in

54ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης:Ο σύμβουλος, ο σινεμαδάκιας κι ο Τζάρμους

54ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης:Ο σύμβουλος, ο σινεμαδάκιας κι ο Τζάρμους

Ρεπορτάζ-κριτική ταινιών: Στράτος Κερσανίδης

Με την καθιερωμένη τελετή έναρξης ξεκίνησε την περασμένη Παρασκευή 1 Νοεμβρίου το 54ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Όπως ήταν φυσικό την παράσταση έκλεψε ο Τζιμ Τζάρμους ο οποίος ήταν παρών στην τελετή με την ευκαιρία της προβολής της τελευταίας ταινίας του «Μόνον οι εραστές μένουν ζωντανοί.

Η Ελένη Ρουσσινού, πρωταγωνίστρια της ταινίας «Miss Violence» του Αλέξανδρου Αβρανά, ως παρουσιάστρια της τελετής, κάλεσε πρώτα στο βήμα τον διευθυντή του Φεστιβάλ, Δημήτρη Εϊπίδη, ο οποίος Αφού έκανε μια σύντομη παρουσίαση της φετινής διοργάνωση, δήλωσε πως νιώθει υπερήφανος για το ό,τι κατάφερε ο προϋπολογισμός να καλυφθεί κατά 80% από ευρωπαϊκά κονδύλια χωρίς έτσι να επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό. Επίσης παρουσίασε τη φετινή κριτική επιτροπή του διεθνούς διαγωνιστικού τμήματος και ιδιαίτερα τον ελληνικής καταγωγής αμερινακό σκηνοθέτη Αλεξάντερ Πέιν, ο οποίος είναι ο πρόεδρος της επιτροπής. 

Στη συνέχεις ανέβηκε στο βήμα ο υφυπουργ΄πος Πολιτισμού και Αθλητισμού, Γιάννης Ανδριανός, ο οποίος έγινε δεκτός με χλιαρά χειροκροτήματα, η ομιλία του οποίου έβριθε κοινοτυπιών, χωρίς καμία ουσιαστική αναφορά στο φεστιβάλ και τα προβλήματά του. Με ακόμη πιο χλιαρά χειροκροτήματα έγινε δεκτός στο βήμα ο σύμβουλος του πρωθυπουργού, Δημοσθένης Δαββέτας. Όταν αναφέρθηκε στη στήριξη του πρωθυπουργού προς το φεστιβάλ «πρακτικά και ψυχικά» ακούστηκαν από την αίθουσα κάποια γέλια και μερικά ειρωνικά σχόλια. Εκελίνος όμως συνέχισε απτόητος το ανούσιο λογύδριό του προκαλώντας όλο και μεγαλύτερη δυσαρέσκεια, κάποιος μάλιστα από τους θεατές φώναξε «τελείωνε, για τον Τζάρμους ήρθαμε και όχι για σένα.

Το λόγο πήρε ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης και πρόεδρος του Φεστιβάλ, Γιάννης Μπουτάρης, ο οποίος αφού δήλωσε «σινεμαδάκιας» καλωσόρισε το κοινό στο Φεστιβάλ το οποίο, όπως είπε διαδέχεται τα 48α Δημήτρια και συνυπάρχει με την 4η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης. Βέβαια, δεν παρέλειψε να παράσχει την έμμεση στήριξή του στην κυβερνητική πολιτική, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «όσο περιορίζονται οι οικονομικές δυνατότες, του Φεστιβάλ τόσο μεγαλύτερη είναι η επιτυχία του. Μετά από αυτά κήρυξε την επίσημη έναρξη της 54ης διοργάνωσης.

Και αφού έγινα όλα αυτά, ο Δημήτρης Εϊπίδης κάλεσε στη σκηνή τον Τζιμ Τζάρμους και η αίθουσα σείστηκε από ένα παρατεταμένο χειροκρότημα.

«Νιώθω μεγάλη τιμή που η ταινία μου ανοίγει το 54ο Φεστιβάλ. Νιώθω τιμή που βρίσκομαι εδώ», είπε ο διακεκριμένος σκηνοθέτης και πρόσθεσε: «Θέλω να ευχαριστήσω τον Δημήτρη Εϊπίδη για την καθοδήγησή του. Τον γνωρίζω εδώ και 30 χρόνια και είναι σαν ‘’νονός’’ του ενδιαφέροντος κινηματογράφου. Θέλω να ευχαριστήσω και τον Χρήστο Κωνσταντακόπουλο από την εταιρεία παραγωγής Faliro House Productions, χωρίς τον οποίο δεν θα κάναμε την ταινία. Δεν βρίσκαμε χρηματοδότηση, μέχρι που εμφανίστηκε αυτός σαν άγγελος.  Άνθρωποι όπως ο Χρήστος και ο Δημήτρης ανοίγουν ένα νέο κύμα του ελληνικού κινηματογράφου που είναι πραγματικά φανταστικό, και μάλιστα εδώ συνάντησα και ορισμένους ανθρώπους που εμπλέκονται σε αυτό. Σας ευχαριστώ που φιλοξενείτε την ταινία μου στην εναρκτήρια βραδιά  του υπέροχου Φεστιβάλ σας».

Στη συνέχεια προβλήθηκε η ταινία του «Μόνον οι εραστές μένουν ζωντανοί».

Και πάλι Τζάρμους

Χθες, Σάββατο, στις 2 μετά το μεσημέρι, δόθηκε η συνέντευξη Τύπου του Τζιμ Τζάρμους. Για τη συνέντευξη εκδόθηκε από το Φεστιβάλ το παρακάτω δελτίο Τύπου:

Καλωσορίζοντας τον αμερικανό δημιουργό, ο διευθυντής του ΦΚΘ Δημήτρης Εϊπίδης τόνισε χαρακτηριστικά: «Είναι ιδιαίτερη τιμή και ευτυχία για μένα να βρίσκεται εδώ μαζί μας ένας εκλεκτός καλεσμένος, σκηνοθέτης και φίλος εδώ και πολλά χρόνια. Όπως σημείωσε και ο ίδιος χθες πριν την προβολή της ταινίας του, γνωριζόμαστε εδώ και 30 χρόνια. Νομίζω ότι είναι περισσότερα… Είμαι πολύ χαρούμενος που ο Τζιμ Τζάρμους είναι εδώ μαζί μας με τη νέα του ταινία, η οποία νομίζω ότι -όπως και όλο του το έργο-, καταπλήσσει, είναι σαγηνευτική και ελκυστική, ιδιαίτερα για ένα νεανικό κοινό, το οποίο ήταν πάντα αφοσιωμένο και αφιερωμένο στο έργο του». 

Παίρνοντας το λόγο, ο Τζιμ Τζάρμους ευχαρίστησε αρχικά το Φεστιβάλ για την πρόσκληση. Έπειτα, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την επιλογή του να καταπιαστεί στη νέα ταινία του με το είδος ταινιών που έχουν ως πρωταγωνιστές βρικόλακες, υπογράμμισε: «Δεν τρομοκρατήθηκα από την υπάρχουσα παράδοση σε αυτό το είδος ταινιών. Υπάρχουν εκατοντάδες φιλμ με βρικόλακες, όμως η δική μου ταινία δεν είναι ταινία τρόμου, αλλά μια διαφορετική ταινία με βαμπίρ. Μια από τις πιο παλιές και όμορφες τέτοιες ταινίες είναι το Βαμπίρ του Καρλ Ντράγιερ, αλλά και άλλες πολλές, πιο πρόσφατες, όπως το Άσε το κακό να μπει, που μου αρέσει πολύ, το Τrouble Every Day της Κλερ Ντενί, το Addiction του Έιμπελ Φεράρα. Υπάρχουν πολλές ταινίες με βρικόλακες που δεν είναι ταινίες τρόμου».

Μιλώντας για τη δημοσιότητα και το mainstream, ο αμερικανός σκηνοθέτης σχολίασε: «Πάντα έβρισκα τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα εκτός του mainstream, συχνά στο περιθώριο. Σε όλη την ιστορία της Τέχνης διαμορφώνεται το πολιτιστικό κατεστημένο και το πολιτιστικό περιθώριο. Όχι πάντα, αλλά συχνά, τα πιο πρωτοποριακά πράγματα βρίσκονται στο περιθώριο. Όσον αφορά τον εαυτό μου, βρίσκομαι σίγουρα κάπου στα περιθώρια, δε με βλέπω στο φάσμα του mainstream. Σίγουρα όμως υπάρχουν άνθρωποι που εκτιμώ πολύ και είναι πιο θαρραλέοι, οι οποίοι παραβιάζουν πολλούς περισσότερους κανόνες του σινεμά από ό,τι εγώ και βρίσκονται περισσότερο στο περιθώριο».

Για το ρόλο της μουσικής στις ταινίες του, αλλά και το νέο ψυχεδελικό κίνημα ο Τζιμ Τζάρμους εξήγησε: «Μου αρέσουν πολλά διαφορετικά είδη μουσικής. Η μουσική είναι το ισχυρότερο εκφραστικό μέσο των ανθρώπων. Δεν ξέρω πώς ακριβώς να εκφράσω το νέο ψυχεδελικό μουσικό κίνημα, υπάρχουν πολλά συγκροτήματα που αγαπώ και ανήκουν σε αυτό, αλλά μου αρέσουν επίσης η τρανς μουσική, διαφορετικές κατηγορίες του μέταλ όπως το στόουνερ και το ντουμ, η underground hip hop, το βαρύ ροκ εν ρολ και πολλά άλλα. Ωστόσο, με ενθουσιάζει η αναβίωση της ψυχεδελικής μουσικής η οποία σε αφήνει να περιπλανάσαι». Ο Τζιμ Τζάρμους αναφέρθηκε επίσης και στην εμπειρία του να έχει μουσικό συγκρότημα: «Όταν φτιάχνω μια ταινία συνήθως μου παίρνει δύο χρόνια περίπου, ενώ η μουσική βγαίνει πιο άμεσα και σε γεμίζει ευτυχία. Στην ταινία Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί o συνθέτης Josef van Wissem είναι ένας ολλανδός λαουτάρης με τον οποίο πέρυσι κάναμε μερικούς δίσκους μαζί με το συγκρότημά μου SQÜRL με διασκευές της μουσικής του. Επίσης, στην ταινία όλες οι κιθάρες είναι δικές μου, καθόλου βιρτουόζικες».

Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με μια παλιότερη δήλωσή του που έλεγε: «Τίποτα δεν είναι αυθεντικό. Κλέψτε από οπουδήποτε μπορείτε να αντλήσετε έμπνευση ή που τροφοδοτεί τη φαντασία σας», ο Τζιμ Τζάρμους εξήγησε: «Μάλλον “έκλεψα” πράγματα, μέρη και ιδέες από παντού, αλλά χωρίς αυτό να είναι συνειδητό. Ωστόσο, δε θεωρώ ότι ο όρος “κλέβω” είναι ο σωστότερος. Αυτό που εννοώ είναι ότι δεν υπάρχουν πρωτότυπες ιδέες, αλλά η ομορφιά τους είναι ότι είναι σαν τα κύματα του ωκεανού: το καθένα συνδέεται με το επόμενο και το προηγούμενο. Είναι πολύ σημαντικό να δεχόμαστε τα πράγματα που μας εκφράζουν, μας επηρεάζουν και να τα ενσωματώνουμε σε αυτό που κάνουμε, όπως κάνουν όλοι οι καλλιτέχνες. Όσοι δεν παραδέχονται κάτι τέτοιο, είτε λένε ψέματα είτε φοβούνται ότι δε θα θεωρηθούν πρωτοποριακοί».

Στη συνέχεια, ο Τζιμ Τζάρμους τοποθετήθηκε σχετικά με το αμερικάνικο ανεξάρτητο σινεμά και την ελληνική τάση του να γίνονται ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού. «Εξαρτάται από το πώς ορίζει κανείς το ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά. Συνήθως πρόκειται για έναν όρο που χρησιμοποιείται -κυρίως στην Αμερική- για θέματα μάρκετινγκ. Η κατάσταση έχει αλλάξει, όπως και η διανομή. Έχουν γίνει ριζικές αλλαγές στη χρηματοδότηση και πραγματικά δεν ξέρω τι θα φέρει το μέλλον. Ίσως αυτό το νέο κύμα κινηματογράφου που υπάρχει στην Ελλάδα, δηλαδή το να κάνουν οι δημιουργοί ταινίες με χαμηλό προϋπολογισμό να είναι πράγματι το μέλλον και η καλύτερη κατεύθυνση. Στην ιστορία κάθε μορφής Τέχνης, και για παράδειγμα στο ροκ εν ρολ, βλέπουμε ότι υπάρχει μια κυκλική πορεία. Όταν ήμουν νεότερος, είχαμε μπουχτίσει το στουντιακό και εμπορικό ρον εν ρολ. Όταν εμφανίστηκαν οι Stooges, oι Sex Pistols και οι Ramones, η ιδέα ήταν πλέον να μη σε νοιάζει το ότι δεν είσαι επαγγελματίας. Με κάποιο τρόπο πιστεύω ότι αυτό είναι το μέλλον και στο σινεμά. Εγώ προτιμώ να δω μια ελληνική ανεξάρτητη ταινία που έγινε με προϋπολογισμό 200.000 δολάρια παρά το Μεγάλο Γκάτσμπι του Μπαζ Λούρμαν, αλλά αυτό είναι θέμα γούστου». Σχετικά με το ίδιο θέμα, ο σκηνοθέτης τόνισε: «Το σημαντικό είναι να αναχθεί το σινεμά στην ουσιώδη του ποιητικότητα. Ήδη σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ρουμανία και το Ιράν, ανθίζουν υπέροχοι κήποι του κινηματογράφου που σε κάνουν να αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατό να κάνουν ταινίες εν μέσω μιας τόσο σκληρής κρίσης. Ωστόσο, αυτό είναι γεγονός και ασπάζομαι το ότι οι άνθρωποι βρίσκουν το δικό τους τρόπο έκφρασης. Έχω πίστη σε αυτό. Η όμορφη φόρμα δεν επιτυγχάνεται πάντα με ένα πακτωλό χρημάτων».

Αναφερόμενος στην επιλογή του Ντιτρόιτ και της Ταγγέρης ως σκηνικό της νέας ταινίας του, ο κ. Τζάρμους σχολίασε: «Δε μου αρέσει να αναλύω και να αναφέρω το συμβολισμό των πόλεων, αυτά υπάρχουν μέσα στην ταινία. Το κάθε μέρος φαίνεται στην ταινία. Εγώ θεώρησα ότι είναι οι κατάλληλοι τόποι για να οριστούν οι χαρακτήρες. Αγαπώ το Ντιτρόιτ και την Ταγγέρη για πάρα πολλούς λόγους τους οποίους θα μπορούσα να εξηγώ για ώρες, και εν μέρει ίσως ήθελα να επιστρέψω για λίγο εκεί». Αναφορικά με τη Θεσσαλονίκη και το ενδεχόμενο να αποτελούσε κάποτε σκηνικό μιας επόμενης ταινίας του, ο Τζιμ Τζάρμους σημείωσε: «Παρόλο που βρίσκομαι μόνο λίγες μέρες εδώ, μου αρέσει πάρα πολύ. Πριν έρθω διάβασα για την ιστορία της πόλης, η οποία είναι απίστευτη. Δεν έχω κάποιο σενάριο έτοιμο τώρα. Ποτέ δεν ξέρεις όμως. Απορροφώ τα ερεθίσματα με το δικό μου τρόπο».

Ερωτώμενος για το πρόσφατο θάνατο του Λου Ριντ, o Τζιμ Τζάρμους σχολίασε: «Έχω μείνει στη Νέα Υόρκη πολλά χρόνια κι εκεί ο Λου Ριντ θεωρείται σαν νονός του ροκ εν ρολ. Μαζί με το συγκρότημα των Velvet Underground έχει υπάρξει πρωτοποριακός. Όταν ξεκίνησαν ως μπάντα τους μίσησαν, δεν τους θεώρησαν καν μουσική και τώρα δείτε πώς έχουν διαποτίσει την τέχνη. Αποτελεί μεγάλη πηγή έμπνευσης και η απώλειά του είναι μεγάλη. Δεν τον χάνουμε ωστόσο, γιατί μας έχει δώσει πάρα πολλά. Δεν μου αρέσουν όλα όσα έχει κάνει, εξάλλου δεν μπορεί να μας αρέσει οτιδήποτε κάνει κάποιος καλλιτέχνης, αλλά αγαπώ πολλή από τη μουσική του και είναι σημαντική για μένα. Δεν είμαστε στενοί φίλοι, αλλά είχαμε περάσει χρόνο μαζί. Αιωνία η μνήμη του».

Απαντώντας σε ερώτηση για το εάν έρχεται πρώτα ο ήχος ή η εικόνα όταν κάνει μια ταινία, ο Τζιμ Τζάρμους είπε: «Κανένα από τα δύο. Πρώτα έρχονται κάποιοι χαρακτήρες και κάποια μέρη όπου φαντάζομαι ένα κόσμο που δημιουργείται εκεί. Η εικόνα και ο ήχος είναι σχεδόν το ίδιο πράγμα για μένα, γιατί δημιουργούν την ατμόσφαιρα. Άλλωστε, ο κινηματογράφος είναι η τέχνη που συνδέεται πιο στενά με τη μουσική, γιατί διαθέτει κίνηση στο χρόνο και εσωτερικό ρυθμό. Νομίζω ότι προσπαθώ να μάθω για την κινηματογράφηση από τη μουσική, ενώ άλλες φορές σκέφτομαι τη μουσική με κινηματογραφικούς όρους. Είμαι ευτυχής για αυτό το ‘’μπέρδεμα’’».

Σχολιάζοντας τον χαρακτηρισμό των ταινιών του ως «χρονοκάψουλα», ο σκηνοθέτης εξήγησε: «Θα ήταν μεγαλεπήβολο να το σκεφτώ έτσι. Υπάρχουν πολλές αναφορές σε επιστήμονες και καλλιτέχνες σημαντικούς για μένα στην τελευταία μου ταινία. Όμως θεωρώ ότι εάν μπορώ να κάνω μια αναφορά σε κάποιον, για παράδειγμα στον Ουίλιαμ Μπλέικ και κάποιος στο Κάνσας ή στη Λιθουανία δει την ταινία μου, δεν τον γνωρίζει και ενδιαφερθεί τελικά γι’ αυτόν, αισθάνομαι ότι έχω πετύχει κάτι. Ακόμα και ένας άνθρωπος να αντλήσει έμπνευση, το θεωρώ ελπιδοφόρο και σημαντικό».

Ο Τζιμ Τζάρμους ερωτήθηκε από το κοινό και για το εάν θα έκανε μια τηλεοπτική παραγωγή. «Δεν αποκλείεται. Έχω κάποιες ιδέες. Το μόνο που με απασχολεί είναι ότι είμαι πολύ ανεξάρτητος. Επιλέγω πάντα τους συνεργάτες μου και έχουμε τον απόλυτο δημιουργικό έλεγχο στη δουλειά μας, γι’ αυτό και με ανησυχεί το εάν θα είχα την απόλυτη ελευθερία στην τηλεόραση. Εάν μου δινόταν η ευκαιρία και είχα μια καλή ιδέα, θα το σκεφτόμουν. Η τηλεόραση τώρα παρουσιάζει ενδιαφέρον. Συχνά μάλιστα δίνει τη δυνατότητα για κινηματογραφικές δουλειές που δε θα μπορούσαν να γίνουν στο σινεμά, λόγω των δυσκολιών χρηματοδότησης. Πριν από πέντε χρόνια, ο Τοντ Χέινς είχε κάνει μια τηλεοπτική εκδοχή του Mildred Pierce που ήταν πολύ κινηματογραφική και ποιητική», υπογράμμισε ο Τζιμ Τζάρμους. Ο ίδιος πρόσθεσε σχετικά με τις τηλεοπτικές σειρές: «Η αλήθεια είναι ότι δεν βλέπω πολύ, γιατί δε θέλω να εθιστώ, ωστόσο παίρνω μια γεύση. Έχω δει το πρώτο επεισόδιο της σειράς Breaking Bad, το πρώτο του Mad Men, ενώ πριν καιρό είχα εθιστεί στο The Wire και δεν μπορούσα να σταματήσω. Όμως επειδή είμαι φανατικός κινηματογραφόφιλος, προτιμώ να βλέπω ταινίες, όπως είναι φυσικό. Επιμένω ωστόσο ότι η τηλεόραση έχει ενδιαφέρον».

Για τη συνεργασία του με τον έλληνα παραγωγό Χρήστο Κωσταντακόπουλο ο Τζιμ Τζάρμους είπε χαρακτηριστικά: «Είναι ένας άγγελος για την ταινία μας, ήρθε σαν από μηχανής θεός. Πήραμε χρηματοδότηση από τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αγγλία και μας έλειπε ένα μικρό μέρος για να ξεκινήσουμε. Ερχόμενος ο Χρήστος μας επέτρεψε να την πραγματοποιήσουμε. Όταν γνωριστήκαμε, μιλούσαμε όλο το βράδυ για μουσική, για την αγάπη μας για τη Νέα Ορλεάνη, το Μαρκ Τουέιν και για την κοινή μας πεποίθηση ότι ο Σαίξπηρ είναι μια πλεκτάνη. Είναι ένας εκπληκτικός άνθρωπος. Οι γνώσεις και τα ενδιαφέροντά του είναι ένα υπέροχο δώρο. Σ’ αυτό το σημείο οφείλω να αναφερθώ και στο Δημήτρη Εϊπίδη, ο οποίος είναι ένας πλοηγός, νονός, οδηγός του ενδιαφέροντος κινηματογράφου. Αυτός ο άνθρωπος επίσης είναι ένα δωρό για εμάς. Ξέρω ότι πολλοί σκηνοθέτες συμμερίζονται αυτή την άποψη, δεν το λέω για να κάνω φιλοφρόνηση».

Με αφορμή τις ταινίες του Ο Νεκρός και Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί ο Τζιμ Τζάρμους ερωτήθηκε για το θέμα της ζωής και του θανάτου και το πως τα διαχειρίζεται στο σινεμά του. «Στην ταινία Ο Νεκρός, η ζωή και ο θάνατος για μένα είναι κάτι κυκλικό. Ελπίζω ότι εν μέρει η τελευταία μου ταινία είναι μία γιορτή για το δώρο της συνειδητότητας. Αν αναλογιστούμε το σύμπαν, η ζωή στον πλανήτη είναι ένα μικρό μόνο κομμάτι και εμείς έχουμε τη συνειδητότητα να είμαστε ζωντανοί. Αυτή η ιδέα νομίζω υπάρχει στην ταινία, η συνειδητότητα της ύπαρξης και εκφράζεται περισσότερο από την Εύα»

Σε ερώτηση σχετικά με την αθανασία της τέχνης, ο σκηνοθέτης είπε: «Όταν ρώτησαν στο Φεστιβάλ των Καννών το φίλο μου, το φινλανδό σκηνοθέτη Άκι Καουρισμάκι για το πως αντιλαμβάνεται τη θέση του στην ιστορία του σινεμά εκείνος απάντησε, «μην ανησυχείτε, η ιστορία θα τα καλύψει όλα με ένα πέπλο». Έτσι θέλω να το βλέπω και εγώ»

Ποια είναι τα στοιχεία της ζωής που λειτουργούν ως διανοητική διέγερση για τον Τζιμ Τζάρμους; «Αυτή η συνείδηση του υπάρχειν. Η ανθρώπινη φαντασία είναι από τα ωραιότερα πράγματα που έχουμε. Η φυσική παρουσία, της γης, του ουρανού, του σύμπαντος. Δεν έχω κάποιο ναρκωτικό που προτιμώ, τα δοκίμασα όλα στο παρελθόν».

Οι ταινίες

Όπως φάνηκε από τις προβολές των δύο πρώτων ημερών, και φέτος, όπως τις προηγούμενες χρονιές, το κοινό δείχνει την αγάπη του στο μεγάλο πολιτιστικό θεσμό της πόλης, με την παρουσία του στις αίθουσες.

Και τώρα ας δούμε, με το κριτικό μάτι του υπογράφοντος, τις ταινίες που είδαμε αυτές τις μέρες.

«Μόνον οι εραστές μένουν ζωντανοί» (Only lovers left alive), του Τζιμ Τζάρμους: Η Ιβ και ο Άνταμ είναι δυο βρικόλακες που ζουν, η πρώτη στην Ταγγέρη και ο δεύτερος στο Ντιτρόιτ. Ανάμεσά του υπάρχει ένας δυνατός έρωτας ο οποίος κρατά εδώ και αιώνες. Ευαίσθητοι και βαθιά λυπημένοι για την κατάσταση που επικρατεί στον κόσμο αγωνίζονται να επιβιώσουν. Κάποια στιγμή θα συναντηθούν στο Ντιτρόιτ αλλά σύντομα θα αναγκαστούν να μετακομίσουν στην Ταγγέρη.

Μέσα σε ένα σκηνικό θλίψης ο Τζάρμους στήνει μια ιστορία αγάπης. Σκηνοθετεί με τρόπο υποβλητικό και με τη συνοδεία μια εξαιρετικής και απόλυτα ατμοσφαιρικής μουσικής. Μέσα από την ταινία του, στην οποία κυριαρχεί η νοσταλγία ανάμικτη με ειρωνεία, ο αμερικανός σκηνοθέτης αποδομεί τις ιστορίες με βρικόλακες απομυθοποπιώντας τες και απεκδύοντας τες από τον τρόμο ο οποίος αντικαθίσταται από την  τρυφερότητα. Θεωρώ πως πρόκειται για μια ταινία πολύ καλή, που διατηρεί στοιχειά του προσωπικού στιλ που ανέδειξε τον Τζάρμους σε έναν από τους πλέον αγαπημένους σκηνοθέτες του ανεξάρτητου σινεμά, χωρίς όμως να με ενθουσιάσει. (ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ).

«Έξι πράξεις» (Shes peamin), του Τζόναθαν Γκαρφίνκελ: ο ισραηλινός σκηνοθέτης παρακολουθεί ένα διάστημα από την καθημερινότητα της Γκίλι, μιας έφηβης η οποία γίνεται το αντικείμενο του πόθου για τους συμμαθητές της.

Ο Γκαρφίνκελ σκηνοθετεί με έναν άκρως διακριτικό τρόπο μια ιστορία τολμηρή. Η ηρωίδα του βρίσκεται στο επίκεντρο του θαυμασμού και βιώνει αυτήν την κατάσταση σχεδόν αποστασιοποιημένη, σχεδόν αδιάφορη. Μια ουσιαστική και βαθιά ματιά στη ζωή των νέων στο Ισραήλ. (ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ)

«Ο προφήτης», του Δημήτρη Πούλου: Ένας αιματηρός πόλεμος διεξάγεται. Ένα στρατιώτης φτάνει σε ένα μοναστήρι αναζητώντας τον πατέρα του. Εκεί θα συναντήσει κάποιους ανθρώπους οι οποίοι προσπαθούν να μείνουν έξω από τον πόλεμο. Ωραία πλάνα και μια υποβόσκουσα ατμόσφαιρα αδιευκρίνιστης απειλής είναι τα μοναδικά θετικά αυτής της ταινίας. Από κει πέρα ο σκηνοθέτης επιδίδεται σε μία άσκηση κοινοτυπίας και κενολογίας με τους ήρωές του να μεγαλοστομούν λέγοντας τσιτάτα άνευ λόγου και ουσίας. Το ερώτημα πλανάται στο φινάλε είναι «τι ήθελε να πει ο καλλιτέχνης;». Ερώτημα, δυστυχώς, αναπάντητο. (ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ)

«Miss Violence», του Αλέξανδρου Αβρανά: Πατέρας μητέρας και τρεις κόρες. Η Ελένη, η Αγγελική και η Μυρτώ. Μαζί και τα δύο παιδιά της Ελένης, η Αλκμήνη και ο Φίλιππος. Η 11χρονη Αγγελική, τη μέρα που γιορτάζει τα γενέθλιά της πηδάει από το μπαλκόνι. Η αστυνομία και η κοινωνική πρόνοια προσπαθούν να ανακαλύψουν τα αίτια της αυτοκτονίας. Στο μεταξύ η οικογένειά της προσπαθεί να πείσει πως όλα είναι καλά και να παρουσιάσει την αυτοκτονία ως ατύχημα. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι που θα οδηγήσει στην αποκάλυψη ενός τραγικού κρυμμένου μυστικού. Ο πατέρας και παππούς, είναι ένας αυταρχικός άνθρωπος, ο οποίος κάνει κουμάντο στις κόρες και τα εγγόνια του με στρατιωτική πειθαρχία, ενώ η γυναίκα του σιωπά. Όμως στον έξω κόσμο παρουσιάζει την εικόνα ενός ήρεμου και γλυκού ανθρώπου υπεραγαπά την οικογένειά του. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα αιμομικτικό τέρας που παράλληλα εκδίδει τις κόρες και τις εγγονές του.

Ο Αλέξανδρος Αβρανάς σκηνοθετεί μια ταινία-γροθιά! Μια ταινία σκληρή που συγκλονίζει με την ψυχρότητά της. Πέντε άβουλοι άνθρωποι, σύζυγος κόρες και εγγόνια, που κινούνται σαν μαριονέτες από τον πατέρα και παππού. Η στιλιζαρισμένη σκηνοθεσία εκπέμπει ψυχρότητα. Η σκηνοθεσία είναι τόσο σφιχτοδεμένη, τόσο σφριγηλή και καλοδουλεμένη χωρίς τίποτε να είναι περιττό. Παράλληλα λιτή και αφτιασίδωτη, χωρίς ακκισμούς και βερμπαλισμούς. Όλα βαλμένα εκεί που πρέπει και στο βαθμό που χρειάζεται για να δομηθεί η δραματουργία. Κάθε πλάνο, κάθε σκηνή, κάθε σεκάνς έχουν τη θέση τους, με τέτοιο τρόπο που τίποτε δεν μπορεί να αφαιρεθεί ούτε να και προστεθεί. Η ένταση υποβόσκει με τρόμο αγχωτικό, ο θεατής τη νιώθει και περιμένει με αγωνία την κάθαρση. Οι διάλογοι μετρημένοι, καλοδουλεμένοι, σαφείς. Μια εξαιρετική ταινία που τιμά τον ελληνικό κινηματογράφο και επιβεβαιώνει το ταλέντο του Αβρανά που διακρίναμε στην πρώτη του ταινία «Without». Θαυμάσιες ερμηνείες, με τον Θέμη Πάνου, στο ρόλο του πατέρα-παππού, να βραβεύεται γι’ αυτήν στη Βενετία. Και φυσικά 100% δίκαιη η βράβευσή της με το Αργυρό Λιοντάρι στο ίδιο Φεστιβάλ. (ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ)

«Οι αισιόδοξοι» (Myeon-hue), του Τάε-γκον Κιμ: Δυο φίλοι επισκέπτονται τον τρίτο της παρέας ο οποίος υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία, με σκοπό να του δώσουν ένα γράμμα χωρισμού που του στέλνει η κοπέλα του. Οι τερις φίλοιθ θα περάσουν μαζί ένα 48ωρο και θα ανακαλύψουν πόσο έχουν αλλάξει οι ζωές του μέσα σε λίγους μήνες.

Ο σκηνοθέτης από τη Νότια Κορέα αφηγείται την ιστορία του με νεανικό ενθουσιασμό. Με βασικό άξονα τη φιλία, ο Τάε-γκον σκιαγραφεί τους χαρακτήρες του, σκηνοθετώντας λιτά και με ένα λεπτό, σχεδόν αδιόρατο χιούμορ. Ο ερωτικός βάσανος της νιότης αφήνει μια πικρή γεύση αλλά την ίδια στιγμή η ίδια η νεότητα με το πάθος της, μετατρέπεται σε αισιοδοξία, έχοντας για σύμμαχο το χρόνο που ακόμη δεν έχει αρχίσει να μετρά αντίστροφα. (ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ)

«Ο παράδεισος της ελπίδας» (Paradies: Hoffnung), του Ούλριχ Ζάιντλ: Η Μέλανι είναι μια 13χρονη υπέρβαρη κοπέλα. Η κοπέλα περνά το καλοκαίρι της σε μια κατασκήνωση δίαιτας, η οποία με ένα αυστηρό πρόγραμμα άσκησης και δίαιτας προσπαθεί να απαλλάξει τα παιδιά από τα περιττά κιλά. Εκεί η Μέλανι αναπτύσει φιλία με συνομήλικές της και νιώθει το πρώτο ερωτικό σκίρτημα στο πρόσωπο του 40χρονου γιατρού της κατασκήνωσης.

Με την τρίτη ταινία της τριλογίας του Παραδείσου («Παράδεισος του έρωτα» και «Παράδεισος της πίστης» οι δύο προηγούμενες), ο αυστριακός σκηνοθέτης χαϊδεύει τα μάτια και τις αισθήσεις του θεατή με μια ιστορία για την παιδική αθωότητα και την ανακάλυψη της σεξουαλικότητας. Με μετρημένη σκηνοθεσία, οικοδομεί έναν πολύ συγκροτημένο φιλμικό χαρακτήρα, αυτόν της Μέλανι. Εξερευνά τις ανησυχίες, τους φόβους και τις αγωνίες της μετάβασης προς την εφηβεία, μιας κοπέλας που τη βασανίζει το σωματικό της πρόβλημα. Ο Ζιντλ είναι μεστός και συγκροτημένος, δεν παρασύρεται ούτε προσπαθεί να παραπλανήσει το θεατή. Μια ταινία που κρύβει δυναμισμό χωρίς όμως να τον διαλαλεί, μια ταινία τρυφερή για την πιο τρυφερή ηλικία του ανθρώπου. Η ερμηνεία της Μέλανι Λέντς είναι ένα από τα επιπλέον πλεονεκτήματά της (ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ)    

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ορατότης μηδέν…Του Παντελή Μπουκάλα

Συνεδριάζει σήμερα το Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης