in

Η στρατηγική συζήτηση σήμερα (1ο μέρος). Του Χρήστου Λάσκου

Η στρατηγική συζήτηση σήμερα (1ο μέρος). Του Χρήστου Λάσκου

Η πολιτική ήττα μπορεί να διαρκέσει για πάντα, πράγμα που σημαίνει πως οι κατακτήσεις του εργατικού κινήματος –δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα- μπορούν να καταστρέφονται επ’ άπειρον

ΡΑΖΜΙΓΚ ΚΕΣΕΓΙΑΝ

Ο Κεσεγιάν ισχυρίζεται, στο παράθεμα που προηγείται, πως η πολιτική ήττα παρουσιάζει μια ιδιοτυπία σε σχέση με άλλα είδη ήττας, όπως η στρατιωτική ή η αθλητική: είναι δυνατό να κρατήσει για πάντα. Μπορεί, με άλλα λόγια, να αποδειχτεί οριστική. Ο Τέρι Ήγκλετον, μάλιστα, στα χρόνια μετά το 1989, υποστήριξε πως, πράγματι, το ιστορικό χειραφετητικό ρεύμα, το διεθνές κίνημα της ανθρώπινης απελευθέρωσης είχε δώσει την τελική μάχη και την έχασε συντριπτικά, ήδη από τη δεκαετία που ακολούθησε τη Ρωσική Επανάσταση. Παίξαμε και χάσαμε τότε, ακριβώς –έκτοτε, αριστεροί και αναρχικοί δεν κάνουμε παρά διαχείριση της κοσμοϊστορικής αυτής ήττας.

Ο Ήγκλετον, βέβαια, θα άλλαζε διάθεση αργότερα, στην περίοδο ανάπτυξης του αντιπαγκοσμιοποιητικού και αντιπολεμικού κινήματος μετά το Σηάτλ, αλλά αυτό περισσότερο, στην περίπτωσή του, αφορούσε την ψυχολογία παρά την πολιτική.

Είναι προφανές, νομίζω, για όποιον παρακολουθεί από σχετικά κοντά την πορεία του διεθνούς κινήματος και των ιδεών του, πως αν κάτι επικρατεί στους κόλπους του είναι ένας εκτεταμένος πεσιμισμός. Αυτός, άλλες φορές οδηγεί στην προσχώρηση στις θέσεις του αντιπάλου κι άλλες στη συνέχιση της ριζικής κριτικής του υπάρχοντος –χωρίς, όμως, και τότε να φαίνεται κάποιο πραγματικό ξέφωτο.

Η «πρώτη αιτία» αυτής της εξέλιξης, που ακόμη κι αν δεν υποσημειώνει μια οριστική ήττα σίγουρα πάντως καθορίζει δραστικά τις μελλοντικές δυνατότητες των ανθρώπινων κοινωνιών, είναι πράγματι γνωστή. Συνδέεται με την υποστροφή της μεγαλύτερης ελπίδας για απελευθέρωση στην ιστορία, της Ρωσικής Επανάστασης, στο αντίθετό της και με τις καταστροφές που ακολούθησαν, στη διάρκεια του 20ού αιώνα.

Έχει σημασία να θυμόμαστε πως δεν είναι πρόσφατο γεγονός η επικράτηση μιας πεσιμιστικής κατά βάση στάσης απέναντι στο μέλλον, σε προφανή αντίθεση με τη φωτεινή διάθεση –του νικηφόρου διαφωτισμού;- που χαρακτήριζε τον 19ο και τις αρχές του επόμενου αιώνα και άφηνε έντονο το αποτύπωμα της ιστορικής αισιοδοξίας στο εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα της εποχής. Η ιστορία ήταν μαζί μας τότε, μα φαίνεται πως, εδώ και καιρό, μας έχει εγκαταλείψει στην τύχη μας.

Για τον Αντόρνο, η ζωή δεν υπάρχει πια. Για τον Ντεμπόρ, ο κόσμος είναι ανεπανόρθωτα φθαρμένος. Για τον Μποντριγιάρ, τα ομοιώματα έχουν αντικαταστήσει τα πραγματικά συμβάντα –και τα ομοιώματα είναι οριστικά, ανίκητα. Δεν υπάρχει πραγματικότητα, για να την αλλάξουμε.

Η πιο πρόσφατη συζήτηση

Μεσολάβησαν δεκαετίες επικράτησης της ιστορικής απαισιοδοξίας από την τελευταία φορά που η δυνατότητα του σοσιαλισμού φαινόταν δυνατή σε μεγάλους αριθμούς ανθρώπων.

Υπήρξε, ωστόσο, στον ενδιάμεσο χρόνο, ένα εγχείρημα μεταβολής της πορείας των πραγμάτων. Αυτό που ονομάστηκε «Σοσιαλισμός του 21ου αιώνα», με επίκεντρο τη Λατινική Αμερική και πρωτοπόρες τη Βενεζουέλα και τη Βολιβία, αλλά και τα μεγάλα πολιτικοκοινωνικά κινήματα στη Βραζιλία και τον Ισημερινό, με καθοριστική επίδραση σε ολόκληρη την υπο-ήπειρο, έδωσαν ελπίδα σε εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο πως η ΤΙΝΑ δεν είναι αναπόφευκτη.

Και έγιναν πράγματα σημαντικά για τους λαούς της περιοχής. Όπως, επίσης, η αναφορά σε αυτά τα παραδείγματα υπήρξε καίρια για το διεθνές κίνημα της πρώτης δεκαετίας του αιώνα που διανύουμε. Με το ξέσπασμα, ωστόσο, της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης το 2008, οι χώρες αυτές βρέθηκαν γρήγορα στη δίνη με ελάχιστες δυνατότητες αντίδρασης. Η κρίση επέδρασε πάνω τους από πολλές απόψεις δραστικότερα από ό,τι στις μητροπολιτικές περιοχές του καπιταλισμού κι έδειξε, με τον πιο πρακτικό τρόπο, πως ο δρόμος που ακολούθησαν στην αντιπαράθεσή τους με τον ιμπεριαλισμό ελάχιστα τις προστάτευσε. Ο «σοσιαλισμός» τους αποδείχτηκε εξαιρετικά ευάλωτος, μ’ όλο που είχε, μέσα σε έναν παροδικό ενθουσιασμό θεωρηθεί πως θα μπορούσε να αποτελέσει ένα νέο τόπο αναφοράς.

Μ’ όλο, λοιπόν, που η στρατηγική συζήτηση δεν μπορεί να αγνοήσει και αυτήν την πιο πρόσφατη αποτυχία του κινήματος, είναι, βλέποντάς το από το τέλος, αμφίβολο αν τα κυβερνητικά παραδείγματα, ως τέτοια, έχουν κάτι να προσφέρουν επί του προκειμένου. Δεν θα πρέπει, όμως, να οδηγηθούμε σε ευκολίες. Για όσους παρακολουθούσαν την πολιτική και θεωρητική συζήτηση στη Βραζιλία, στην Αργεντινή ή στη Βολιβία και στη Βενεζουέλα, είναι απολύτως σαφές πως ο προβληματισμός και η διανοητική παραγωγή –μαζί και κάποιες μεγάλης σημασίας μετασχηματιστικές πρακτικές- εκεί δίκαια έδιναν μεγάλες ελπίδες. Σχηματοποιώντας –και μόνο ως νύξη για πολύ μεγαλύτερη συλλογική έρευνα- φαίνεται πως καθοριστική για την πορεία των πραγμάτων υπήρξε ακριβώς η επιλογή (ή η αδυναμία) να μην «επιχειρηθεί ο σοσιαλισμός», αλλά να επιδιωχθεί, κατά το σύνηθες στην ιστορία, η «βελτίωση των πραγμάτων», μέσα από ένα στάδιο αναδιανομής και εκδημοκρατισμού του υπάρχοντος. Όπως με μεγάλη σαφήνεια το έθεσε ένας από τους κορυφαίους λατινοαμερικανούς θεωρητικούς –και αντιπρόεδρος της Βολιβίας- ο Αλβάρο Λινέρα: «Το ζήτημα της μετάβασης στο σοσιαλισμό δεν είναι της ώρας […] Χρειάζεται πρώτα μια μακρά περίοδος, κατά την οποία να ενθαρρυνθεί η ανάδυση ενός «ενάρετου» εθνικού καπιταλισμού». Στη διάρκεια της οποίας οι «κυβερνήσεις των φτωχών» ανέλαβαν να διαχειριστούν το κράτος με τον ορθό τρόπο!

Η πιο πρόσφατη ήττα

Στην πράξη, αυτό που αποφεύχθηκε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν η αναμέτρηση με τα μείζονα, τα στρατηγικά ζητήματα του κράτους, της καταστροφής του, της, μάλλον απίθανο να αποφευχθεί, κατάστασης δυαδικής εξουσίας. Οι αριστερές δυνάμεις, που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση, έδωσαν, στην καλύτερη περίπτωση, όλη τους την ενέργεια στην άμεση φιλολαϊκή διαχείριση χωρίς να επιχειρήσουν μεγάλες δομικές παρεμβάσεις στο κράτος και την οικονομία, αλλά ούτε και κατάφεραν να κατευθύνουν τον «εθνικό τους καπιταλισμό» σε πιο «ενάρετους» δρόμους –προτίμησαν να καρπωθούν τα «καλά» του υπάρχοντος καπιταλισμού επενδύοντας στον παραδοσιακό εξορυκτισμό και στις εξαγωγές πρώτων υλών ή ημικατεργασμένων προϊόντων. Από πολλές απόψεις, μάλιστα, προσάρμοσαν την οικονομία ακόμη περισσότερο στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης επιχειρώντας να ευνοηθούν κολυμπώντας με το ρεύμα.

Η στρατηγική αυτή ούτε «εθνικά» ωφέλιμη, ούτε «ενάρετη» αποδείχτηκε. Ούτε, όμως, και «ηγεμονική» μακροχρόνια, όπως δείχνει η μεγάλη –εκλογική, τουλάχιστον- απήχηση του νεοφιλελεύθερου φασισμού σήμερα.

Από την άλλη, και η πολύ παραγωγική, από πολλές απόψεις, άλλη στρατηγική, αυτή της «άρνησης της κατάκτησης της εξουσίας», όπως θεωρητικοποιήθηκε από τον Χολογουέι και τον Μάρκος και επηρέασε διαχρονικά τους Ζαπατίστας, ενώ φαίνεται να αποφεύγει τις πραγματικά καταστροφικές παγίδες του «λαϊκού κυβερνητισμού», εμπράκτως δύσκολα θα μπορούσε να γονιμοποιήσει τη στρατηγική αναζήτηση, στο μέτρο που, στα μείζονα ζητήματα του καπιταλιστικού κράτους και της καταστροφής του, λειτουργεί πολύ συχνά ως υπεκφυγή.

Με αυτόν τον τρόπο, νομίζω, εντάσσεται, περισσότερο από ό,τι στην αναρχική, σε μια νεοκομμουνιστική παράδοση, η οποία, από τη δεκαετία του ’50 κι έπειτα, επιχείρησε μα δείξει πως, σε αντίθεση με τα μέχρι τότε αποδεκτά, είναι δυνατή η επώαση του σοσιαλισμού στο εσωτερικό της καπιταλιστικής κοινωνίας –σε μια επανάληψη όσων έγιναν με τον καπιταλισμό στην ύστερη φεουδαρχική περίοδο. Από τον Λουσιέν Γκολντμάν μέχρι τους Νέγκρι και Χαρντ, η βασική ιδέα είναι πως η «νέα εργατική τάξη» μετά τον Πόλεμο ή το παραγωγικό «πλήθος» (ο «κοινωνικός εργάτης της άυλης παραγωγής») σήμερα είναι απολύτως σε θέση να «παραγκωνίσουν» ιστορικά τον καπιταλισμό από τον πλανήτη –καλύτερα, το κάνουν ήδη. Ο κομμουνισμός είναι ήδη εδώ, όχι ως «το κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων», αλλά ως εμμενής πραγματικότητα, που επιβάλλεται διαρκώς και περισσότερο και με δεδομένη την κατίσχυσή της.

Όλα αυτά, βέβαια, μάλλον προς την αναμονή ωθούν. Δύσκολα προσανατολίζουν στρατηγικά. Δεν σημαίνει, όμως, πως δεν μπορούν να συμβάλλουν.

Και η επανάσταση;

Όταν ο Αντρέ Γκόρζ προτείνει, ήδη το 1963, αυτόνομες «εργατικές και λαϊκές εξουσίες», με τη «δημιουργία κέντρων κοινωνικής διαχείρισης και άμεσης δημοκρατίας» στις επιχειρήσεις και τους συνεταιρισμούς, με την «κατάκτηση θέσεων ισχύος στα αντιπροσωπευτικά σώματα» και με «την προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών για τις συλλογικές ανάγκες έξω από την αγορά», στην πραγματικότητα διατυπώνει μια στρατηγική οπτική, η οποία περιλαμβάνει τα πραγματολογικά στοιχεία, που επικαλούνται όσοι αρνούνται ή αδιαφορούν για «την κατάκτηση της εξουσίας», χωρίς να προσχωρεί στην αντίληψή τους. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τον Μαντέλ, όταν θέτει ως άξονες του μεταβατικού προγράμματος την κοινωνικοποίηση τομέων της παραγωγής, την θεσμική διεκδίκηση αμφισβήτησης της ιεραρχικής δομής στους εργασιακούς χώρους και του εμπορικού απορρήτου ή τον εργατικό και κοινωνικό έλεγχο.

Ο δε Πουλαντζάς, κάνοντας κεντρικό ζήτημα τη σύνδεση του «μέσα και του έξω» από το κράτος και τη συναρμογή της πάλης στο αντιπροσωπευτικό και στο άμεσο επίπεδο –«με τη δημιουργία αυτοδιαχειριστικών εστιών στη βάση»- θα εμβαθύνει ιδιαίτερα στα ζητήματα της θεωρίας του κράτους. Θα επιχειρήσει να διατυπώσει μια στρατηγική πρόταση σε απόκλιση τόσο από τον λενινισμό –μια και «μία κατάσταση δυαδικής εξουσίας είναι εντελώς απίθανη στη Δύση»- όσο και από το δεξιό ευρωκομμουνισμό, του ΙΚΚ κυρίως, σύμφωνα με το οποίο η «αντιφατική φύση του κράτους» δίνει τη δυνατότητα για τη χρησιμοποίηση του «καλού» (παραγωγικού και προνοιακού) τμήματος του κράτους «στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού». Θα απορρίψει εντελώς τον δεύτερο λέγοντας πως το καπιταλιστικό κράτος «δεν τεμαχίζεται», αλλά είναι εξ ολοκλήρου ταξικό («η εργατική τάξη δεν μπορεί να αποκτήσει αυτόνομες εστίες εξουσίας μέσα στο κράτος»), αλλά ως προς τον λενινισμό, εν τέλει θα φανεί αμήχανος. Μ’ όλο που θεωρεί πως η κλασσική (;) επαναστατική κρίση δεν είναι αληθοφανής δυνατότητα στις δυτικές μητροπόλεις, αδυνατεί ταυτόχρονα να αρνηθεί πως σε οποιαδήποτε διαδικασία «ριζικού μετασχηματισμού του κράτους» και «διάχυσης της άμεσης δημοκρατίας στη βάση» δεν θα υπάρξει ένα «σημείο ρήξης» και μη επιστροφής σε ό,τι αφορά τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Παρά την ρητή του πρόθεση, λίγο τελικά απομακρύνεται από τη λενινιστική στρατηγική επί της ουσίας.

Η παρέμβαση του Πουλαντζά, νομίζω, παραμένει μέχρι σήμερα η τελευταία, όσο και αν υπήρξε αμήχανη, συμβολή στη μεγάλη στρατηγική συζήτηση στο πλαίσιο της διεθνούς Αριστεράς, η οποία δεν μηρύκαζε απλώς τα έτοιμα. Όταν, για τελευταία φορά συστηματικά επιχειρήθηκε να απαντηθούν τα μείζονα ερωτήματα: Πώς φτάνουμε στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό; Γιατί απέτυχαν όλες οι μέχρι σήμερα προσπάθειες;

Από την «επένδυση» του Μαρξ στην επόμενη του 1848 διεθνή κρίση μέχρι την διατύπωση του «πολέμου φθοράς» από τον Κάουτσκι (ενός επαναστατικού κόμματος, «που δεν κάνει επαναστάσεις»), από τη μαζική απεργία όλης της εργατικής τάξης της Λούξεμπουργκ μέχρι τα Συμβούλια των «Ολλανδών» κομμουνιστών και την «εθνική κρίση» του Λένιν, από την προσπάθεια του Γκράμσι να σκεφτεί πώς αυτό που έγινε στη Ρωσία μπορεί να γίνει και στη Δύση μέχρι τα εγχειρήματα «διάβρωσης από τα μέσα», από τον αριστερό ευρωκομμουνισμό του ’70 μέχρι την ιδέα για έναν παρατεταμένο λαϊκό πόλεμο και στις καπιταλιστικές μητροπόλεις, οι θεματικές –θετικά ή αρνητικά- παραμένουν κοινές.

Και, όπως κι αν μετονομάζονται, συνοψίζονται τελικά στα ερωτήματα: Τι κάνουμε με το κράτος; Τι κάνουμε στο κράτος; Τι κάνουμε μέσα και τι έξω από το κράτος; Πώς αντεπεξερχόμαστε απέναντι στον ισχυρότερο από τους ιδεολογικούς του μηχανισμούς, που είναι ο ίδιος ο κοινοβουλευτισμός; Πώς αντιμετωπίζουμε την κατάσταση οξυμμένης κρίσης που όλες οι προσπάθειες κοινωνικού μετασχηματισμού μέχρι σήμερα –ακόμη κι αν θέλησαν- δεν μπόρεσαν να αποφύγουν; Τι κάνουμε πριν, επί και μετά από αυτήν;

Γι’ αυτό έχει δίκιο ο Μπενσαΐντ όταν, στο «Η επαναστατική στρατηγική σήμερα» (εκδ. Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη), γράφει: «Δεν μπορεί κάποιος να φανταστεί μια επαναστατική εθνική κρίση χωρίς προηγουμένως η εργατική τάξη να έχει ανακοινώσει, μέσα από τις δράσεις της και τις μορφές οργάνωσης, ότι είναι υποψήφια για το ρόλο του αναδιοργανωτή και διαχειριστή ολόκληρης της κοινωνίας. Αυτό είναι το ζήτημα που έθεσε η έννοια της ηγεμονίας του Γκράμσι».

Αυτό είναι το ζήτημα πράγματι, όσο κι αν επί πολύ καιρό η Αριστερά το υπεκφεύγει -επιχειρώντας είτε τη δόμηση ενός κατάλληλου «αριστερού λαϊκισμού» χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις είτε αναμένοντας «συμβάντα» του είδους της Αποκάλυψης.

Η ανάγκη να ξεκινήσει εκ νέου η στρατηγική συζήτηση είναι απολύτως επιτακτική και επείγουσα.

Αναδημοσίευση από το Δίκτυο Θυέλλης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σε δίκη παραπέμπονται επτά μέλη της διοίκησης του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης την περίοδο 2011-2014

Σε κινητοποιήσεις προχωρούν οι καθαριστές και οι καθαρίστριες των σχολικών κτιρίων