in ,

Η κραυγή των «Αθλίων» του Ρίο ντε Ζανέιρο

Η κραυγή των «Αθλίων» του Ρίο ντε Ζανέιρο

«Σκοτώνουν τα παιδιά μας. Το μέλλον θα είναι ακόμη χειρότερο για τους φτωχούς του Ρίο ντε Ζανέιρο»… Την ώρα που η αστυνομική βία στην πόλη των Ολυμπιακών Αγώνων έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, έρχονται οι απειλές κατά των ακτιβιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων να απλώσουν ένα ακόμη πιο «γκρίζο» πέπλο, ενόψει της έναρξης της διοργάνωσης.

 

Της Αλέκας Ζουμή για το stokokkino.gr

 

Σε συνέντευξη που παραχώρησε πριν από λίγες ημέρες η οργάνωση «Front Line Defenders», έξι ακτιβιστές παρέθεσαν τις προσωπικές τους εμπειρίες αλλά και τις έντονες ανησυχίες τους για το μέλλον των πολιτών και για τις ίδιες τους τις ζωές… Περιέγραψαν τον τρόπο με τον οποίο κάποιοι εξ αυτών εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους και κάποιοι άλλοι που παρέμειναν σε αυτά, όταν οι κατοικίες τους «εντάχθηκαν» στο Ολυμπιακό πλάνο, αντιμετωπίζονται ως εγκληματίες και χρειάζονται ειδική άδεια για να μπουν στα σπίτια τους…

Η κληρικός Helena Heloisa άρχισε την συζήτηση μιλώντας για την εμπειρία της έξωσης από το σπίτι της αλλά και τη μάχη που έδωσε μαζί με εκατοντάδες άλλους για να σωθεί το κοινωνικό κέντρο Vila Autodromo (οι κινητοποιήσεις των κατοίκων για περισσότερα από δύο χρόνια απέτρεψαν την κατεδάφισή του αλλά εντάχθηκε στο Ολυμπιακό Πάρκο).

«Για μένα αυτά τα τρία χρόνια ήταν γεμάτα βάσανα. Ηθελαν να μου κάνουν έξωση κι εγώ έπρεπε να πολεμήσω, για τον λόγο αυτό έχασα τους ‘οπαδούς’ μου, σταμάτησα τις δραστηριότητές μου, δεν μπορούσα να ασκώ τακτικά τα θρησκευτικά μου καθήκοντα από την στιγμή που το σπίτι μου βρέθηκε εντός Ολυμπιακού Πάρκου κι έπρεπε να κατεδαφιστεί».

Αναγνωρίζοντας τα ισχυρά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα που θέλησαν να ξεριζώσουν την κοινότητα της Vila Autodromo, η Heloisa τόνισε: «Αρχισα να αντιλαμβάνομαι πως – συγχωρέστε μου την έκφραση – η τάφρος είναι ακόμη πιο βαθιά, τα πράγματα δεν ήταν όπως φαίνονται.. H Heloisa περιέγραψε την διαδικασία της έξωσης ως μια μορφή «ψυχολογικής βίας», μίλησε για αναστολή δημόσιων υπηρεσιών και τόνισε πως χρειαζόταν ειδική άδεια για να φτάσει σπίτι της, ενώ στο τέλος άρχισε να λαμβάνει απειλές για την ζωή της.

«Ζούσα φτωχικά αλλά έκανα ότι μπορούσα για να βοηθήσω άλλους ανθρώπους. Όλα αυτά τελείωσαν όταν ήρθε η εντολή κατεδάφισης από τον Δήμο. Εκείνον τον καιρό άρχισαν να έχω κρίσεις πανικού και πολλά ψυχολογικά προβλήματα, ενώ πλέον με παρακολουθεί ψυχολόγος».

Τελικά, το σπίτι της κατεδαφίστηκε τον Φεβρουάριο του 2016.  Όπως και η φαβέλα που υπήρχε η Vila Autodromo και 630 οικογένειας απομακρύνθηκαν από τα σπίτια τους. «Τους έστειλαν 60 χιλιόμετρα μακριά, για ποιον λόγο; Από όποια άποψη κι αν το δεις, αυτοί οι φτωχοί θα γίνουν φτωχότεροι, δεν θα αλλάξει η ζωή τους προς το καλύτερο», αναφέρει η κληρικός.   Παράλληλα, διαμαρτύρεται γιατί η δική της εκκλησία χρειάστηκε να κατεδαφιστεί, την ώρα που οι αρχές διατήρησαν ανέπαφο τον καθολικό ναό εντός της φαβέλας.

Στην συνέντευξη Τύπου παρέστη και ο Ραούλ Σαντιάγο, μέλος της Coletivo Papo Reto, ένα ανεξάρτητο, συλλογικό, αυτοοργανωμένο Μέσο ενημέρωσης που δημιουργήθηκε από τους κατοίκους της φαβέλας Complexo do Alemao το 2014.

«Στην δική μας πραγματικότητα, το κράτος σκοτώνει τα παιδιά μας. Ο Εντουάρδο ντε Τζέσους ήταν δέκα ετών όταν πυροβολήθηκε εξ επαφής όταν απλώς καθόταν στο κατώφλι του σπιτιού του με ένα κινητό στο χέρι. Πρόσφατα, ακόμη ένας νέος πυροβολήθηκε γιατί κρατούσε μια σακούλα με ποπ-κορν και η αστυνομία θεώρησε πως ήταν μια τσάντα που περιείχε ναρκωτικά. Ένα αγόρι πέθανε με ένα κέρμα στο χέρι καθώς πήγαινε να αγοράσει καραμέλες.  Μας ξεριζώνουν από τις ρίζες μας, από την παιδική μας ηλικία. Τα παιδιά μας που δεν έχουν ακόμη πλήρη κατανόηση της πραγματικότητας που ζουν, θα πεθάνουν από πυροβολισμό απ΄ όπου κι αν προέλθει είτε από την αστυνομία, είτε στον λεγόμενο «πόλεμο κατά των ναρκωτικών» που είναι στην πραγματικότητα «πόλεμος κατά των φτωχών», ένας πόλεμος για τους μαύρους, ένας πόλεμος για τους χώρους στην πόλη».

Ο Ραούλ Σαντιάγο δείχνει το smartphone του και λέει πως «είναι ένα εργαλείο για να αναδείξουμε την αστυνομική βία που υπάρχει στις φαβέλες».

Η Monica Cunha πήρε τελευταία τον λόγο… Μέλος της οργάνωσης Network of Communities and Movements Against Violence, – ένα δίκτυο που υποστηρίζει τις μητέρες και τις οικογένειες που έχασαν μέλη τους από την αστυνομική βία- και συν-ιδρύτρια του Movimento Moleque, αναφέρεται στη δική της εμπειρία…

«Δεν είμαστε εγκληματίες, λένε ψέματα, όταν μιλάμε για εγκληματίες θα πρέπει να τους αναζητήσουμε στην πολιτική. Λένε ότι είμαστε εγκληματίες για να χουν δικαιολογία να συνεχίσουν να σκοτώνουν τους μαύρους, να τρελαίνουν τις αφρο-βραζιλιάνες γυναίκες, αφήνοντάς τους δίχως παιδιά και συντρόφους».

Ο γιος της Monica, o Rafael σκοτώθηκε σε ηλικία 20 ετών από την αστυνομία: «Αυτό που απαιτούμε ως δίκτυο είναι δικαιοσύνη, όχι εκδίκηση. Γέννησα το παιδί μου, θα θελα να ναι ζωντανός και όχι μόνο ζωντανός. Να έχει δικαιώματα. Οι μαύροι είμαστε η πλειοψηφία αυτής της χώρας, φτιάξαμε αυτή τη χώρα και έτσι πρέπει να χουμε δικαιώματα σε αυτή τη χώρα. Να μπορούμε να περπατάμε στους δρόμους της».

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καταδίκη με 10 μήνες και τριετή αναστολή για τις πέντε συλληφθείσες από την κατάληψη του Ορφανοτροφείου

Αυγουστιάτικη Πανσέληνος 2016​ στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού