in

«8 Σαββάτα»

«8 Σαββάτα»

Από τις 14 Οκτωβρίου έως τις 9 Δεκεμβρίου, στις Ακυβέρνητες Πολιτείες το Συνεργατικό Βιβλιοπωλείο-Καφέ της Αλεξάνδρου Σβώλου 28, θα διοργανωθεί εργαστήρι λογοτεχνίας με τίτλο “8 Σαββάτα” και εμψυχωτή τον ασκούμενο συγγραφέα Γιάννη Μακριδάκη.

Στα πλαίσια του εργαστηρίου θα ασκηθούμε στην συλλογή της λογοτεχνίας που κυκλοφορεί ελεύθερη στην κοινωνία των ανθρώπων, στο φιλτράρισμα και την επεξεργασία αυτής εντός μας μέσω του προσωπικού μας αισθητηρίου, των συνειρμών, των συναφειών και των βιωμάτων, σε διάφορες τεχνικές σύνθεσης λογοτεχνικού κειμένου και τέλος στην απόδοση της λογοτεχνίας ξανά στην κοινωνία μέσω της συγγραφής μικρών λογοτεχνικών έργων. Επίσης, θα εκτεθούμε με δημόσια ανάγνωση και σχολιασμό των πονημάτων μας εντός της ομάδας, ίσως και με δημοσίευσή τους σε ευρύτερο κύκλο αναγνωστών.

Ακολουθεί ένα  δείγμα γραφής  αυτών που θα μάθουμε στο εργαστήρι:

 

Ο γητευτής της Αριστοτέλους

 

Ανέβαινε τραβώντας το ποδάρι της. Είχε καβαντζάρει τα 60 αλλά ήταν καλοστεκάμενη, έδειχνε για μικρότερη. Ίσως λόγω που ασχολούνταν από χρόνια με τις αυτογνωσίες και τις αρμονικές ζωές και όλα αυτά τα εναλλακτικά, τις θεραπείες, τα μασάζ, τα φάρμακα της φύσης, ίσως και που δεν χρειάστηκε ποτέ της να δουλέψει οχτάωρο καθημερινό για να βγει ο επιούσιος. Μια χαρά γυναίκα ήτανε η Γιούλη, γελαστή και υγιής, μονάχα το ποδάρι το δεξί της έσερνε εκείνον τον καιρό εξαιτίας ενός πόνου επίμονου στο ισχίο.

Είχε κάνει τα πάντα φυσικά για να μερέψει τον πόνο της αυτόν και να τον ξεπεράσει. Κηραλοιφές και εντριβές αλλά και η μεταφυσική, που τόσο αγαπούσε, δεν είχαν αποτέλεσμα ουδέν. Έβαζε στο ισχίο την παλάμη της, το έτριβε για ώρες και έλεγε από μέσα της αλλά και φωναχτά στο εαυτό της ότι τον αγαπάει και ότι τον αποδέχεται, ακόμη και με τον πόνο αυτόν. Ο πόνος δεν περνούσε.

Καθώς ανέβαινε λοιπόν εκείνο το απόγευμα τον πολυσύχναστο πεζόδρομο της Αριστοτέλους τραβώντας το ποδάρι της, άκουσε τη φωνή του.

Κυρία, την προσφώνησε ένας παππούς που καθόταν κι έπινε καφέ σε ένα τραπεζάκι, κυρία, να σου πω, τι έχεις, πονάει το πόδι σου;

Κοντοστάθηκε και έριξε το βάρος του κορμιού της στο γερό ποδάρι της. Δεν ήταν σύνηθες να ασχολούνται οι άνθρωποι με τον πόνο του άλλου, παρά μονάχα για κακό, ίσως για επαιτεία ή για κάποια άλλη πονηριά.Τον κοίταξε ερευνητικά και κάπως ξαφνιασμένη. Ήτανε ένας γέρος, τι γέρος δηλαδή, μερικά χρόνια πιο μεγάλος από την ίδια, αλλά έμοιαζε πολύ γέρος. Έλα εδώ, κυρία, θα σε βοηθήσω εγώ να σου περάσει ο πόνος, της είπε τότε δίχως να κινηθεί καθόλου από τη θέση του, και ενώ εκείνη είχε πάρει την απόφαση να τον αγνοήσει και να φύγει, το ξανασκέφτηκε μεμιάς, είδε πως δεν υπάρχει κίνδυνος κανένας μέσα σε τόσον κόσμο να της κάνει το παραμικρό ο παππούς, έκανε μισή στροφή και στάθηκε κοντά του. Μια μπόχα κατρουλίλας τη χτύπησε κατάμουτρα και λίγο πισωπάτησε. Πού σε πονάει, τη ρώτησε εκείνος, δίχως ξανά να κουνηθεί καθόλου. Έστρεψε τότε κάπως το κορμί της και του έδειξε με το χέρι το δεξιό ισχίο της. Περίμενε, της είπε και άρχισε να μουρμουράει διάφορες μαγγανείες. Ακατάληπτοι ήχοι ένρινοι και σφυριχτοί βγαίνανε από το στόμα του.

Τώρα πώς νιώθεις, τη ρώτησε σε λίγο.

Βημάτισε εκείνη στη θέση της και ένιωσε τον πόνο τον γνωστό εκεί, να επιμένει, αλλά του είπε, ε, εντάξει, κάπως καλύτερα είναι τώρα, έτσι το είπε φυσικά, για να μην τον απογυρίσει τον άνθρωπο, μιας που είδε ότι δεν είχε σκοπό του να την πειράξει, ίσως μόνο κάποιο χρηματικό αντίτιμο να ήθελε και είχε βρει τρόπο πρωτότυπο να το διεκδικήσει, έτσι σκέφτηκε. Έβγαλε από την τσέπη της λοιπόν ένα κέρμα να του δώσει.

Δεν θέλω τα λεφτά σου κυρία, της είπε τότε εκείνος με ύφος αυστηρό και τα ‘χασε η Γιούλη τότε εντελώς. Μα, να πιείτε έναν καφέ, κατάφερε και ψέλλισε μέσα από την ντροπή της και κοίταξε κατακόκκινη ολόγυρα τους περαστικούς. Κανείς όμως δεν φάνηκε να δίνει σημασία στο περιστατικό τους.

Τον ήπια τον καφέ μου, της απάντησε εξίσου αυστηρά κι έδειξε το φλιτζάνι του, να σε βοηθήσω μονάχα ήθελα, που σε είδα να πονάς. Δεν είπε άλλη κουβέντα, ούτε την ξανακοίταξε.

Τον ευχαρίστησε η Γιούλη μες από το στόμα της, έχωσε το κέρμα πίσω στην τσέπη της, πήρε και το ποδάρι της το πονεμένο κι έφυγε ντροπιασμένη.

Τι παράξενο συναπάντημα κι ετούτο, σκεφτότανε καθώς σταμάτησε στο φανάρι για να περάσει την Εγνατία απέναντι. Είχε το μάτι της κολλημένο εκεί, για να κινήσει αμέσως μόλις ανάψει ο Γρηγόρης των πεζών, να προλάβει να διασχίσει το οδόστρωμα. Έβαζε στοίχημα με τον εαυτό της, ιδίως τον τελευταίο εκείνον καιρό, που πονούσε και τραβούσε το ποδάρι της, ίσαμε ποιο σημείο της ασφάλτου θα καταφέρει να φτάσει ώσπου ν’ ανάψει ο Σταμάτης, κι αν θα προλάβει να την διασχίσει ολόκληρη τη λεωφόρο προτού κινήσουν πάλι τα οχήματα.

Συνήθως μέχρι τα μισά κατάφερνε να πάει όσην ώρα άναβε ο πράσινος διαβάτης, αλλά εκείνο το απόβραδο κόντεψε να φτάσει απέναντι εντελώς, και τότε μόνο ένιωσε πως δεν υπήρχε πια ο πόνος ο επίμονος, ούτε έσερνε το πόδι της.

Μόλις ανέβηκε στο πεζοδρόμιο στην άλλη μεριά της λεωφόρου, στάθηκε και γύρισε προς την κατεύθυνση που είχε δει τον γέροντα. Σκέφτηκε να περάσει με το επόμενο φανάρι απέναντι ξανά, να πάει πίσω να τον βρει και να του πει ότι ο πόνος πέρασε, να τον ευχαριστήσει. Μετάνιωσε αμέσως. Την άφησε να περάσει σαν τον πόνο της τη σκέψη αυτή. Έκανε μεταβολή και συνέχισε την πορεία της προς τη Ρωμαϊκή Αγορά, άρχισε να απομακρύνεται από τη λεωφόρο και τον γέρο που τη γήτεψε. Περπατούσε ανακουφισμένη και δεν πίστευε σε αυτό που της είχε συμβεί, και όλο έκανε να επιστρέψει πίσω να τον βρει, αλλά όλο συνέχιζε μπροστά, είσαι πολύ κουρασμένη για να γυρίσεις πίσω τώρα, της έλεγε κάτι μέσα της, άστον τον παππού, εξάλλου μπορεί και να τον ξαναδείς αύριο και να του το πεις. Μια άλλη φωνή όμως, από πολύ βαθιά της, της έλεγε γύρνα πίσω να τον βρεις τώρα, σου έδωσε ένα μάθημα ο άνθρωπος αυτός, σε βοήθησε, σου πέρασε τον πόνο, πήγαινε πίσω να του πεις ευχαριστώ, ίσως κιόλας σου μεταδώσει κάτι από τη μαγγανεία του, σου την αποκαλύψει, με τέτοιες θεραπείες ασχολείσαι κι εσύ, αυτά σε ενδιαφέρουν τόσα χρόνια, έτσι λες τουλάχιστον και κάνεις στους ανθρώπους συνεδρίες και μαθήματα ζωής.

Προχώρα μπροστά και πήγαινε στο σπίτι να ξεκουραστείς, οι φωνές εναλλάσσονταν, πού να περάσεις πάλι το φανάρι απέναντι, κι αύριο μέρα είναι. Άλλωστε δεν ξέρεις αν είναι από του γέρου τη γητειά που πέρασε ο πόνος ή είναι συμπτωματικό, ή ζεστάθηκε απ΄ το βάδισμα, αύριο το πρωί θα έχεις πλήρη εικόνα.

Δεν γύρισε πίσω τελικά. Έφτασε στην πολυκατοικία της, ανέβηκε με το ασανσέρ στον έκτο και έπεσε αμέσως στο κρεβάτι της. Την άλλη μέρα βγήκε από το πρωί και έψαχνε ματαίως για να βρει τον γέρο που τη γιάτρεψε, κοιτούσε στα καφενεία και στα παγκάκια της πλατείας, κοιτούσε μες στου πάρκου τα γρασίδια, μα δεν τον βρήκε πουθενά, πέρασε και το βράδυ την ίδια εκείνη ώρα ξανά από το σημείο της συνάντησης, μιας που έχουνε ρουτίνες οι ανθρώποι, σκέφτηκε, αλλά ο γέρος άφαντος.

 

Γι’ αυτό το σέρνω εμφανώς το ποδάρι μου κι εγώ περνώντας από την Αριστοτέλους έκτοτε, μπας και ακούσω από κάπου να ‘ρχεται η φωνή του, κύριε, μήπως πονάει το πόδι σου, να με ρωτήσει και να με καλέσει δίπλα του.  Βλέπω καμιά φορά κι άλλους που τραβάνε τα ποδάρια τους περνώντας από κει και σκέφτομαι ότι μπορεί να είμαστε όλοι φίλοι και γνωστοί της Γιούλης και μας ανάθεσε την ίδια αποστολή, να βρούμε οπωσδήποτε τον γέρο γητευτή. Για έχετε το νου σας κι εσείς όποτε περνάτε την Αριστοτέλους

Γιάννης Μακριδάκης   Θεσσαλονίκη Οκτώβριος 2017

 

Οι συναντήσεις του εργαστηρίου θα γίνονται κάθε Σάββατο στις 5.00-7.00 μ.μ. στο βιβλιοπωλείο Ακυβέρνητες Πολιτείες, Αλ. Σβώλου 28

Πληροφορίες και εγγραφές μέχρι 10 Οκτωβρίου

τηλ. 2310273207    e-mail: [email protected]

Τέλλος Φίλης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σε επίσχεση εργασίας οι εργαζόμενοι στις εφημερίδες Θεσσαλονίκη- Μακεδονία

Δολοφονική επίθεση κατά μεταναστών στον Ασπρόπυργο