοί μεταξύ τους, διαφορετικών φυλών, διαφορετικής θρησκείας ή κουλτούρας, μοιράζονται τα ίδια συναισθήματα χαράς και ελπίδας στο άκουσμα της μουσικής των Strauss, είναι μια μικρή επιβεβαίωση για την παγκοσμιότητα αυτής της μουσικής. Για αυτό και εξακολουθεί να βαδίζει με αποφασιστικότητα προς το αύριο.
Καλές γιορτές σε όλους!

Φωτογραφίες:
01) Herbert von Karajan (1987)
02) εσωτερικό της αίθουσας Musikverein
03) λεπτομέρεια εσωτερικού της αίθουσας Musikverein
04) ορχήστρα
05) διάφορες εκδόσεις

Στο video που ακολουθεί: Wiener Philharmoniker: New Year’s Concert – Επιλεγμένα αποσπάσματα από συναυλίες (Επεξεργασία Π. Πετράκης)

Πηγή: ogdoo.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Θα παραιτηθείτε κύριε Καψή;

1η Πανελλαδική Ιδρυτική Συνδιάσκεψη των Νέων ΣΥΡΙΖΑ