in

Έκθεση «Ρατσισμός και διακρίσεις στην Ελλάδα σήμερα»- Γράφει για το alterthess εκ των συντακτών της ο Αντώνης Γαζάκης

Έκθεση «Ρατσισμός και διακρίσεις στην Ελλάδα σήμερα»- Γράφει για το alterthess εκ των συντακτών της ο Αντώνης Γαζάκης

Όταν το ελληνικό παράρτημα του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ απευθύνθηκε στη Δέσποινα Συρρή, τον Ανδρέα Τάκη και τον γράφοντα για να μας αναθέσει τη σύνταξη μιας έκθεσης για το ρατσισμό και τις διακρίσεις στη χώρα μας, βρισκόμασταν σε μια ιδιαίτερη χρονική συγκυρία σε σχέση με τα ζητήματα αυτά. Είχαμε από τη μια την τρίτη θέση του ναζιστικού κόμματος της Χρυσής Αυγής στις πρόσφατες ευρωεκλογές, και τις επιτυχίες της στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης, την ίδια στιγμή που τα περισσότερα από τα υψηλά στελέχη της βρίσκονται προφυλακισμένα. Από την άλλη η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου προσπαθούσε να θολώσει τα νερά της πολυσχιδούς ρατσιστικής της πολιτικής με έναν κατ’ όνομα μόνο «αντιρατσιστικό» νόμο που, αφού τον περιέφερε για μήνες στους διαδρόμους της Βουλής, τον έφερε προς ψήφιση με τέτοια τελική μορφή που πιθανότατα θα δημιουργήσει στο μέλλον περισσότερα προβλήματα από όσα θα απαντήσει.

Γράφει ο Αντώνης Γαζάκης

Με βάση τα παραπάνω λοιπόν η πρόθεσή μας κατά τη συγγραφή της έκθεσης ήταν πολλαπλή: να περιγράψουμε το νομοθετικό και θεσμικό πλαίσιο σε σχέση με τις ρατσιστικές και διακρισιακές πρακτικές στην Ελλάδα, να διερευνήσουμε την πρακτική (μη) εφαρμογή των παραπάνω από την εκτελεστική εξουσία, την αστυνομία και τις δικαστικές αρχές, να σκιαγραφήσουμε με αδρές γραμμές την έξαρση της ρατσιστικής βίας στη χώρα την τελευταία τριετία, να εντοπίσουμε το ρόλο που έχουν στην τροφοδότηση και ενίσχυση του ρατσιστικού φαινομένου τα ΜΜΕ και η εκπαίδευση, και τέλος, αφού αναφερθούμε στο αντίπαλο δέος του ρατσισμού στη χώρα μας, το αντιρατσιστικό κίνημα δηλαδή και τις οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να προτείνουμε πρακτικές και πρωτοβουλίες που, κατά τη γνώμη μας, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν προς την κατεύθυνση της καταπολέμησης του ρατσισμού στη χώρα μας. Ως προς αυτό το τελευταίο φυσικά δεν έχουμε καμιά αυταπάτη και δηλώνουμε ρητά στην εισαγωγή των προτάσεων της έκθεσης ότι «μια τέτοια στρατηγική είναι σε θέση να έχει πλήρη αποτελέσματα μόνο στο πλαίσιο ενός συνολικότερου προγράμματος πολιτικής ισότητας και εν τέλει κοινωνικής δικαιοσύνης που θα οδηγήσει στην εξάλειψη ή έστω στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, βασικής γενεσιουργού αιτίας του ρατσισμού.»

Το πεδίο μελέτης μας βέβαια φαντάζει αχανές, η ανάγκη όμως να αποτελέσει αυτή η έκθεση εύχρηστο ανάγνωσμα ακόμη και στο μέσο αναγνώστη εντός και εκτός Ελλάδας (η έκθεση ήδη έχει μεταφραστεί στα αγγλικά) μας οδήγησε σε ένα ιδιαίτερα πυκνό κείμενο, το οποίο για λόγους οικονομίας χώρου, αλλά και επικαιρότητας, δεν εστιάζει σε πολλά συγκεκριμένα παραδείγματα ρατσιστικής συμπεριφοράς, και όπου αυτό συμβαίνει, η –επιγραμματική- αναφορά γίνεται κυρίως σε μετανάστες και πρόσφυγες, που είναι και η συντριπτική πλειονότητα των πρόσφατων θυμάτων.

Πέρα από το πλήθος των πληροφοριών για τα διάφορα επιμέρους θέματα  που περιλαμβάνει η έκθεση, την οποία μπορεί να βρει κανείς δωρεάν στη διεύθυνση, τα βασικά συμπεράσματα του τελικού κειμένου της, μπορούν, ακολουθώντας τις προαναφερθείσες προθέσεις των συγγραφέων, να συνοψιστούν στα εξής: παρά τα θρυλούμενα, η χώρα μας διαθέτει επαρκές θεσμικό πλαίσιο για να αντιμετωπίσει ρατσιστικές συμπεριφορές. Αυτό που είναι προφανές όμως ότι λείπει είναι η πολιτική βούληση για την ενεργοποίηση των θεσμών και των νόμων προς την κατεύθυνση της προστασίας των θυμάτων αυτών των συμπεριφορών, πράγμα που οδήγησε και στην γεωμετρική τους αύξηση, μέχρι τουλάχιστον τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και τις επακόλουθες συλλήψεις των μελών της ΧΑ. Την ίδια στιγμή, οι πρακτικές των κυβερνήσεων, ιδίως της σημερινής, οδηγούν, ανοιχτά πολλές φορές, σε μια πολιτική διακρίσεων, η οποία μάλιστα απευθύνεται σε όλο και ευρύτερες ομάδες του πληθυσμού. Επιπλέον, θεωρούμε δεδομένο ότι ο ρατσισμός στην Ελλάδα, παρότι γνωρίζει έξαρση τα τελευταία χρόνια, δεν είναι καινοφανής, αλλά υπήρχε σε χαμηλή ένταση πάντα στην ελληνική κοινωνία, παιδί του εθνικισμού, του λαϊκισμού και του ανορθολογισμού που απαντώνται εν αφθονία σε μεγάλα τμήματα του ελληνικού λαού, και τα οποία η ελληνική εκπαίδευση, όπως προκύπτει και από το σχετικό τμήμα της έκθεσης, τα καλλιεργεί λιγότερο ή περισσότερο συστηματικά.

Η πρόσφατη ευδοκίμηση του ρατσιστικού λόγου και της ρατσιστικής βίας, που καταγράφεται και στην έκθεση, δεν είναι άσχετη με την οικονομική κρίση που, με την υποδαύλιση πολιτικών κομμάτων και ΜΜΕ, οδηγεί αυτά τα τμήματα είτε σε μια απαίτηση για επιστροφή σε ένα φαντασιακό παρελθόν βασισμένο στην ομοιογένεια και τη φυλετική καθαρότητα είτε σε μια υιοθέτηση της βίας από τη στιγμή που «το κράτος δεν κάνει καλά τη δουλειά του». Αυτή ακριβώς η απόσυρση του κράτους από την υποχρέωσή του για ισονομία και ισοπολιτεία, αλλά κυρίως από τον κοινωνικό του ρόλο, θεωρείται από την έκθεση και ένας από τους βασικότερους παράγοντες της ρατσιστικής έκρηξης, και προς την κατεύθυνση ακριβώς της επανενεργοποίησής του κινούνται οι περισσότερες από τις προτάσεις που κλείνουν την έκθεση: «τα σημεία επιτυχίας του εγχειρήματος να καταπολεμηθεί ο ρατσισμός δεν οφείλονται στην έγκαιρη ποινική καταστολή των ρατσιστικών φαινομένων και μάλιστα με κάποια «αντιρατσιστική» ρύθμιση, αλλά μάλλον στο απλό γεγονός της κινητοποίησης του κράτους ώστε να εκπληρώσει τον συνταγματικά επιβεβλημένο ρόλο του ως φορέα κοινωνικής ειρήνευσης και εγγύησης των δικαιωμάτων του καθενός.»

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η έκθεση κάνει ειδική αναφορά στο ρόλο τόσο των ΜΜΕ, όσο και της εκπαίδευσης, και αυτό που συμπεραίνεται και στις δύο περιπτώσεις είναι και πάλι η ύπαρξη θεσμικού πλαισίου που θεωρητικά έχει αντιρατσιστική και αντιδιακρισιακή στόχευση, αλλά στην πράξη καταστρατηγείται. Ως προς την εκπαίδευση ειδικότερα, σημειώνεται ο ελληνορθόδοξος εθνοκεντρισμός της και η ελλιπής ανταπόκριση της ελληνικής πολιτείας στο θέμα της εκπαίδευσης των μεταναστών και των παλιννοστούντων, ενώ γίνεται αναφορά και στην ενδοσχολική βία με ρατσιστικά κίνητρα και στη συστηματική προσπάθεια της ΧΑ για παρέμβαση στα εκπαιδευτικά πράγματα. Αισιόδοξη νότα η πληθώρα εκπαιδευτικών που είτε ατομικά είτε συλλογικά διαπνέονται από τις αντιρατσιστικές ιδέες και τις εφαρμόζουν στη διδασκαλία τους, αλλά και γενικότερα στο σχολικό περιβάλλον. 

Τέλος, η έκθεση περιλαμβάνει μια αποτίμηση του έργου του αντιρατσιστικού κινήματος στην Ελλάδα και εκτιμά ότι η επιτυχία του να επηρεάσει ουσιαστικά την ελληνική κοινωνία περνά «μέσα από δράσεις προσωπικής συνεύρεσης και συνεργασίας μέσα από δομές αλληλεγγύης, ιδίως όταν βρίσκονται όλοι στην ίδια θέση, όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει όταν προσφεύγουν στα συσσίτια ή τις δομές αλληλέγγυας εκπαίδευσης/ιατρικής φροντίδας», ενώ υπάρχει και ένα επίμετρο επί του πιεστηρίου που σχολιάζει τον πρόσφατο «αντιρατσιστικό» νόμο, η κριτική στον οποίο συμπυκνώνεται στην παρακάτω φράση: «ένα μοντέλο που στηρίζεται στην καταπολέμηση της διακίνησης «προσβλητικών ιδεών» και πολύ λιγότερο στην καθαυτό καταπολέμηση των ρατσιστικών πρακτικών που είναι τόσο έκδηλες στην καθημερινότητα της κοινωνικής μας ζωής.»

Προσδοκούμε η έκθεση αυτή να συμβάλλει τόσο στην ενημέρωση για την υπάρχουσα κατάσταση σε επίπεδο θεσμών και καθημερινής πράξης, όσο και στη συζήτηση για τις στρατηγικές που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν, πάντα στο πλαίσιο μιας άλλης γενικότερης πολιτικής, με σκοπό την καταπολέμηση της γάγγραινας του ρατσισμού και του κοινωνικού αποκλεισμού. Είναι προφανές ότι η έκθεση δεν επιδιώκει να κλείσει τη συζήτηση για το θέμα, αλλά να την ανοίξει, γι’ αυτό και σε κάποια σημεία της διατυπώνει απόψεις σχεδόν αιρετικές. Μια πρώτη δημόσια παρουσίασή της θα γίνει στις 29 Οκτωβρίου στην Αθήνα, στο κτίριο της ΕΣΗΕΑ, με τη συμμετοχή και των τριών συγγραφέων. 

Photo Credit: SOOC

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Οι γενναίοι του Σταύρου Μπρανκαλεόνε. Του Γιώργου Ανανδρανιστάκη

Η αστερωκομητόπληκτη… επιστρέφει τη Δευτέρα!