in

Η ήττα και η ανασυγκρότηση της Αριστεράς (μέρος Α). Του Θωμά Σουνάπογλου

Η ήττα και η ανασυγκρότηση της Αριστεράς (μέρος Α). Του Θωμά Σουνάπογλου

Ομιλία του Θωμά Σουνάπογλου στην Εκδήλωση Δικτύου για τα Κοινωνικά & Πολιτικά Δικαιώματα, στη Θεσσαλονίκη:  «Η ήττα και η ανασυγκρότηση της Αριστεράς». 

 

«…Σκοτεινή δεν είναι η εποχή όπου η αντίδραση νικάει και επιβάλλει τη σιωπή της, είναι εκείνη όπου η πρόοδος νοιώθει σύγχυση, δεν ξέρει προς τα που να στραφεί.

 Όπου οι φωνές μιλούν περισσότερο για να ακουστούν παρά γιατί έχουν κάτι να πουν. Κι αυτοί που έχουν δεν ακούγονται χαμένοι στον ορυμαγδό.

 Όπου το καινούργιο έχει χάσει τη γοητεία και την πειστικότητά του, μπλεγμένο τόσο αξεδιάλυτα με το παλιό, κι εκείνοι που μιλούν για το καινούργιο δεν ξέρουν και δεν έχουν ξεμπλέξει τις σχέσεις τους με το παλιό.»,

Θ. Σκαμνάκης

 

Εκδηλώσεις σαν και αυτή έχουν νομίζω ως πρώτο στόχο να υπερβούν μια αυθόρμητη δυσαρέσκεια που μπορεί να δημιουργείται σε πολλούς/ες όταν καλούνται να συμμετέχουν σε μια συζήτηση που θα έχει ως θέμα το τετριμμένο ζήτημα της Αριστεράς υπό το φόντο των κορυφαίων πολιτικών γεγονότων του προηγούμενου εξαμήνου, αλλά και εν μέσω της κρίσιμης μάχης που διεξάγεται ενάντια στην αντί-ασφαλιστική μεταρρύθμιση.

Υπάρχουν λοιπόν πολλοί που υποτιμούν τη συζήτηση ως μια ενδοσκόπηση απογοητευμένων Αριστερών, ενώ το βασικό καθήκον κατ’ αυτούς είναι η αδιαμεσολάβητη επαφή με την εργατική τάξη και τους αγώνες. Η άποψη αυτή αντιστοιχεί δυστυχώς και σε ανάλογες πολιτικές αντιλήψεις και πρακτικές. Κι όμως η συζήτηση αυτή, σε συνδυασμό φυσικά και σε αλληλεπίδραση με την κινηματική εμπλοκή, είναι απαραίτητη για μια νικηφόρα εναλλακτική. Όπως έλεγε ο Adriano Sofri, παραφράζοντας τον Σπινόζα, σε μια άκρως αυτοκριτική ομιλία στην Lotta Continua, «Τα πρόβλημα είναι ακριβώς και να γελάσουμε και να κλάψουμε και να κατανοήσουμε…». Και σε αυτή τη φάση είμαστε νομίζω…

Υπάρχουν βέβαια και πολλές και πολλοί, που αν και βλέπουν θετικά τη συζήτηση αυτή, γρήγορα το ενδιαφέρον τους εξαντλείται στις πολλές πανομοιότυπες εκδηλώσεις, που απλά θέτουν ερωτήματα, χωρίς να προωθούν τη συζήτηση στα βασικά ζητήματα. Ελπίζω η σημερινή εκδήλωση να βοηθήσει στη συζήτηση αυτή…

Θα συμφωνούσαμε εύκολα σε αυτή την εκδήλωση ότι κατέρρευσε μια συγκεκριμένη πολιτική πρόταση και κυβερνητική πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ, που υποστήριζε ότι μπορεί να υπάρξει ένας “έντιμος συμβιβασμός” μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών, ένας δρόμος ούτε ρήξης αλλά ούτε και υποταγής φιλικός προς τα λαϊκά συμφέροντα. Είναι αρκετά εμφανές ότι η άποψη πώς μπορεί εντός της ΕΕ και του ευρώ, χωρίς διαγραφή του χρέους κ.α. να υπάρξει μια αποτροπή των μνημονιακών πολιτικών διαψεύστηκε. Αν όμως μέναμε μόνο σε αυτό, το βεβαίως πολύ σημαντικό δίδαγμα, δε θα προσφέραμε και πολλά στη σημερινή κουβέντα. Γιατί αν δεχτούμε ότι ηττήθηκε μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι άλλες δυνάμεις της Αριστεράς που δεν συνηγόρησαν στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, ή οι δυνάμεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ που διατύπωναν διαφωνίες και αποχώρησαν, νίκησαν; Επιβεβαιώθηκαν κάποιες εκτιμήσεις τους, αλλά τι νίκη είναι αυτή που βιώνεται στο έδαφος της κοινωνικής ερήμου που διευρύνεται και της πολιτικής τους επιρροής που παραμένει περιορισμένη;

Η περίοδος από τις εκλογές και μετά λοιπόν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια περίοδος ΗΤΤΑΣ και εκείνης της Αριστεράς που, παρότι τμήματά της πήραν διαφορετικές επιλογές, μοιράστηκε την κοινή φιλοδοξία να εκφράσει τη ρήξη με τις κυρίαρχες πολιτικές και την περιγραφή ενός άλλου δρόμου για το λαό.

Τι ηττήθηκε όμως;

Εκτιμώ ότι, εκτός των άλλων ηττήθηκε και η απουσία ενός συγκεκριμένου συνεκτικού σχεδίου που θα έπειθε τον λαό (αυτόν που μάτωσε και ματώνει από την βάρβαρη μνημονιακή πολιτική, που αγωνίστηκε στις πλατείες και έδωσε το περήφανο ΟΧΙ), ότι αξίζει το ρίσκο της ρήξης. Ειδικά το συμπυκνωμένο από άποψη γεγονότων, πολιτικής συζήτησης και συνειδητοποίησης του λαού, διάστημα του δημοψηφίσματος, καθώς και την περίοδο μέχρι τις εκλογές, η έλλειψη σαφούς πολιτικού σχεδίου διεξόδου με πρόγραμμα, πολιτικό υποκείμενο, κοινωνικό υποκείμενο, διεθνή οπτική κ.α. αποδείχθηκε καταστροφική. Αντίστοιχα καταστροφική αποδείχθηκε η απουσία μορφών οργάνωσης του λαού που θα μπορούσε να επιβάλλει σοβαρές πολιτικές ανατροπές. Η λογική της ανάθεσης που καλλιέργησε ο «όλος» ΣΥΡΙΖΑ από το ’12 και μετά, όχι μόνο ξεδόντιασε το κίνημα, άλλα κυρίως καθήλωσε την κοινωνία σε μια αναίμακτη διέξοδο χωρίς ρήξη με τα παντοδύναμα ιμπεριαλιστικά τέρατα της ΕΕ και του ΔΝΤ.

Ο λαός όταν ψήφιζε ΣΥΡΙΖΑ το Σεπτέμβρη ψήφιζε την Αριστερά εκείνη που θεωρούσε ότι θα του ήταν πιο χρήσιμη, που δεν ήταν σίγουρα οι γκάγκστερ του Σαμαρά και του Βενιζέλου, αλλά ταυτόχρονα δε θα ρίσκαραν με την επιλογή τους αυτή να οδηγηθεί η χώρα στο χάος της σύγκρουσης με την ΕΕ. Άσχετα βέβαια, αν τελικά ο Σύριζα εφαρμόζει  την πολιτική των γκάνγκστερ. Ο κόσμος κυρίως δεν ψήφισε Λαφαζάνη, όχι τόσο γιατί δεν τα έλεγε πολύ αντιΕΕ, ωστόσο ο τρόπος που εξέφραζε τον ευρωσκεπτικισμό του, επιβεβαίωνε την τρομοκρατία του αστικού μπλοκ για τα ενδεχόμενα εξόδου. Εκτός αυτού μετράει πολύ το ύφος, η έλλειψη αυτοκριτικής, η αλαζονεία, ο αρχηγισμός, η γραφειοκρατία, το παλιό από τη συγκρότηση των ψηφοδελτίων μέχρι τις συγκεντρώσεις και τηλεοπτικές εμφανίσεις.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και οι υπόλοιπες δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς παρά τις μέχρι σε έναν βαθμό συγκροτημένες πολιτικές προτάσεις, παρά τους σοβαρούς αγώνες που έδωσαν, δεν κατάφεραν ούτε να προετοιμάσουν το έδαφος τη ρήξης ούτε να πάρουν τις κατάλληλες πρωτοβουλίες την κατάλληλη στιγμή. Δυστυχώς σε τόσο μοναδικές περιπτώσεις δεν αρκεί ούτε η «αποκάλυψη», ούτε η επιβεβαίωση του «εμείς τα λέγαμε».

Ως πρώτο λοιπόν, συμπέρασμα θα πρέπει να κρατήσουμε ότι η αριστερά της ρήξης, η ριζοσπαστική, η επαναστατική αριστερά,  σε όλες τις εκφάνσεις της βρίσκεται από την πλευρά των ηττημένων, ακόμη κι αν οι ευθύνες είναι πολύ διαφορετικές για τα διαφορετικά πολιτικά σχέδια.

Παρόλα αυτά, «δεν έχει νόημα να κλαίμε πάνω από το χυμένο γάλα», αλλά αντίθετα, είναι σημαντικό να μοιραστούμε μια κοινή αγωνία, η οποία δεν είμαι βέβαιος εάν αγγίζει τις ηγεσίες της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά σίγουρα διαπερνά οριζόντια μέλη και φίλους αυτής εντός των οργανώσεων και των μετωπικών σχηματισμών της. Η αγωνία αυτή βάζει επιτακτικά το ζήτημα: «πως θα βγούμε από αυτήν την κατάσταση της ήττας και της αμηχανίας;». Με ποιο τρόπο θα ξανά έχουμε την ευκαιρία μας και αυτή τη φορά δε θα αποτύχουμε, ή τουλάχιστον δε  θα αποτύχουμε με τον ίδιο τρόπο;

Τι πρέπει να αλλάξουμε κατά τη γνώμη μου σε αυτή τη συζήτηση:

Πρώτα από όλα, πιστεύω, πρέπει να μάθουμε να αναγνωρίζουμε τις καμπές σε μια συγκεκριμένη περίοδο. Δεν είναι πάντα όλα με τον ίδιο τρόπο κρίσιμα και εξεγερτικά. Πρέπει να ξεχωρίζουμε τις ευκαιρίες, να ιεραρχούμε τα πεδία της αναμέτρησης  και κυρίως να προετοιμαζόμαστε γι’ αυτή. Το γνωστό μοτίβο σύμφωνα με το οποίο όλες οι οργανώσεις και οι ηγεσίες τους νιώθουν διαχρονικά δικαιωμένες, ενώ παράλληλα χάνονται ιστορικές ευκαιρίες, και ο συσχετισμός γίνεται ολοένα χειρότερος για τον κόσμο της εργασίας, θα πρέπει να ανατραπεί.

Δεν πρέπει, όμως να απογοητευόμαστε: Είναι λίγο αντιφατικό, αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς η ίδια η βαρβαρότητα του καπιταλισμού μπροστά στην κρίση του, τα μέτρα που οφείλει να προωθήσει το Κεφάλαιο ενάντια στους εργαζόμενους,  θα οξύνουν το κοινωνικό και μάλλον και το πολιτικό ζήτημα και θα δημιουργήσουν αντιδράσεις στα πληττόμενα τμήματα του λαού.

Το ζήτημα είναι με ποια ένταση, με ποια οργάνωση και κυρίως με ποιο προσανατολισμό θα εκφραστούν αυτές οι αντιδράσεις:

Εδώ λοιπόν προκύπτει το ζήτημα του υποκειμένου και των ιδιαίτερων καθηκόντων της Αριστεράς.

Γιατί αν δεν μπορέσει η ευρύτερα δική μας Αριστερά να καθορίσει τα πράγματα, όπως γίνεται και στη Φύση, έτσι και την πολιτική, κάθε κενό θα καλυφθεί. Κάθε αδράνεια, ήττα και λανθασμένη γραμμή της Αριστεράς τις κρίσιμες ιστορικά περιόδους έχει αποδειχθεί ότι καλύπτεται από τα πιο επικίνδυνα και αντιδραστικά για τους λαούς φαινόμενα (πέρα από το τον αέρα που αποκτά η ΝΔ με την επιστροφή του Μητσοτακέικου, έχουμε πολλούς λόγους να ανησυχούμε για την επιρροή της ΧΑ σε μεγάλο τμήμα των αγωνιζόμενων αγροτών).

Και σε αυτό το σημείο θα ήθελα να γίνω πιο σαφής:

Έχουμε όλοι/ες ιστορικό συλλογικό καθήκον να εργαστούμε για να οικοδομηθεί στην ελληνική κοινωνία ένα σχετικά συγκροτημένο ρεύμα, αντίπαλο δέος στα μνημόνια και τους πολιτικούς τους εκφραστές. Ένα ρεύμα που θα υπερβεί την προδοσία, την απογοήτευση και θα είναι διατεθειμένο να τα βάλει με τους θεούς των αγορών και τους δαίμονες των κατασταλτικών μηχανισμών, με όρους πλειοψηφικούς και με ορίζοντα τον ουσιαστικό κοινωνικό μετασχηματισμό.

Και εδώ επιτρέψτε μου να καταθέσω κάποιες πιο προσωπικές σκέψεις με τη μορφή 4 σημείων:

α. Προϋποθέσεις:

Εδώ βρίσκεται και η πιο σημαντική με την έννοια της πρωταρχικότητας, ευθύνη μας. Εκτιμώ ότι αυτή τη στιγμή οι μοναχικές πορείες των πολιτικών σχηματισμών της ρηξιακής αριστεράς, που μόνο συμπωματικά επαφίονται, δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικές. Η «κοινή δράση στο κίνημα» από μόνη της δε λέει, κατά τη γνώμη μου, πολλά. Οφείλει σίγουρα να κατακτηθεί, αλλά πρέπει να είναιουσιαστικός πολιτικός συντονισμός και όχι απλά συνεύρεση στο δρόμο. Χρειάζεται να βάλουμε μαζί πλάτες στην ανασύνταξη του κινήματος αλλά και στο εξίσου ή και περισσότερο ουσιώδες καθήκον της κοινής επεξεργασίας της πολιτικής διεξόδου με βάση και την πείρα της τελευταίας 5ετίας.

Δείτε για παράδειγμα την απάντηση που έστειλε το ΚΚΕ σε σχετικό κάλεσμα που του κάναμε ως ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως και στη ΛΑΕ για τον αναγκαίο πολιτικό συντονισμό ενάντια στο ασφαλιστικό: Η επίκληση γενικά στην ενότητα στο κίνημα, η γενικόλογη «συνάντηση στο δρόμο» καταντάει πολύ εύκολα κενό γράμμα και σίγουρα δε δημιουργεί τους όρους μιας νικηφόρας αναμέτρησης.

Για να έχουμε κίνημα που μπορεί να σταθεί και να κερδίσει, είναι αναγκαία, μαζί με την κοινή δράση, η πολιτική συμφωνία για την ενοποίηση των κινημάτων: Σήμερα χρειάζεται μια αναβαθμισμένη συνεύρεση όλων των δυνάμεων που αντιστέκονται στη μνημονιακή βαρβαρότητα και τον ολοκληρωτισμό της ΕΕ και όχι απλά κοινή δράση στο κίνημα. Χρειάζεται ένα «Μέτωπο της Ρήξης», σε χώρους αλλά και κεντρικά.Χρειάζεται εκείνος ο χώρος όπου ευρύτερες συντεταγμένες δυνάμεις θα συναρθρωθούν σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, που θα ενισχύει και θα τροφοδοτεί το κίνημα και θα παίρνει δύναμη από αυτό…

Ένας τέτοιος χώρος θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να χωρά όλο το μεμονωμένο δυναμικό της ρήξης και της ανυπακοής του ΟΧΙ, αλλά πρωταρχικά το οργανωμένο δυναμικό αυτού: τη ΛΑΕ ή ένα σημαντικό τμήμα της, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή την πλειοψηφία αυτής, το ΚΚΕ ή πρωτοπόρους αγωνιστές από τις τάξεις του, μικρότερες αλλά σημαντικές οργανώσεις κοκ. Αυτό θα είναι και το πεδίο για να ηγεμονεύσει το ιδιαίτερο σχέδιο κάθε πολιτικού οργανισμού…

β. Πρόγραμμα

Δεύτερο ζήτημα είναι το Πρόγραμμα πάνω στο οποίο μπορεί να δοθεί η μάχη. Για να υπάρξει σήμερα νικηφόρος αγώνας που θα επιβάλει ρήγματα στην κυρίαρχη πολιτική και να μπορεί να οδηγήσει σε συνολική ανατροπή της επίθεσης, απαιτούνται άμεσες κατακτήσεις με ένα εναλλακτικό συνολικό πρόγραμμα πάλης.

Εδώ, λοιπόν ως πρώτο κριτήριο μπαίνει το ζήτημα της αμεσότητας και της μεταβατικότητας του προγράμματος. Θα πρέπει το μεταβατικό πρόγραμμα να μπορεί να δώσει άμεσα απαντήσεις στα μεγάλα και μικρά ζητήματα, όπως είναι το ζήτημα του χρέους, το ζήτημα της ανασυγκρότησης της παραγωγής υπέρ του λαού και ενάντια στο Κεφάλαιο.

Θα πρέπει κυρίως να μπορέσει να απαντήσει πειστικά στα βασικά ερωτήματα του κόσμου:

Πως θα βρουν δουλειά τα 1,2 εκατομμύρια ανέργων; Πως θα αναπνεύσουμε επιτέλους στο χώρο εργασίας μας; θα έχουμε αξιοπρεπείς μισθούς και ανθρώπινα ωράρια;

Εδώ βρίσκεται και η αναγκαία ταξικότητα του προγράμματος:  Σε ποιους απευθύνεται και με ποιους τα βάζει και οδηγός εδώ είναι η αποτυχία και η τελική ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Πάνω σε αυτό το κριτήριο θα πρέπει να μιλήσουμε για τη συγκρότηση του προγράμματος της Ρήξης και της Ανατροπής:

Γιατί για να έχουμε σταθερή αναδιανομή του πλούτου, για να έχουμε ουσιαστική αμφισβήτηση της σχέσης μισθών-κερδών. θα πρέπει να τα βάλουμε με την ντόπια ολιγαρχία, το Κεφάλαιο διεθνώς και με τους θεσμούς που εξασφαλίζουν τα κέρδη τους:  

  • Είναι δυνατό να επιβιώσει σήμερα ο αγρότης χωρίς ένα εθνικό σχέδιο για την παραγωγή, που προϋποθέτει μονομερή ακύρωση της ΚΑΠ;

  • Είναι δυνατό να δημιουργηθούν εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, που προϋποθέτουν τουλάχιστον ένα τεράστιο πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, πληρώνοντας παράλληλα το τοκογλυφικό χρέος;

  • Είναι δυνατόν να εμποδίσουμε την απώλεια θέσεων εργασίας, αν δεν αμφισβητήσουμε το δικαίωμα του κάθε αφεντικού να μετακινεί την επιχείρησή του όπου κερδίζει περισσότερα;

  • Είναι δυνατόν μέσα στην ΟΝΕ να υπάρξει έλεγχος των ροών κεφαλαίου, ώστε να αποφύγουμε την μεταξύ άλλων την αδυναμία ρευστότητας;

  • Είναι ποτέ πιθανό να υπάρξει πραγματική δημοκρατική ενημέρωση αν δεν τα βάλει κανείς με τους βαρόνους των media;

  • Μπορεί να αντιμετωπιστεί το προσφυγικό χωρίς να αναδειχθούν οι αιτίες που το γεννούν και χωρίς να αμφισβητηθούν οι δολοφονικές αντιμεταναστευτικές πολιτικές της ΕΕ;

Έτσι προκύπτει και ο αντι-ΕΕ προσανατολισμός του προγράμματος και όχι ως μια ιδεοληψία.

Το πρόβλημα δεν είναι κατά τη γνώμη μου να πείσουμε τον κόσμο ότι η ΕΕ είναι ενάντια στα συμφέροντά του, αλλά να απαντήσουμε στην ανησυχία του ότι πέρα από αυτή εγκυμονεί το χάος, η ανεπάρκεια τροφίμων, μπορεί και ο πόλεμος. Και εδώ νομίζω βρίσκεται το στρατηγικό πλεονέκτημα του αντιπάλου.Εδώ πρέπει να δουλέψουμε και εμείς συλλογικά, επιστημονικά και ταξικά όχι μόνο για να πείσουμε το λαό, αλλά κυρίως να τον κινητοποιήσουμε για την επιβολή του προγράμματος του.

γ. Λαϊκή οργάνωση- Εξουσία- Κυβέρνηση

Εδώ βρίσκεται ένα καθοριστικό σημείο αδυναμίας: στο ΠΟΙΟΣ θα το εφαρμόσει το μεταβατικό πρόγραμμα: Πως απαντάνε στο ερώτημα αυτό οι δυνάμεις ενδεικτικά (αδικώντας ίσως το συνολικό τους πρόγραμμα): η ΛΑΕ: «με μια πραγματικά αριστερή κυβέρνηση», η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με το, θα μου επιτρέψετε, αφηρημένο σχήμα του οργανωμένου λαού και το ΚΚΕ με την λαϊκή εξουσία, που δεν μπορεί να αντιληφθεί κανείς πως θα προκύψει.

Ποιος λοιπόν θα εφαρμόσει το πρόγραμμα; Εδώ νομίζω ότι όλοι έχουν μερίδιο δίκιου, αλλά παραγνωρίζοντας, υποτιμώντας ή πολεμώντας τα υπόλοιπα στοιχεία της αλυσίδας οδηγούμαστε όλοι σε μια ατέρμονη λούπα…

Και να εξηγηθώ: Η αναμέτρηση με τον αντίπαλο σήμερα δεν έχει να κάνει μόνο με το περιεχόμενο του προγράμματος, αλλά κυρίως με την ισχύ που έχει ή μπορεί να αντιτάξει ο καθένας. Σκεφτείτε λίγο: θα ήταν ίδια η κατάσταση στην Ελλάδα, αν την περίοδο του Μεσοπρόθεσμου οι αριστερές δυνάμεις ενωμένες και σε αντιπαράθεση με την εργοδοτική ΓΣΕΕ καλούσανε σε ανένδοτο αγώνα ενάντια στα μνημόνια, την ΕΕ και την κυβέρνησή τους; Μπορεί πάλι σε κυβέρνηση με τον Συριζα να οδηγούμασταν, αλλά τα στρατόπεδο της Ρήξης θα είχε και άλλη ποιότητα και άλλη δυναμική.

Θα ήταν ίδια η κατάσταση αν την κρίσιμη περίοδο την μετατροπής του ΟΧΙ σε ΝΑΙ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οι ρηξιακές δυνάμεις εντός ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ καλούσαν σε πολιτικές διαδηλώσεις υπεράσπισης της λαϊκής βούλησης και έθεταν ανοικτά και από κοινού πολιτικό ζήτημα;

Ο τόνος λοιπόν, πέφτει σίγουρα στον λαϊκό παράγοντα και τη συγκρότησή του, αλλά ειδικά σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο να μην αφήνουμε από έξω την περίπτωση ο λαός στα πλαίσια της δύναμης επιβολής που μπορεί να αναπτύξει, να επιβάλλει και μια κυβέρνηση, σε ένα συνολικά ασταθές περιβάλλον…

δ.  Διεθνική δικτύωση.

Όλα τα παραπάνω θα προσκρούουν συνεχώς στο διεθνικό ζήτημα. Και εδώ νομίζω απαιτείται κίνηση προς δύο κατευθύνσεις:

  1. Στη δυνατότητα να υπάρξει κατά το δυνατό συντονισμένος αγώνας σε περιφερειακό ευρωπαϊκό επίπεδο ενάντια στα μέτρα που προωθούνται με παράλληλη δομική αμφισβήτηση της ΕΕ.

  2. Σε επίπεδο διεθνών ισότιμων συμμαχιών, όπου απαιτούνται συγκεκριμένες επαφές, ώστε και να εκμεταλλευτούμε τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και να διασφαλίσουμε τα αγαθά ή τους πόρους που απαιτούνται για την πρώτη περίοδο εφαρμογής του Μεταβατικού Προγράμματος…

Και τα δύο παραπάνω ζητήματα πρέπει να μπουν στην ημερήσια διάταξη του πολιτικού μετώπου της ρήξης. Η εμπειρία της Λατινικής Αμερικής, ειδικά το μετερίζι στο οποίο έχει βρεθεί η Βενεζουέλα σήμερα, αξίζει να μελετηθεί και να συζητηθεί από όλους μας…

Κλείνοντας,  είναι λάθος να μιλάμε γενικόλογα χωρίς αρχές και περιεχόμενο για την ανάγκη ενότητας στο έδαφος της συνολικής μας ήττας. Αντίθετα, έχει νόημα να συζητάμε στο έδαφος των προϋποθέσεων της νίκης, με βάση την πλούσια και πολύτιμη πρόσφατη εμπειρία.

Στη συντελούμενη αντιπαράθεση ισχύος ανάμεσα στην αστική τάξη και τις δυνάμεις της εργασίας, αξίζει να εστιάσουμε σε κάποια βασικά ατού του αντιπάλου:

Σε όλες τις κρίσιμες καμπές η αστική τάξη καταφεύγει στην υπεροχή που της δίνει η στρατηγική για τον κόσμο, ειδικά έναντι σε οποιοδήποτε «ανύπαρκτο» ή «χρεωκοπημένο» μοντέλο και η ενότητα απέναντι στον εχθρό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και αν πολλές ετερόκλητες δυνάμεις, θα μπορούσαν να βλέπουν επιμέρους ιδία συμφέροντα σε συγκεκριμένα αιτήματα του Μεταβατικού Προγράμματος, η εμπειρία του δημοψηφίσματος δείχνει πώς σε κάθε μάχη που η δυνατότητα της άλλης πορείας εισβάλει στο προσκήνιο οι αστικές δυνάμεις συστρατεύονται γύρω από τον ευρωπαϊσμό που δεν αποτελεί μόνον οικονομική αλλά και στρατηγική πολιτική επιλογή.

Σήμερα, λοιπόν, οφείλουμε να σηκώσουμε το γάντι της αναμέτρησης με έναν καπιταλισμό που βιώνει το δικό του ’89, όπου οι διακηρυγμένες ελευθερίες των πολιτών, η δημοκρατία, η προστασία του περιβάλλοντος η απρόσκοπτη πρόοδος και η ειρήνη, ακόμα και οι ίδιες οι κατακτήσεις του Διαφωτισμού, παραμερίζονται προς όφελος της ανάγκης αύξησης της κερδοφορίας με κάθε τρόπο. Σήμερα που διαπιστώνουμε με τρόμο, ότι νέοι και νέες που δεν έχουν να πάρουν τίποτα από το σύστημα αυτό, αλλά και δεν εμπνέονται από κάποιο άλλο σχέδιο χειραφέτησης, εγκαταλείπουν τις δυτικές μητροπόλεις χάριν του σκοταδισμού που πρεσβεύει το ISIS και ο φασισμός.

Στο πρόβλημα της εναλλακτικής διεξόδου, λοιπόν, θα πρέπει άμεσα να απαντήσουμε, υπερβαίνοντας τον κανόνα που θέλει την αριστερά που δεν συνθηκολογεί, να περιθωριοποιείται.

Με απαντήσεις και κατακτήσεις στο «σήμερα της επιβίωσης» που θα καλλιεργούν την αυτοπεποίθηση του λαού και θα τον κινητοποιούν για το «αύριο ενός άλλου μοντέλου», που θα επαναφέρει με πραγματικούς όρους στο λαό το ζήτημα ενός σύγχρονου σοσιαλισμού.

Απαιτείται άμεσα, λοιπόν, να συγκροτήσουμε το γήπεδο του ανατρεπτικού αγώνα και του πολιτικού μετασχηματισμού των υποκειμένων. Σε αυτό το γήπεδο θα πρέπει να έχουν αναφορά, να ενισχύουν και να ενισχύονται από αυτό, τα κινήματα, οι εργατικές και νεολαιίστικες συλλογικότητες. Στην κατεύθυνση αυτή θα είναι πολύ ενδιαφέρον εκτιμώ, οι κοινές συνδικαλιστικές εκφράσεις στα Πανεπιστήμια και σε εργατικούς χώρους ως ένα πρώτο βήμα προς την παραπάνω κατεύθυνση.

Πηγή: k-lab.zone

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Περί της μεθόδου του πνιγμού. Του Παντελή Μπουκάλα

Πανελλαδική αποχή των δικηγόρων μέχρι τις 8 Φλεβάρη