in

À bout de souffle/ Breathless (1960)- Τα μυστικά μιας από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών

À bout de souffle/ Breathless (1960)- Τα μυστικά μιας από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του πρωτοπόρου Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, μια ταινία που έχει πλέον τη δική της σελίδα στον τόμο την Ιστορίας του Παγκόσμιου Κινηματογράφου καθώς μας σύστησε μαζί με τα «400 χτυπήματα» και το «Χιροσίμα, αγάπη μου», το γαλλικό Νέο Κύμα.

Γράφει η Παρασκευή Γιουβανάκη

-Για να δώσει μια περισσότερο αυθόρμητη και ανεξάρτητη χροιά στο φιλμ, ο κινηματογραφιστής γνωστοποιούσε τις ατάκες του σεναρίου στους ηθοποιούς του, μόλις την ημέρα του γυρίσματος!

-Αδυνατώντας να αγοράσει μια ντόλι (το στήριγμα της κάμερας με ρόδες, για το γύρισμα των τράβελινγκ), ο Γκοντάρ πηγαινοέφερνε…τον διευθυντή φωτογραφίας γύρω γύρω καθισμένο σε αναπηρικό καροτσάκι  για την ολοκλήρωση πολλών σκηνών. Δανείστηκε την ιδέα αυτή από τον Jean-Pierre Melville, ο οποίος είχε χρησιμοποιήσει την ίδια χαμηλού κόστους τεχνική σε δύο ταινίες του, “Bob le flambeur” (1956) και «Οι Λιωμένοι» (1949).

-Σύμφωνα με δηλώσεις του βοηθού σκηνοθέτη, Pierre Rissient, όλες οι τοποθεσίες και οι ώρες γυρισμάτων, είχαν ήδη αποφασιστεί παρά την απουσία του σεναρίου.

-Αντί για τον Jean-Pierre Melville, αρχικά ήθελαν τον Ρομπέρτο Ροσελίνι να κάνει το κάμεο του στην ταινία.

– Το τραγούδι που ακούγεται όταν ο Μισέλ επισκέπτεται το πρώτο κορίτσι του στο Παρίσι, είναι το «Pity Pity» από Πωλ Άνκα (κυκλοφόρησε το 1959).

-Αν και στους τίτλους τέλους βλέπουμε το όνομα του Κλοντ Σαμπρόλ στο κομμάτι των τεχνικών, ο ίδιος υποστηρίζει πως δεν βρέθηκε ποτέ στο γύρισμα. Ούτε ο Φρανσουά Τρυφώ, συμμετείχε στην παραγωγή του φιλμ, παρά τα λεγόμενα του παραγωγού Georges de Beauregard.

-Για να διατηρήσει την παραγωγή φωτεινή και σβέλτη, ο Γκοντάρ επέμενε στο να χρησιμοποιούν φυσικό φωτισμό και να μην είναι βαμμένοι με μεικ απ οι πρωταγωνιστές.

-Τόσο η Τζιν Σίμπεργκ όσο και ο συμπρωταγωνιστής της Ζαν Πολ Μπελμοντό ένιωθαν καθ’ όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων, πως  το φιλμ ήταν τρομερά αποδιοργανωμένο και είχαν αμφιβολίες για το αν θα καταφέρει να «επιβιώσει» διαφημιστικά και κινηματογραφικά.

-Παρά τις φήμες, ο Γκονταρ είχε ένα σενάριο στα χέρια του κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων εκτός από τις πρώτες μέρες των. Για εκείνες τις μέρες, έγραφε τις σκηνές το πρωί και τις γυρνούσε την ίδια μέρα. Το ίδιο έκανε και για το «Ο δαίμων της 11ης ώρας» (1965)-γνωστό και ως « Ο τρελός Πιερό».

-Ο Γκοντάρ είχε ζητήσει από τον Jean-Pierre Melville να τον συμβουλέψει για το πρώτο μοντάζ βγήκε πολύ μεγάλο για να καταφέρει να πάρει διανομή. Ο δεύτερος με τη σειρά του, πρότεινε στον Γκοντάρ να αφαιρέσει όλες τις σκηνές όπου η δράση ήταν αργή έως και ανύπαρκτη. Όμως ο σκηνοθέτης, αντί να κόψει και αφαιρέσει ολόκληρες αυτές τις σκηνές, έκοψε μικρά κομμάτια από δω και κει. Και κάπως έτσι, ας σύστησε την περίφημη τεχνική του “jump cut” .Ο Melville δήλωσε στη συνέχεια πως το αποτέλεσμα ήταν τέλειο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Κάποιες πρώτες σκέψεις για τις εκλογές στη Γερμανία. Της Νάσιας Πλιακογιάννη

«Ματιές στην Ιστορία» 4ο Τετραήμερο Φεστιβάλ Ιστορικού Ντοκιμαντέρ: «Αφιέρωμα στα 100 χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης»