in

Άσε μου μόνο τη φωνή για να σου λέω για τη Ματούλα Ζαμάνη

Άσε μου μόνο τη φωνή για να σου λέω για τη Ματούλα Ζαμάνη

Η Ματούλα Ζαμάνη, μισή από την Παναγία Τρικάλων και μισή από το Μέτσοβο, είναι ολόκληρη με τραγούδια που γράφει και τα αφήνει να ταξιδεύουν στο σύμπαν. Περνάει τις μέρες της στην Αθήνα με τα δυο σκυλιά της, Χάιδω και Χιόνι, και τις νύχτες παίζει μπάσκετ στα γηπεδάκια των Εξαρχείων για να θυμηθεί τα χρόνια της στον Πανελλήνιο και τον Παναθηναϊκό.

Συνέντευξη στην Κική Μουστακίδου για το sarothron.gr

Το καλοκαίρι στα νησιά της είναι η εποχή που της ανήκει. «Αμοργός, Φολέγανδρος και Σαμοθράκη. Αν κόψεις ένα χέρι μου, είναι και  τα τρία αυτά νησιά μέσα». Κάθεται στο πατάρι του Σάρωθρον, πίνει τζιν με πολύ πάγο και φωτίζεται από τις αναμνήσεις. «Πρώτη φορά το λέω: σκέφτομαι να ζήσω μόνιμα στην Αμοργό. Δημιουργώ τις προϋποθέσεις για να ζήσω πια εκεί. Σήμερα παρήγγειλα την ξυλόσομπα, να φανταστείς».

Η «Ματουλάρα», όπως προσφωνείται από το κοινό που όρθιο και ρυθμικό την παρακολουθεί στις συναυλίες της, έκλεισε την καλοκαιρινή της περιοδεία με ένα εκρηκτικό live στη Μονή Λαζαριστών. Την αγαπά τη Θεσσαλονίκη, γιατί έχει ζήσει στην πόλη. «Ξέρω ότι για τους νέους ανθρώπους είναι δύσκολα γιατί δεν υπάρχουν ερεθίσματα, αλλά σου δίνει αυτή η πόλη μια ηρεμία. Με έναν περίπατο που θα πας στην παραλία, θα τα δεις αλλιώς τα πράγματα».

Τον Γενάρη του 2018 θα ηχογραφήσει το νέο της δίσκο, την τρίτη προσωπική της δισκογραφική δουλειά, στο στούντιο του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Με καινούργια δικά της τραγούδια, με το «Πριν» να περιλαμβάνεται σε αυτά. Είναι δύσκολο να «εγκλωβίσεις» την ενέργεια της Ματούλας Ζαμάνη σε μία γραπτή συνέντευξη, αλλά είναι εύκολο να τη λατρέψεις από την αμεσότητα και τη θετική ενέργεια που εκπέμπει.

Μία «φέτα» από την κουβέντα που είχαμε στο Σάρωθρον ξεδιπλώνεται παρακάτω…

Αν σου έλεγα να διηγηθείς τη ζωή σου με μια παραλλαγή ενός γνωστού παραμυθιού, σε ποιο παραμύθι θα διάλεγες να μπεις;
Βασικά δεν ξέρω αν θα είναι παραμύθι, αλλά θα είναι ταινία. Το «Κινούμενο Κάστρο» του Χαγιάο Μιγιαζάκι, ο οποίος με επηρέασε πάρα πολύ. Μου άρεσε αυτό, με το που μπαίνεις σε ένα σπίτι και ανάλογα με το πώς γυρνάς την πόρτα, να αλλάζεις εποχές. Νομίζω στο κεφάλι μου αλλάζουν οι εποχές, τα χρώματα. Πιστεύω βαθιά ότι κάπως έτσι είναι η ζωή μου.

Η αγάπη με τα νησιά πώς προέκυψε; Σε έχω στο μυαλό μου ότι απλά παίρνεις την κιθάρα στον ώμο και περνάς όλα σου τα καλοκαίρια τραγουδώντας σε θάλασσες και ακτές.
Αυτό γίνεται. Από παιδί με τράβαγε, ήμουν από το βουνό και μου έλειπε η θάλασσα. Οπότε ξεκινήσαμε με δύο φίλους να παίζουμε μαζί ρεμπέτικα στην παραλία, σε μπαράκια. Αυτά που γουστάραμε, ρεμπέτικα, λαϊκά και παραδοσιακά χωρίς ταμπέλες. Και πηγαίνοντας κάθε χρόνο άρχισε να θεριεύει η αγάπη αυτή. Αμοργό, Φολέγανδρο, Ίο, Πάρο. Κυκλάδες πάντα παίζαμε. Ώσπου αυτό έγινε τρόπος ζωής. Πάντα πριν τις συναυλίες, για να μπορέσω να έχω χρώμα και ζωή, πάω Φολέγανδρο σε ένα σπίτι χωρίς ρεύμα και κοιμάμαι από τις εννιά το βράδυ. Και αυτά που έχω δει είναι φοβερές εικόνες, μέσα από τη μουσική προσπαθώ να μεταφέρω αυτό που είδα. Εκεί η φάση είναι πολλή ησυχία. Και μετά μπορεί να θες να πας στη χώρα και να πιεις μια ρακή και είναι στο καφενείο φίλοι.

Φέτος ποιες στιγμές «φυλαχτά» μάζεψες από το καλοκαίρι;
Ήταν συγκλονιστικό καλοκαίρι γιατί με τα παιδιά που παίζουμε μαζί, που είναι όλοι φίλοι μου, παίξαμε πολύ δυνατά σε όλα τα επίπεδα, ζήσαμε και εύκολα και δύσκολα. Φυλαχτό κρατάω στην Ξάνθη που έβρεχε και τα μηχανήματα σχεδόν κάηκαν και τραγούδησε όλος ο κόσμος του Θανάση το «Μιλώ για σένα» κι έβλεπες πάρα πάρα πολύ κόσμο να τραγουδάει. Επίσης, με τον Θανάση που παίξαμε για τα ζωντανά στη Λάρισα, ήταν πολύ συγκινητικό. Ό, τι μας αγγίζει, είτε χαμογελάμε, είτε ζοριζόμαστε αυτό μένει. Και το παίρνεις φυλαχτό στο δισάκι σου και προχωράς πάντα ονειρευόμενος έναν πιο  ωραίο κόσμο, γιατί γενικά τα πράγματα είναι λίγο hardcore.

Έχεις κυκλοφορήσει δύο προσωπικούς δίσκους με δικά σου τραγούδια. Γράφεις σε μεγάλο βαθμό τα δικά σου τραγούδια, αλλά δεν έχεις τυπωθεί στο μυαλό του κόσμου τόσο ως τραγουδοποιός. Γιατί συμβαίνει αυτό νομίζεις;
Βασικά, να σου πω την αλήθεια, ποτέ δεν με ενδιέφερε αν θα είμαι τραγουδοποιός, τραγουδίστρια, ερμηνεύτρια. Όταν τραγουδάω δικά μου τραγούδια το βάρος είναι μεγαλύτερο. Όταν τραγουδάω ένα του Θανάση ή ένα παραδοσιακό το τραγουδάω λίγο πιο απενοχοποιημένα. Σε κάποιες συναυλίες τραγουδάνε τη «Δονούσα», το «Πριν», το «Aamononoke» κι εγώ ντρέπομαι. Λέω «μα σε αυτούς τους ανθρώπους αρέσει αυτή η στιγμή μου;». Γιατί κάνω ένα live και ανοίγω την πόρτα για το σπίτι μου, που είναι η ψυχή μου ουσιαστικά. Αφήνω στον καθένα να διαλέξει την ιδιότητα που θέλει για μένα.

Η συνεργασία σου με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου προέκυψε τυχαία; Πώς έγινε και συμπορευτήκατε;
Έπαιζα στην Λάρισα με ένα σχήμα που λέγεται Elektrobalkana κι ήταν εκεί και ο Θανάσης. Τον Σεπτέμβριο που ήμουν διακοπές στην Φολέγανδρο, παντρευόταν ένας φίλος μου, με πήρε τηλέφωνο. Εγώ δεν ακούω πολύ ελληνική μουσική, κυρίως ξένα, δημοτικά, παλιά λαϊκά, δεν παρακολουθώ δηλαδή την ελληνική σκηνή. Όταν με πήρε τηλέφωνο, δεν το πίστευα χωρίς να ξέρω ακριβώς ποιος ήταν.  Είχα ακούσει τον «Πεχλιβάνη», την «Ανδρομέδα», αλλά δεν ήξερα το μεγαλείο του ανθρώπου. Ο  Θανάσης είναι ένα σύμπαν μαγικό, είναι άλλη περίπτωση. Ο άνθρωπος είναι τρομερά ξεχωριστός, είναι πια δικός μου άνθρωπος αλλά είναι και ξεχωριστή κατηγορία σε όλα τα επίπεδα.

Στον live δίσκο «5 χειμώνες, 6 καλοκαίρια» ερμηνεύεις τα τραγούδια του. Ποιο από αυτά αγαπάς περισσότερο και γιατί;
Όλα. Κι αυτά που δεν τραγουδάω τα αγαπώ. Πολλές φορές στα live που παίζαμε, τραγουδούσα ένα κομμάτι που το έχω πει πενήντα φορές. Ρε, κάθε φορά ένιωθα αλλιώς. Παρατηρούσα κάποια άλλη έκφραση, έναν άλλο στίχο. Είναι τόσο αληθινή η φάση που γίνεται περίεργη επειδή ακριβώς είναι τόσο αληθινή. Τραγουδούσα τον «Τρυγητή» και νόμιζα ότι θα πεθάνω την ώρα εκείνη. Άλλες φορές με την «Βάλια Κάλντα» πάθαινα τρέλα, επειδή είναι βλάχικα, σημαίνει «ζεστή κοιλάδα», είναι η γλώσσα μου, ένιωθα ότι είμαι στο χωριό έστω και για ένα λεπτό.

 

 

«Επειδή η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος». Αυτό ήταν το μότο των συναυλιών σου φέτος; Εσύ πώς το ερμηνεύεις;
Πολύ καιρό είναι. Είναι ένα βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη, το συστήνω ανεπιφύλακτα σε όλους, ξεκαθαρίζει πολύ το τοπίο. Παίζει πολύ μεγάλο ρόλο η αισθητική, χωρίς να είναι elegant. Μπορεί να ακούς όλη μέρα κλαρίνα και να τρως παγωτό γρανίτα, αλλά να είναι η αισθητική σου αυτή, η γραμμή σου. Να ονειρεύεσαι προς τα εκεί κάποια πράγματα. Αισθητική δεν είναι ότι είμαι εγώ και διαβάζω Μπωντλαίρ, ακούω κλασική μουσική και τρώω σούσι άρα κάνω καλό στον κόσμο. Η αισθητική ξεκινάει από την ίδια σου την ύπαρξη και το τι είσαι καθημερινά δοσμένος να προσφέρεις σε αυτό τον πλανήτη που ζεις, γιατί δεν γυρνάει ο κόσμος γύρω από σένα. Οπότε το να επιλέξεις κάτι που σε κάνει να νιώσεις όμορφα, χωρίς καφρίλα και χωρίς να είναι εις βάρος των άλλων, είναι από μόνο του αισθητική.

Τη δική σου αισθητική ποια πράγματα την ορίζουν;
Πολλά πράγματα.  Δε νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος που να έχει αισθητική συγκεκριμένου τύπου. Θυμάμαι ήμουν στην Αμοργό και έτσι όπως έπινα καφέ και ετοιμαζόμασταν να πάμε για μπάνιο, είχε κάτσει στην μπούκλα μια πασχαλίτσα. Δεν την πείραξα, έφυγε μόνη της, έβγαλα φωτογραφία και την κάναμε αφίσα. Ήταν η πρώτη αφίσα για τα live.

 «Να τη χαίρεσαι». Τι παίζει με αυτό το κομμάτι; Πήρες ένα κομμάτι του Φοίβου και το έκανες δικό σου. Δέχτηκες κριτική για αυτό;
Ο τότε φίλος μου, που ήμασταν μαζί για πολλά χρόνια,  βρήκε άλλη κοπέλα αλλά μου το είπε μέσω Κοζάνης. Εγώ είμαι χάλια, πάω Αντίπαρο να βρω την κολλητή μου, και ακούω το τραγούδι αυτό σε ένα σκυλάδικο χαροκαμένο, από αυτά που όλοι έχουμε πάει αλλά το παίζουμε ιστορία και δεν τα λέμε, και της λέω «θα κάνω διασκευή το κομμάτι αυτό για πολλούς λόγους. Αφενός μου συμβαίνει, αφετέρου γιατί αν το έλεγε αυτό μια μεγάλη τραγουδίστρια θα έλεγαν όλοι ‘’ααααα, κομματάρα’’». Το έκανα με κιθάρα και λαούτο, μόλις ξεκίναγε η εισαγωγή στα live ήταν όλοι τέλεια και όταν άρχιζε το ρεφρέν κάποιοι στράβωναν. Δεν το είπα το κομμάτι από καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, έκανα κάτι εντελώς «πάμε λίγο γιατί έχουμε μπερδευτεί πολύ». Έχω δεχτεί κριτική μέχρι και για την «Μπανιστηρτζού». Μου έλεγαν «μα εσύ που τραγουδάς όλα αυτά λες την λέξη καυλαντίζω;». Σε πειράζει που λέω το «καυλαντίζω» και δεν σε πειράζει που γίνεται της μουρλής στον κόσμο;

 

Τι ακούς όταν είσαι σπίτι και θέλεις απλά να ακούσεις μουσική;
Ακούω Κάλλας στο τέρμα, τσίτα όλα, σπάνε τζάμια. Ακούω Πετρολούκα Χαλκιά, Bon Iver, Florence and The Machine, Beatles. Με τον Michael Jackson είχα παλιά κόλλημα τρελό. Μου είχε πάρει η μάνα μου ένα τζάκετ όταν ήμουν μικρή, δεν μου έκανε, ήταν για πιο μικρό παιδάκι. Έκανα και κάτι ψιλοαποτυχημένα moonwalk.

«Αν δεν μπορείς να τραγουδήσεις πρέπει να πεθάνεις και δεν έχουμε τίποτα να πεθάνουμε», έγραφε ο Ε.Ε. Κάμινγκς. Μας έχει μείνει πλέον τίποτα για το οποίο θα μπορούσαμε να πεθάνουμε;
Για τα πάντα μπορούμε να πεθάνουμε. Καθημερινά πεθαίνουμε για όλα απλά δεν το ξέρουμε. Ζορίζεται τόσο πολύ η ψυχή μας, είναι πολύ δύσκολος ο κόσμος που ζούμε. Όλος ο κόσμος, όχι μόνο η Ελλάδα. Απλά η Ελλάδα είναι τώρα τίκι τάκα μπουμ, σαν το παιχνίδι που είχα μικρή στα Τρίκαλα. Ένα κίτρινο ορθογώνιο που είχε αστεράκια, τριγωνάκια και άλλα σχήματα και έπρεπε να τα βάλεις μέσα σε ένα λεπτό. Αν δεν προλάβαινες, έκανε μπαμ. Είναι όλα στον αέρα. Όσο πιο πολύ πιστεύουμε και αγαπάμε κάτι, αγωνιζόμαστε για αυτό και πεθαίνουμε γιατί πολλές φορές χάνουμε την ελπίδα και μετά το άλλο πρωί την κερδίζουμε. Κάθε μέρα είναι μια καινούργια ζωή.

Info
Ακολουθήστε την Ματούλα Ζαμάνη στο facebook: Matoula Zamani

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Κράτος- κονκισταδόρ. Του Γιώργου Τσιάρα

Σε επίσχεση εργασίας οι εργαζόμενοι στις εφημερίδες Θεσσαλονίκη- Μακεδονία