in

Ανάλγητη κυβερνητική πολιτική και οι «Μη Κυβερνητικοί» υπηρέτες της. Του Γιώργου Τσιάκαλου

Ανάλγητη κυβερνητική πολιτική και οι «Μη Κυβερνητικοί» υπηρέτες της. Του Γιώργου Τσιάκαλου

Την εβδομάδα που πέρασε, τρία αεροπλάνα απογειώθηκαν από το «Ελευθέριος Βενιζέλος» και προσγειώθηκαν σε αεροδρόμια της Γερμανίας. Πτήσεις τσάρτερ του ταξιδιωτικού γραφείου «Ιμαλάια Τράβελ» με επιβάτες πρόσφυγες που πήγαιναν να ενωθούν και πάλι με τις οικογένειές τους. Θα ήταν μια ολόπλευρα χαρούμενη είδηση εάν δεν είχε μια απάνθρωπη προϊστορία: με ελάχιστες εξαιρέσεις, όλες οι οικογένειες είχαν γίνει δεκτές στη Γερμανία ήδη από τις αρχές Οκτωβρίου έως τις αρχές Νοεμβρίου και είχαν το δικαίωμα να εγκαταλείψουν τη χώρα μας ήδη από τότε.

Όμως η Ελλάδα αγνόησε επιδεικτικά αυτό το δικαίωμα που προβλέπεται από τη Συμφωνία του Δουβλίνου και, με το «έτσι θέλω», τις κράτησε εδώ σχεδόν έξι μήνες. Πολλές βίωσαν τις παγωνιές των στρατοπέδων το χειμώνα, άλλες «σώθηκαν» χάρη στη μεγαλοψυχία κάποιων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων που απολαμβάνουν την εύνοια και τη συμπάθεια της Κυβέρνησης, δηλαδή- για την ακρίβεια- των κ.κ. Μουζάλα και Τόσκα.

Έφτασαν επιτέλους στο τέρμα της βασανιστικής διαδρομής τους. Όμως η αλήθεια είναι ότι για πολύ καιρό θα συνεχίσουν να ζουν το φόβο και την ανασφάλεια που βίωσαν στη διάρκεια της αναγκαστικής παραμονής τους στη δική μας χώρα, αυτό δείχνουν οι έρευνες που καταγράφουν τις χρόνιες επιπτώσεις της τραυματικής εμπειρίας του χωρισμού.

Μερικές χιλιάδες γυναίκες και μικρά παιδιά, των οποίων η αποδοχή επίσης έχει γίνει επίσημα γνωστή στις ελληνικές υπηρεσίες, θα περιμένουν για μήνες ακόμη, ενώ, εάν δεν αλλάξει η πολιτική της κυβέρνησης, θα συμπληρώσουν δεύτερο χρόνο εγκλωβισμού στη χώρα μας οι οικογένειες που δεν πήραν ακόμη τη δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση ασύλου ή των οποίων το αίτημα οι ελληνικές αρχές δεν διαβίβασαν ακόμη στα κράτη όπου διαμένει η υπόλοιπη οικογένειά τους.

Υπενθυμίζω ποιο είναι το δικαίωμα που καταστρατηγεί εν ψυχρώ η Ελλάδα. Σύμφωνα με τη Συμφωνία του Δουβλίνου η μεταφορά στην άλλη χώρα μπορεί να γίνει με τρεις τρόπους: α) με προσωπικό προγραμματισμό των ανθρώπων που φεύγουν (εθελουσία έξοδος), β) με οργανωμένη από το κράτος πτήση, γ) με συνοδεία των αστυνομικών αρχών. Η τελευταία περίπτωση αφορά απελάσεις ανθρώπων για τους οποίους υπάρχει η υποψία ότι θα προσπαθήσουν να παραμείνουν παράνομα στη χώρα. Προφανώς αυτό δεν αφορά την περίπτωση των οικογενειακών επανενώσεων.

Σχετικά με τις δύο άλλες δυνατότητες μεταφοράς, η Συμφωνία του Δουβλίνου τονίζει ότι πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στην εθελουσία έξοδο και ότι οι αρχές πρέπει να ενημερώνουν τους/τις πρόσφυγες γι’ αυτό το δικαίωμά τους. Στην περίπτωση αυτή η πτήση επιλέγεται και πληρώνεται από τα ίδια τα άτομα, ενώ η αστυνομία απλώς εκδίδει ένα έγγραφο μεταφοράς (laissez passer) το οποίο ταυτόχρονα στέλνει με fax στη χώρα προορισμού. Από γραφειοκρατική άποψη πρόκειται για την πιο εύκολη διαδικασία, και ταυτόχρονα είναι η πιο συμφέρουσα για τη χώρα μας.

Όμως στην πράξη η Ελλάδα αρνείται να εφαρμόσει αυτή τη διαδικασία και ανερυθρίαστα καταστρατηγεί το δικαίωμα των προσφύγων να αναχωρήσουν αμέσως και να ενωθούν με τις οικογένειές τους στο άλλο κράτος.

Η Ελλάδα, πάλι με το «έτσι θέλω», εφαρμόζει μόνο τη δεύτερη δυνατότητα, όπου οι αρχές προγραμματίζουν πτήσεις τσάρτερ σε αποκλειστική συνεργασία με ένα ταξιδιωτικό γραφείο, με τα έξοδα να καλύπτονται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Έτσι για τις τρεις πτήσεις της περασμένης εβδομάδας η Ελλάδα πλήρωσε 120.000 ευρώ καθώς ειδικά αυτές οι δαπάνες δεν καλύπτονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δηλαδή, η «φτωχή Ελλάδα» επιλέγει να πληρώνει υψηλά ποσά με μόνο σκοπό να κρατάει όσο το δυνατόν περισσότερο στη χώρα γυναίκες με μικρά παιδιά.

Παράλογο; Ναι! Αλλά παράλογο μόνο για όσους και όσες θεωρούν αυτονόητη την ανθρωπιά, αλλά, αντίθετα, «λογικό» για εκείνους που θεωρούν ότι η δημιουργία προβλημάτων σε αδύναμους ανθρώπους και ο βασανισμός τους είναι κάτι το θετικό γιατί μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά σε όσους άλλους υποψήφιους πρόσφυγες θα ήθελαν να βαδίσουν τον ίδιο δρόμο και να διεκδικήσουν εδώ τα ανθρώπινα δικαιώματα που τους παρέχουν οι διεθνείς συμφωνίες. Το μήνυμα που πρέπει να στέλνουν οι μητέρες με τα μικρά παιδιά που βρίσκονται στη χώρα μας σε όσες μητέρες είναι αναγκασμένες ν’ ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο είναι: «Μόνον εδώ μην έρχεστε! Εδώ οι νόμοι δεν ισχύουν, η αυθαιρεσία αποτελεί τον κανόνα».

Ρώτησαν, λέει, στη ΚΕ του κυβερνώντος κόμματος τον κ. Μουζάλα «τι σημαίνει ‘εφαρμόζουμε αποτρεπτική πολιτική΄» και δεν πήραν ξεκάθαρη, κατανοητή, απάντηση. Κι όμως η απάντηση είναι πολύ απλή. Αποτρεπτική πολιτική σημαίνει ότι εφαρμόζουμε πλήρως και με αυστηρότητα έως αγριότητα την πολιτική της Ευρώπης για τους/τις πρόσφυγες όταν αυτή είναι περιοριστική έως απάνθρωπη. Αντίθετα, δεν την εφαρμόζουμε στις λίγες περιπτώσεις που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα. 

Αυτό σημαίνει στην πράξη: Δεν επιτρέπουμε καμιά παρέκκλιση από τη συμφωνία με την Τουρκία, εφαρμόζουμε πλήρως την απάνθρωπη πολιτική στα νησιά, η Μόρια πρέπει να φωνάζει σε όσους σχεδιάζουν να έρθουν: «καμιά επιείκεια, θα υποφέρετε!». 

Αντίθετα, καταστρατηγούμε το δικαίωμα για γρήγορη οικογενειακή επανένωση που δίνει η Συμφωνία του Δουβλίνου, το WhatsApp πρέπει να μεταφέρει καθημερινά χιλιάδες φορές το μήνυμα: «μην έρχεστε εδώ, δεν γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα, θα υποφέρετε, μαζέψτε χρήματα και φύγετε με διακινητές!».

«Θα υποφέρετε!» είναι η μόνη λογική της κυβερνητικής πολιτικής, και όταν αυτό το κατανοήσουμε τότε μπορούμε να καταλάβουμε την αιτία όλων όσων μας φαίνονται παράλογα και είναι ενάντια στο «εθνικό συμφέρον».

Και οι ΜΚΟ που ανέλαβαν τη νομική στήριξη των προσφύγων, αυτές τι κάνουν; Αυτές, με τις γενικόλογες δηλώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις προτροπές προς τις κυβερνήσεις για μια καλύτερη πολιτική φροντίζουν να εξασφαλίσουν την έξωθεν καλή μαρτυρία, ακόμη και την αποκλειστικότητα της υπεράσπισης των προσφύγων. Όμως στην πράξη έχουν αναλάβει να πείθουν τους/τις πρόσφυγες ότι «δεν ισχύουν πια (!) τα δικαιώματα» που ρητά προβλέπονται στη Συμφωνία του Δουβλίνου, ότι «οι Ελληνικές υπηρεσίες κάνουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να τους βοηθήσουν», ότι «πρέπει να περιμένουν τη σειρά τους» και ότι καλά θα κάνουν «να μην ακούν τους αλληλέγγυους που άλλα ισχυρίζονται». Και κάθε τόσο δηλώνουν ότι «μία δική μας περίπτωση καταφέραμε και τη βάλαμε στην τελευταία πτήση -κατ’ εξαίρεση!-, περιμένετε, ίσως τα καταφέρουμε και μ’ εσάς».

Άγνοια ή συναλλαγή; Ακόμη και όσοι/ες προβάλλουν ως δικαιολογία την άγνοια, πρέπει να γνωρίζουν ότι είναι συνένοχοι σε ένα έγκλημα – Ναι, έγκλημα!

Συστηματική πρόκληση πόνου σε μητέρες και μικρά παιδιά με σκοπό την επιτυχία μιας απάνθρωπης πολιτικής – Αποκορύφωμα της αναλγησίας και πέρασμα στη βαρβαρότητα. 
Πόσο καιρό μπορούμε να τα ανεχτούμε;

Θα επανέλθω με λεπτομέρειες για την ανάλγητη κυβερνητική πολιτική και τους «Μη Κυβερνητικούς» υπηρέτες της.

Αναρτώ κάποιες φωτογραφίες της Μαριάμ, που ότι και να κάνουν δεν θα φύγει από δω με τραύματα. Τον τελευταίο καιρό, κάθε φορά που βλέπει αεροπλάνο («ταγιάρα» στα αραβικά) ρωτάει με αγωνία: «Ταγιάρα, Ρόστοκ;» – Για να πάρει την απάντηση ότι δεν είναι ακόμη το αεροπλάνο που θα την πάει στο μπαμπά της και στ’ αδέλφια της στο Ρόστοκ της Γερμανίας.

*Το άρθρο δημοσίευσε ο Γιώργος Τσιάκαλος στον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Raw/ Ωμότητες

Η Βαρκελώνη στρέφεται σε κοινωνικό νόμισμα