in

Επιστολή της ΕΕΔΑ στην κυβέρνηση για το μεταναστευτικό, προσφυγικό και την ιθαγένεια

Επιστολή της ΕΕΔΑ στην κυβέρνηση για το μεταναστευτικό, προσφυγικό και την ιθαγένεια

Επιστολή προς τον Υπουργό Εσωτερικών και τον αναπληρωτή Υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής  απέστειλε η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου με προτάσεις σε ζητήματα που άπτονται της νομικής κατάστασης και θέσης των μεταναστών, των αιτούντων άσυλο καθώς και ορισμένα ζητήματα σχετικά με την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας. Πολλά από τα θέματα, όπως τονίζεται στην επιστολή,  αυτά βρίσκονται σε δυσαρμονία με υπερκείμενους κανόνες δικαίου, και τα οποία χρήζουν άμεσης νομοθετικής παρέμβασης. Άλλα απαιτούν διαμόρφωση πολιτικών οι οποίες θα εξορθολογίσουν και θα διασφαλίσουν την απόλαυση θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Η ΕΕΔΑ είναι η πρώτη οργάνωση που ιδρύθηκε στην Ελλάδα με αντικείμενο την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Από το 1936 έως και σήμερα (με τα αναγκαστικά διαλείμματα των δικτατοριών) επιδιώκουμε, με τεκμηριωμένες δημόσιες παρεμβάσεις να προάγουμε τις εγγυήσεις του Δημοκρατικού Κράτους Δικαίου στη χώρα μας σε όλους τους τομείς, με ιδιαίτερη ευαισθησία στα θέματα της αρμοδιότητάς σας.

 

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΣΤΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ/ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ/ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ

 

Α’ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ

 

1.            Χορήγηση άδειας 2ης γενιάς ή αορίστου σε ανηλίκους και όχι μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους – ανεξάρτητα από την χορήγηση ιθαγένειας σε ανηλίκους.

2.            Επέκταση της δυνατότητας υποβολής αίτησης για άδεια 2ης γενιάς μέχρι τα 25 έτη.

3.            Υπαγωγή όσων εξέπεσαν λόγω ενσήμων και δεν κατάφεραν να υπαχθούν στις ευεργετικές διατάξεις του μεταναστευτικού νόμου (δηλ. περιπτώσεις απόρριψης ετών 2013 – 2014 για τις οποίες δεν ασκήθηκαν ένδικα βοηθήματα και/ή δεν έτυχαν προσωρινής δικαστικής προστασίας: να προβλέπεται η επανεξέταση και χορήγηση άδειας εφόσον καταθέσουν συμπληρωματικό παράβολο (διότι οι άδειες θα είναι 3ετείς) και να παίρνουν βιβλιάριο υγείας –βλ. αρ. 138 παρ. 12. Εάν διατηρηθεί η υποχρέωση προσκόμισης βιβλιαρίου σε ισχύ να εννοείται και το οικογενειακό βιβλιάριο (αφού ο αιτών θα καλύπτεται για υγεία ενώ εάν ο/η σύζυγος εκπέσει αργότερα της νομιμότητας, ο ίδιος θα έχει εξασφαλίσει νόμιμη διαμονή οπότε θα μπορεί να εκδώσει ατομικό βιβλιάριο υγείας.

4.            Μείωση των απαιτούμενων ενσήμων για την ανανέωση της άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία, με πάγια ρύθμιση και όχι έκτατη ανά έτος

5.            Χορήγηση βιβλιαρίου πρόνοιας σε όσους εξέπεσαν της νομιμότητας, εφόσον είχαν στο παρελθόν άδεια διαμονής σε ισχύ – το ίδιο και για τους δικαιούχους ανθρωπιστικού καθεστώτος.

6.            Σε περίπτωση που η αίτηση για ανανέωση ή χορήγηση άδειας διαμονής πρόκειται να απορριφθεί, να παρέχεται ρητά η δυνατότητα στη διοίκηση να υπαγάγει τον αιτούντα έπειτα από ακρόαση σε άλλη κατηγορία άδειας που ενδεχομένως εμπίπτει (οικογενειακή επανένωση, εξαιρετικοί λόγοι) πριν την οριστική απόρριψη. Για τον διοικούμενο αυτό σημαίνει οικονομία σε χρόνο και χρήμα ενώ για το κράτος ταχύτητα αλλά και εξοικονόμηση ανθρώπινων πόρων και μείωση γραφειοκρατίας.

ΑΛΛΩΣ:

Ρύθμιση τουλάχιστον ανθρωπιστικού – εξαιρετικών λόγων με ενδιάμεση διαδικασία προ της απόρριψης και έκδοσης πράξης επιστροφής. Μια τέτοια ρύθμιση ενσωματώνει νομολογία και ΔΕΕ και ΕΔΔΑ περί επιστροφής, δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης και άρ. 8 ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένα:

Όπως ισχύει σήμερα ο ν.3907/2011, η έκδοση απόφασης επιστροφής αποτελεί στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων αυτόθροη συνέπεια της απόρριψης οποιουδήποτε αιτήματος για έκδοση άδειας διαμονής από ενήλικο αλλοδαπό. Με δεδομένη δε την πάγια ελληνική νομολογία ότι δεν απαιτείται κλήση σε προηγούμενη ακρόαση όταν ο διοικούμενος έχει καταθέσει ο ίδιος την αίτηση που οδηγεί στην έκδοση της επιβλαβούς για τον ίδιο πράξης, κατά κανόνα οι αλλοδαποί δεν καλούνται σε ακρόαση πριν την έκδοση της απορριπτικής απόφασης για το αίτημα διαμονής τους και της πράξης επιστροφής τους. Το 8 παρ. 6 του ν.4251/2014 (νέος κώδικας μετανάστευσης) προβλέπει δυνατότητα (και όχι υποχρέωση) κλήσης σε ακρόαση των αιτούμενων άδειας διαμονής.

Με τις αποφάσεις Boudjlida και Mukarubega (Νοέμβριος και Δεκέμβριος 2014) το ΔΕΕ έκρινε, εν περιλήψει, ότι ανεξαρτήτως του τι ισχύει για την άδεια διαμονής, το διαδικαστικό δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης πρέπει οπωσδήποτε να τηρείται πριν την έκδοση της πράξης επιστροφής. Το δικαίωμα αυτό ικανοποιείται, κατά το ΔΕΕ, αν ο αιτών έχει κληθεί σε ακρόαση είτε πριν την απόρριψη του αιτήματος για άδεια διαμονής είτε μετά από αυτό και πριν την έκδοση της πράξης επιστροφής, αλλά πάντως πρέπει να εξετάζεται και η προσωπική του κατάσταση.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 19 του ν.4251/2014 ο Υπουργός Εσωτερικών μπορεί να χορηγεί ετήσιες άδειες διαμονής για εξαιρετικούς λόγους σε όσους αλλοδαπούς έχουν αποδεδειγμένα ισχυρούς δεσμούς με τη χώρα, ενώ στο 21 παρ. 4 του ν. 3907/2011 λέει ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγούν ανά πάσα στιγμή άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους ή λόγους φιλευσπλαχνίας κλπ.

Από όλα αυτά μπορούμε να συνάγουμε ότι η διαδικασία χορήγησης ή ανανέωσης άδειας διαμονής πρέπει να αναμορφωθεί ως εξής: Σε περίπτωση που η αίτηση χορήγησης ή ανανέωσης της άδειας διαμονής του αλλοδαπού τείνει σε απόρριψη, η Διοίκηση οφείλει να καλέσει τον αιτούντα σε συνέντευξη (το αν αυτό θα γίνει ενώπιον της πενταμελούς επιτροπής μετανάστευσης του αρ. 134 ή ενώπιον κάποιου πιο ευέλικτου οργάνου, π.χ. δύο ή τριών υπαλλήλων του τμήματος αλλοδαπών είναι ζήτημα επιλογής) πριν την έκδοση της απορριπτικής απόφασης. Στη συνέντευξη αυτή δεν αρκεί να τον ενημερώσουν για τα προβλήματα της αίτησής του και να εκφέρει τις απόψεις του μόνο επ’ αυτών (όπως μέχρι τώρα συμβαίνει στις περιπτώσεις που τηρείται ο τύπος της προηγούμενης ακρόασης), αλλά θα πρέπει να του γίνουν συγκεκριμένες ερωτήσεις για τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 19 (πολύ καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας, φοίτηση σε ελληνικά σχολεία, χρόνος νόμιμης διαμονής στη χώρα, καταβολή ασφαλιστικών εισφορών και εκπλήρωση φορολογικών υποχρεώσεων, συγγενικός δεσμός με έλληνα πολίτη ή ομογενή – ή κοινοτικό υπήκοο).

Με βάση τη συνέντευξη αυτή ο ΓΓ της Αποκεντρωμένης θα εκδίδει απευθείας δύο πράξεις σε μία: απόρριψη του κυρίου αιτήματος του αλλοδαπού (εφόσον πάει για απόρριψη) και έκδοση άδειας για ανθρωπιστικούς, οπότε δεν θα τίθεται ζήτημα έκδοσης πράξης επιστροφής.

Μια διαφορετική πορεία θα ήταν να του γίνεται σύσταση στη συνέντευξη να υποβάλει εκείνη τη στιγμή αίτημα για ανθρωπιστικούς που να εξετάζεται παράλληλα – απλά αυτό μπορεί να ερμηνεύεται ως αποδυνάμωση του κύριου αιτήματος του αλλοδαπού, οπότε ο ίδιος να αποφεύγει να το κάνει.

Με τον τρόπο αυτό, πρώτον, θα τηρείται ο τύπος της ακρόασης όπως ορίζει το ΔΕΕ. Δεύτερον, θα αποφορτιστούν τα δικαστήρια από πολύ μεγάλο αριθμό υποθέσεων που αφορά περιπτώσεις αλλοδαπών που εμπίπτουν στην κατηγορία των δικαιούμενων άδειας για ανθρωπιστικούς, αλλά βγαίνουν εις βάρος τους πράξεις επιστροφής τις οποίες αναγκάζονται να προσβάλλουν για να πάρουν αναστολή (ενώ στη συνέχεια δεν μπορούν να καταθέσουν αίτημα για άδεια για εξαιρετικούς λόγους, διότι υπάρχει εκκρεμής δίκη για το προηγούμενο αίτημά τους). Τρίτον, θα ολοκληρώνεται σε σύντομο σχετικά χρόνο και με μία διαδικασία η υπόθεση κάθε αλλοδαπού. Τέταρτον, δεν θα χάνεται η συνέχεια του χρόνου νόμιμης διαμονής.

Η επιβολή της υποχρέωσης κλήσης σε ακρόαση καλό είναι να εισαχθεί με νόμο. Τα υπόλοιπα (κυρίως αναλυτικά οι ερωτήσεις στις οποίες πρέπει να απαντήσει ο αλλοδαπός με τήρηση πρακτικών, ώστε να μην καταντήσει τυπική, διεκπεραιωτική διαδικασία σε βάρος των αλλοδαπών η όλη ιστορία) μπορούν να οριστούν με ΥΑ ή ίσως και με εγκύκλιο.

7.            Χορήγηση βεβαίωσης τύπου Α’ σε όσους υποβάλλουν αίτημα για εξαιρετικούς λόγους (δηλ. με πολλά δικαιολογητικά) ή εναλλακτικά τουλάχιστον σε όσους εξ αυτών είχαν στο παρελθόν έστω μια φορά νόμιμη άδεια διαμονής. Αυτό συνεπάγεται μάλλον την προεξέταση του φακέλου (τουλάχιστον για την πρώτη περίπτωση) από υπάλληλο κατά την παραλαβή της αίτησης.

8.            Η ρύθμιση των λοιπών τύπων ανθρωπιστικού καθεστώτος να μπει στον Μεταναστευτικό Κώδικα και όχι σε υπουργική απόφαση όπως ισχύει σήμερα.

9.            Μετατροπή των διαφορών των αλλοδαπών από ακυρωτικές σε ουσίας. Ο ουσιαστικός έλεγχος δίνει μεγαλύτερα περιθώρια στον δικαστή να κρίνει τις διοικητικές πράξεις από ότι απλώς ο έλεγχος της αιτιολογίας τους: π.χ. το περιεχόμενο της έννοιας “κίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια” ή τη συνδρομή των προϋποθέσεων ανανέωσης μιας άδειας διαμονής. Το ίδιο θα έπρεπε να συμβεί και με τις διαφορές από άσυλο. Σε γενικές γραμμές, ο ακυρωτικός έλεγχος είναι περιορισμένος έλεγχος που αναφέρεται (ιστορικά και εννοιολογικά) σε μια διαφορετική αντίληψη για τη σχέση δικαιοσύνης και δημόσιας διοίκησης από αυτή στην οποία έχουμε φθάσει σήμερα, οπότε καλό είναι να περιορίζεται στις άκρως αναγκαίες κατηγορίες υποθέσεων.

10.         Απαγόρευση σύλληψης όσων αλλοδαπών χωρίς χαρτιά καταγγέλλουν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας – άμεσα να ενημερώνεται ο εισαγγελέας και το θύμα να έχει πρόσβαση σε υπηρεσίες παροχής συμβουλευτικής/ψυχολογικής βοήθειας και σε (προσωρινή) φιλοξενία σε δομές για θύματα ενδοοικογενειακής βίας/κακοποιημένων γυναικών. Εάν προκύπτουν ισχυρές ενδείξεις ότι τελέστηκε το έγκλημα, να χορηγείται προθεσμία για υποβολή αίτησης για άδεια διαμονής (ανθρωπιστικό) και βεβαίωση κατάθεσης κατά τη διάρκεια των οποίων να εξασφαλίζεται η νόμιμη διαμονή.

11.         Επέκταση δυνατότητας πρόσβασης στην εκπαίδευση κάθε είδους σε ενήλικες.

12.         Αναβολή απομάκρυνσης – αναστολή απέλασης: εξίσωση δικαιωμάτων

 

Β’ ΑΣΥΛΟ

1.Υλοποίηση των «hotspots» και του προγράμματος μετεγκατάστασης αιτούντων άσυλο από την Ελλάδα προς άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τρόπο ώστε να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα όλων των νεοεισερχομένων και, ιδίως, όσων δεν θα είναι πρόσφυγες και θα είναι προς επιστροφή. Στο πλαίσιο αυτό είναι απολύτως αναγκαίο να αποφευχθεί η οπισθοδρόμηση και καταφυγή στο μέτρο της καθολικής κράτησης χωρίς εξατομικευμένη εξέταση κάθε περίπτωσης και χωρίς να έχουν εξαντληθεί όλα τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα

2. Ενίσχυση της περαιτέρω στελέχωσης της Υπηρεσίας Ασύλου για να μπορέσει να εξασφαλισθεί η πρόσβαση όλων στη διαδικασία ασύλου.

3. Άμεση επαναλειτουργία των Επιτροπών Προσφυγών της Αρχής Προσφυγών του Ν.3907/2011 έτσι ώστε να μην παραβιάζεται το δικαίωμα των απορριφθέντων αιτούντων στην άσκηση αποτελεσματικής προσφυγής.

3. Επαναφορά της αρμοδιότητας της χορήγησης ανθρωπιστικού καθεστώτος στα όργανα της κρίσης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας (Υπηρεσία Ασύλου, Επιτροπές Προσφυγών του Ν.3907/2011 και των Επιτροπών Προσφυγών για την εξέταση του backlog των παλαιότερων προσφυγών του ΠΔ 114/2010), έτσι ώστε η κρίση περί της παραβίασης ή μη του άρθρου 3 ΕΣΔΑ να εναπόκειται στα εν λόγω όργανα. Το σύστημα παραπομπής στο Υπουργείο Εσωτερικών ενέχει τον κίνδυνο, λόγω διοικητικών αδυναμιών, να στερήσει από μακροχρόνιους αιτούντες άσυλο των οποίων το αίτημα απορρίπτεται, τη δυνατότητα να απολαύσουν τα δικαιώματα που έχουν εν τω μεταξύ αποκτήσει λόγω της δημιουργίας δεσμών με την χώρα.

4. Δυνατότητα τέλεσης γάμου αιτούντων άσυλο (υπάρχει συναφής νομολογία για αιτούντες άσυλο αφού γι’ αυτούς τεκμαίρεται ότι έχουν διακόψει τη σχέση τους με τη χώρα καταγωγής, οπότε δεν μπορεί να υπάρχει υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων).

5.  Πρόσβαση στην εργασία αιτούντων άσυλο χωρίς περιορισμούς.

6.   Άρση των υπερβολικών οικονομικών απαιτήσεων για την αίτηση για οικογενειακή επανένωση από πρόσφυγες.

Γ’ ΚΡΑΤΗΣΗ

1.            Κατοχύρωση της πρόσβασης μελών της κοινωνίας των πολιτών σε δομές κράτησης.

2.            Συσχέτιση της κράτησης με το εφικτό της απέλασης: να μπει ρητά υποχρέωση της διοίκησης να απολύει/να μην κρατά αλλοδαπούς των οποίων η κράτηση είναι ανέφικτη (για διάφορους λόγους) –ότι αυτό είναι ζήτημα ελέγχου από το διοικητικό δικαστή όταν κρίνει επί αντιρρήσεων. Να εξηγηθεί σε εγκυκλίους ενδεχομένους τι μπορεί να συνιστά «λογική προοπτική απομάκρυνσης» ώστε σε αντίθετη περίπτωση να απολύονται οι κρατούμενοι (π.χ. έλλειψη διπλωματικών σχέσεων με το κράτος καταγωγής με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η αναγνώριση των κρατουμένων για να εκδοθούν στη συνέχεια ταξιδιωτικά έγγραφα και να πραγματοποιηθεί η απέλαση/επιστροφή.

Δ’ «ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ»

Πρόκειται για την ποινικοποίηση μορφών συνδρομής σε μετανάστες χωρίς δικαίωμα εισόδου και διαμονής στη χώρα. Η σχετική συζήτηση στη Γαλλία οδήγησε στην εν μέρει τροποποίηση του άρθρου L.622-1 του κώδικα μετανάστευσης και σε διάφορες προτάσεις για περαιτέρω τροποποίησή του.

 

1.            Άρθρο 29 παρ. 6

«Όποιος διευκολύνει την παράνομη διαμονή πολίτη τρίτης χώρας ή δυσχεραίνει τις έρευνες των αστυνομικών αρχών για εντοπισμό, σύλληψη και απέλασή του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και με χρηματική ποινή τουλάχιστον πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Αν ο ανωτέρω ενήργησε εκ κερδοσκοπίας, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ»

 

Μπορεί να προβλεφθεί ότι η διευκόλυνση παράνομης διαμονής τιμωρείται μόνο αν προκύπτει σκοπός κερδοσκοπίας και να οριστεί περαιτέρω ότι σκοπός κερδοσκοπίας δεν υπάρχει σε περιπτώσεις όπου η διευκόλυνση  γίνεται από συγγενείς ως τρίτου βαθμού ή μέλη οργανώσεων μη κερδοσκοπικών χαρακτήρα που παρέχουν βοήθεια για προστασία της υγείας ή της αξιοπρέπειας των μεταναστών ή στο πλαίσιο αναγνωρισμένων δομών στέγασης και φιλοξενίας.

 

Είναι βέβαια προς συζήτηση αν η απλή εκμίσθωση οικήματος σε αλλοδαπό που δεν έχει δικαίωμα νόμιμης διαμονής (διότι π.χ. εξέπεσε της νομιμότητας κατά τη διάρκεια της διαμονής του) είναι δυνατόν να θεωρηθεί αδίκημα και αν συνεπώς πρέπει να εξαιρεθεί επίσης, οπότε να θεωρείται αδίκημα μόνο η με τρόπο που προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια διευκόλυνση διαμονής αλλοδαπού (π.χ. σε παραπήγματα στα χωράφια ή δέκα μαζί σε ένα μικρό διαμέρισμα με αμοιβή κατά κεφάλι).

 

2.            Άρθρο 30 παρ. 1

Μεταφορά στο εσωτερικό της χώρας:

«1. Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα πολίτες τρίτων χωρών, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους παραλαμβάνουν από τα σημεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα, για να τους προωθήσουν στο εσωτερικό της χώρας ή στο έδαφος κράτους – μέλους της Ε.Ε. ή τρίτης χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, τιμωρούνται: α. με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και χρηματική

 

ποινή δέκα χιλιάδων (10.000) έως τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, β. με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή τριάντα χιλιάδων (30.000) έως εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν ο υπαίτιος ενεργεί εκ κερδοσκοπίας, κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος ή έχει την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου ή τουριστικού ή ναυτιλιακού ή ταξιδιωτικού πράκτορα ή αν δύο ή περισσότεροι ενεργούν από κοινού, γ. με κάθειρξη τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, δ. με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή τουλάχιστον επτακοσίων χιλιάδων (700.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν στην περίπτωση γ΄ επήλθε θάνατος.»

 

Ενώ η διασυνοριακή μεταφορά κατά κανόνα αποτελεί τμήμα οργανωμένου, σε κάποιο βαθμό, εγκλήματος, η προώθηση στο εσωτερικό της χώρας μπορεί να καταλάβει ακόμη και το απλό ωτοστόπ ή τη διευκόλυνση έκδοσης εισιτηρίου στον ΟΣΕ.

 

Πρόταση: το α) να καταργηθεί όσον αφορά την προώθηση στο εσωτερικό της χώρας, το β) να γίνει πλημμέλημα τα γ) και δ) να μείνουν ως έχουν, ώστε τελικώς η προώθηση στο εσωτερικό της χώρας να τιμωρείται μόνο αν υπάρχει σκοπός κερδοσκοπίας. Και εδώ μπορεί να διατυπωθεί υπό τη μορφή εξαιρέσεων: προώθηση με σκοπό την κερδοσκοπία τεκμαίρεται ότι δεν υπάρχει για συγγενείς, μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων, περιπτώσεις παροχής βοήθειας σε ανθρώπους σε κίνδυνο κλπ.

 

Ε. ΣΥΡΙΟΙ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Παρ’ όλες τις βελτιώσεις στην αντιμετώπιση του προσφυγικού ρεύματος και τις αντικειμενικές αδυναμίες που καθορίζει η ανάγκη κοινών πολιτικών στο πλαίσιο της ΕΕ αν όχι σε οικουμενικό επίπεδο, η ελληνική κυβέρνηση καλείται συνεχώς να προσαρμόζεται στις αντικειμενικές συνθήκες και δεδομένα αλλά χωρίς να διολισθαίνει σε εκπτώσεις κατά την εφαρμογή των θεμελιωδών κανόνων και αρχών που υπαγορεύει το σχετικό δίκαιο  Η πρόσφατη όξυνση των φαινομένων και το χαοτικό σχήμα εφαρμογής ενός κοινού διεθνούς  δικαίου εντός των ευρωπαϊκών συνόρων καταδεικνύει τις αδράνειες να υιοθετηθούν όλα εκείνα τα αναγκαία μέτρα σύμφωνα με τις εθνικές, νομικά δεσμευτικές υποχρεώσεις αναφορικά με την κοινωνική  μέριμνα των προσφύγων. Δυστυχώς, οι πρόσφυγες, είτε βρίσκονται στο νομικό καθεστώς του αιτούντα άσυλο, είτε σε αυτό του αναγνωρισμένου πρόσφυγα, είτε τελούν υπό καθεστώς εξάμηνης αναβολής απομάκρυνσης, αφήνονται από την ελληνική πολιτεία μόνοι τους να καλύψουν τις βιοτικές τους ανάγκες. Ως αποτέλεσμα, αν δεν διαθέτουν χρήματα, καταλήγουν άστεγοι, εκτεθειμένοι στο κρύο, την πείνα και την εγκληματικότητα. Επιπλέον, εκτός από τους

 

αναγνωρισμένους πρόσφυγες, η πρόσβαση στην εργασία είναι πρακτικά αδύνατη, ακόμα και για τους δικαιούχους επικουρικής προστασίας[1].

Για όσους αιτούντες άσυλο παραμένουν στην Ελλάδα και όσους αναγνωρισμένους πρόσφυγες ζουν στην Ελλάδα, η ελληνική πολιτεία οφείλει να μεριμνήσει ώστε να λάβει υπόψη της  καταδικαστικές αποφάσεις από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που επανειλημμένα έχει κρίνει ότι η ζωή των αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα ισοδυναμεί με απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, είτε ως κρατουμένων, είτε ως ελεύθερων[2]. Τα αρμόδια Υπουργεία, οφείλουν να  δημιουργήσουν δομές φιλοξενίας, χωρίς να μεταθέτουν το βάρος της επιβίωσης και της κοινωνικής προστασίας των προσφύγων ολοκληρωτικά σε μη κυβερνητικές οργανώσεις. Ομοίως, οι Δήμοι και Περιφέρειες που δέχονται μεγάλο αριθμό προσφύγων δεν μπορούν να συνεχίσουν να τους οδηγούν σε καταστάσεις απελπισίας και απόλυτου κοινωνικού αδιεξόδου και να τους «παραδίδουν» στην ουσία σε παράνομα κυκλώματα διακίνησης και συχνά στο θάνατο. Είναι επιτακτική και κατεπείγουσα η ανάγκη για άμεση και ταχεία ενεργοποίηση των οργάνων σας μέσω των αρμόδιων διευθύνσεων κοινωνικής μέριμνας και αλληλεγγύης, να επιμεληθούν, ως έχουν υποχρέωση, για την στέγαση των πληθυσμών αυτών και την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών.

Οι νομικές υποχρεώσεις όμως της ελληνικής πολιτείας δεν εξαντλούνται στην – ακόμη και σήμερα περιορισμένη- πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου και στην αναγνώριση του προσφυγικού καθεστώτος. Είναι υποχρεωμένη να δημιουργήσει δομές φιλοξενίας αιτούντων άσυλο και ευάλωτων ομάδων[3] για τις οποίες άλλωστε λαμβάνει ή μπορεί να λάβει ευρωπαϊκή χρηματοδότηση[4]. Ομοίως, είναι νομικά δεσμευμένη να εντάξει τους αιτούντες άσυλο και τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες στην αγορά εργασίας και σε προγράμματα κοινωνικής προστασίας, καθώς και να διασφαλίσει στους αναγνωρισμένους πρόσφυγες ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα[5]. Ομοίως, για όσους δεν βρίσκονται στη διαδικασία ασύλου, αλλά έχουν συλληφθεί και έχουν αφεθεί ελεύθεροι υπό καθεστώς αναβολής απομάκρυνσης,  η πολιτεία

 

οφείλει κατά το νόμο να διασφαλίσει ότι θα απολαμβάνουν κατά το χρονικό αυτό διάστημα στοιχειώδεις όρους αξιοπρεπούς προσωρινής στέγασης σε εγκαταστάσεις δημόσιου ή κοινωφελούς χαρακτήρα και ότι θα καλύπτονται οι άμεσες βιοτικές τους ανάγκες και η πρόσβασή τους στην υγειονομική περίθαλψη και την εκπαίδευση. Αν μάλιστα αδυνατεί να ανταπεξέλθει σε αυτή τους την υποχρέωση τότε, με βάση το νόμο, οφείλει να χορηγεί άδειες εργασίας και να εγγυάται την ασφαλιστική τους κάλυψη[6].

Τέλος, είναι αναγκαία η ενσωμάτωση της οδηγίας 2013/33/ΕΕ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία, την διευκόλυνση της πρόσβασης στην εργασία των αιτούντων άσυλο και των προσφύγων, η αλλαγή των όρων για την έκδοση άδειας εργασίας των αιτούντων άσυλο αλλά και η έκδοση του προεδρικού διατάγματος που θα αναγνωρίσει το δικαίωμα για άδεια εργασίας σε όσους είναι υπό καθεστώς αναβολής απομάκρυνσης.

 

 

ΣΤ. ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ

 

Σχετικά με τις επιτροπές πολιτογράφησης ενήλικων «αλλογενών αλλοδαπών», παρατηρούνται δύο προβλήματα τα οποία έχουν οδηγήσει στην διολίσθηση του ρόλου των επιτροπών και κατά συνέπεια της εφαρμογής του νόμου σχετικά με την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας. Πρώτο ζήτημα αφορά την μη συμμετοχή των δύο μελών που προβλέπει ο νόμος εκτός διοίκησης καθ’ υπόδειξη της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των πανεπιστημίων, καθώς δεν δίνονται κίνητρα για την συμμετοχή των μελών αυτών αλλά και ως απόρροια της κόπωσης συνεχούς εθελοντικής συμμετοχής των ίδιων ατόμων. Ενώ αρχικά η συμμετοχή τους είχε λειτουργήσει αναβαθμιστικά στην αποτελεσματικότητα των επιτροπών στη συνέχεια, με την συχνή απουσία δύο εκ των τριών μελών, οι επιτροπές, αποτελούμενες μόνο από στελέχη της Διοίκησης, προσανατολίστηκαν σε μια αυστηρή ερμηνεία του νόμου, εξ ου και το δεύτερο και ουσιαστικό πρόβλημα: η προφορική εξέταση των υποψηφίων έχει μετατραπεί σε μια εξέταση ιστορίας και πατριδογνωσίας εντελώς εργαλειακού τύπου που οδηγεί στην απόρριψη υποψηφίων με ισχυρούς βιοτικούς δεσμούς με τη χώρα και αυξημένο βαθμό ένταξης. Οι διαπιστώσεις αυτές προέρχονται από τις μαρτυρίες μελών της Ένωσής μας, που αφορούν πλήθος επιτροπών. Συχνά μάλιστα διατυπώνεται μια ακραία ξενοφοβική στάση ορισμένων στελεχών της Διοίκησης που αποτυπώνεται στην τελική κρίση της επιτροπής.

 

Τέλος, έχει παρατηρηθεί η μαζική ανάκληση της ελληνικής ιθαγένειας από ομογενείς για λόγους που αφορά παρατυπίες των δικαιολογητικών εγγράφων που είχαν αρχικά καταθέσει (από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας-Θράκης). Συχνά η Διοίκηση τους εξομοιώνει με τις περιπτώσεις που έχει διακριβωθεί η  χρήση πλαστών εγγράφων, καθώς δεν τους επιτρέπεται η  επανα-κατάθεση των εγγράφων τους με τα απαιτούμενα στοιχεία, χωρίς προηγούμενη ακρόαση. Αναλυτικά βλ. υπόμνημά μας στο:   http://www.hlhr.gr/?MDL=pages&SiteID=1163.

           



[1] Βλ. Εγκύκλιο Υπουργείου Εργασίας, από 19/10/ 2012, αριθ. πρωτ.: 19000 / 442 που απαιτεί βεβαίωση του ΟΑΕΔ ότι δεν υπάρχουν Έλληνες άνεργοι στον συγκεκριμένο τομέα εργασίας.

[2] Βλ. ενδεικτικά: Al. K. v. Greece (no. 63542/11), Mohamad v. Greece (no. 70586/11, 15/12/2014, Horshill v Greece, (no. 70427/11) 1/8/2013, MSS v. Belgium and Greece, (no 30696/09), 21/1/2011.

[3] Ενδεικτικά βλ. άρθρα 8 Α ν. 3907/2011 και 5Α π.δ. 102/2012 και Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία.

[4] Κανονισμός 1304/2013, Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, και υπουργικές αποφάσεις για τη «Συγχρηματοδότηση της Υπηρεσίας Διαχείρισης Ευρωπαϊκών και Αναπτυξιακών Προγραμμάτων του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και Προστασίας του Πολίτη» (ενδεικτικά Υ.Α. αρ. 16859/ΕΥΔ & ΠΛΑΠ 355 (ΦΕΚ Β’ 947/15/04/2014) «Ανάπτυξη των δυνατοτήτων διαχείρισης των εθνικών συστημάτων ασύλου και της μετανάστευσης», ΚΥΑ 121//2014 (ΥΑ 12104/ΕΥΔ&ΠΛΑΠ 275 ΦΕΚ Β 781 2014): Καθορ. συστήματος διαχείρισης-ελέγχου υλοποίησης Χρημ/κού Μηχανισμού ΕΟΧ 2009-2014 & κατανομή πόρων).

[5] Άρθρο 38 ΠΔ 113/2014 και άρθρο 4 υ.α. 398//2014 (ΥΑ 39892/ΓΔ1.2 ΦΕΚ Β 3018 2014).

[6] Άρθρο 37 παρ. 5 ν. 3907/2011 που ενσωμάτωσε την Oδηγία 2008/115/ΕΚ.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Τα πρόσωπα από την Άγκυρα. Του Γιάννη Αλμπάνη

ΕΡΤ3: Για πρώτη φορά σε μία εκπομπή όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές για τις Σκουριές